Τ Α Λ Ω Σ
 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

 

ΤΟΜΟΣ ΚΔ΄ (2016)

 

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ

Ο ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ

ΣΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ

 

 

ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΜΠΕΧΛΙΒΑΝΗ

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 

 

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΠΑΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

 

 

 

 

ΧΑΝΙΑ ΚΡΗΤΗΣ 

***

 

ΤΑΛΩΣ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

 

ΤΟΜΟΣ ΚΔ΄ (2016)

 

 

 

 

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ

Ο συγκρητισμός στη νομική θεωρία και πράξη………………….         σελ.      7

ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΜΠΕΧΛΙΒΑΝΗ

Η έννοια της κατάχρησης δικαιώματος μέσα από τη νομολογία

των δικαστηρίων της Κρήτης……………………………………..         σελ.      225

 

***

 

 

 

Τ Α Λ Ω Σ

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

 

ΤΟΜΟΣ ΚΔ΄ (2016)

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ

ΣΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ
(Με τη μελέτη της νομικής επιστήμης, της κοινωνιολογίας του δικαίου

και της ανθρωπολογίας του δικαίου «Approche syncretiste du droit»)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ

ΑΝΤΩΝΙΟΣ Π. ΜΑΝΙΑΤΗΣ

 

 

***

  

 

Λ Ι Β Υ Κ Ο  Π Ε Λ Α Γ Ο Σ

 

 

Το Δ σου πόθησα πολύ     

είσαι ένα στίγμα μεστό μυστήριο     

Ποιας θάλασσας να βάλω τη στολή;         

Είναι η σιωπή σου αλμυρό μαρτύριο.

                          

 

Ξάφνου θύελλα έρχεται και με παιδεύει

είσαι ένα στίγμα μισό μυστήριο

στον Ομφαλό της Θάλασσας με ξεπεζεύει

σε ασφαλή νησίδα με το Λίβα δηλητήριο…

 

 

Me ΑΒΡΑΚΑΤΑΜΠΡΑ 22.07.2014, 23.07.2014   

 

  

***

 

 

ΑΦΙΕΡΩΣΗ

 

  1. Στους Γονείς μου και ιδιαίτερα στη Μητέρα μου.
  2. Στη μνήμη του ST EX, στην εβδομηκονταετία από τη θυσία του.  

 

 

***

 

 

 

 

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

 

1. Στον κ. Θεόδωρο Αλεξόπουλο, τέως Φοιτητή του Πανεπιστημίου Bologna,

2. Στον κ. Στρατή Παπαμανουσάκη, Διευθυντή Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου - Επίτιμο Πρόεδρο Δικηγορικού Συλλόγου Χανίων,        

3. Στον Ομότιμο Καθηγητή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κ. Ερατοσθένη Καψωμένο,

4. Στον Υπαστυνόμο Β΄ κ. Δημήτριο Περισυνάκη. 

 

 

 

***

 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ (ΣΕΛ. 16)

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΑ (ΣΕΛ. 17)

1. Το φαινόμενο του συγκρητισμού.

2. Η ιστορική απαρχή της αναλογίας.

3. Το Αιγαίο Πέλαγος ως μήτρα της αναλογίας.

4. Καθιέρωση της αναλογίας.

5. Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου και ο κρητισμός.

6. Υπόθεση εργασίας.

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ,

ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΜΕΘΟΔΟΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ (ΣΕΛ. 28)

ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ

1.1. Το ζήτημα των απαρχών της κρητικής προϊστορίας.

1.2. Ο συγκρητισμός προμινωικής γραφής με νεότερες γραφές στον κρητικό πολιτισμό.

1.3. Το ζήτημα της καταγωγής των Μινωιτών.

1.4.  Η ιστορία της αμιγούς μινωικής κυριαρχίας στην Κρήτη.

1.5. Ο μινωικός – αχαϊκός συγκρητισμός, οι Κουρήτες και ο Δίας.

1.6. Ο μύθος του Μινώταυρου και η ονοματοδοσία του Αιγαίου.

1.7. Η γένεση των νομοφυλάκων της αρχικής περιόδου.

1.8. Η δωρική Κρήτη.

1.9. Ο Κώδικας της Γόρτυνας.

1.10. Ελληνιστική περίοδος.

1.11. Συγκρητισμός και μέτρο.

1.12. Η ρωμαϊκή κυριαρχία και οι ελληνικές καταβολές του ρωμαϊκού δικαίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ (ΣΕΛ. 52)

ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ

ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ

2.1. Το ξέσπασμα της επανάστασης του Θερίσου.

2.2. Τα γραμματόσημα της επανάστασης του Θερίσου.

2.3. Η συμβιβαστική λήξη της επανάστασης του Θερίσου.

2.4. Τα στοιχεία της έννοιας του πατριωτικού συγκρητισμού.

2.5. Επαλήθευση του συγκρητισμού στην επανάσταση του Θερίσου.

2.6. Τεχνικές στρατιωτικών επιχειρήσεων.

2.7. Τα κρητικά νομικά έθιμα μέσα από τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης.

2.8. Ο συγκρητισμός μέσα από τη δημώδη ποίηση της Κρήτης.

2.9. Οι γνωμικές μαντινάδες ως άτυπο δίκαιο της κρητικής κοινωνίας.

2.10. Η επιβίωση των μαντινάδων.

2.11. Το έθιμο της αδελφοποιΐας και άλλες εκφάνσεις συγκρητισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ (ΣΕΛ. 69)

Η ΝΟΜΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΩΝ

3.1. Η έννοια του κρησφυγέτου.

3.2. Συγγενείς με το κρησφύγετο έννοιες: Λημέρι και Χάρακας.

3.3. Το Θέρισο ως το κρησφύγετο της φερώνυμης επανάστασης.

3.4. Παρατηρήσεις από το ζήτημα της μετατροπής συμβάσεων εργασίας

σε αορίστου χρόνου.

3.5. Παρατηρήσεις σε ευρύτερα ζητήματα.

3.6. Οι «Νόμοι Rolland».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ (ΣΕΛ. 82)

Η ΕΝΟΠΛΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

4.1. Ζητήματα μεθοδολογίας στη νομική επιστήμη.

4.2. Ο πυρρίχιος χορός.

4.3. Οικογενειακά.

4.4. Συγκρητιστική πολιτική κίνηση και Δημοφρουρές.

4.5. Κατ’ οίκον οπλοκατοχή.

4.6. Επιβίωση της οπλοκατοχής και το απόστημα των Ζωνιανών.

4.7. Κρατικά θεσμικά στερεότυπα.

4.8. Εισήγηση μίας νομικής μεθόδου για τα όπλα.

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ (ΣΕΛ. 96)

ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ

1.1. Πειρατεία και Κρήτη.

1.2. Ευρύτερη ιστορική θεώρηση της πειρατείας.

1.3. Η πειρατεία ως το έγκλημα των φτωχών.

1.4. Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και πειρατεία.

1.5. Ευρωπαϊκή Ένωση και αντιπειρατεία.

1.6. Ο Διεθνής Κώδικας Ασφάλειας Πλοίων και Λιμενικών Εγκαταστάσεων και η πειρατεία.

1.7. Ελληνικό δίκαιο της Πειρατείας. 

1.8. Η ρύθμιση του αντιπειρατικού επαγγέλματος.

1.9. Σταθερές για την πειρατεία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ (ΣΕΛ. 121)

ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ

ΤΗΣ ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ

2.1. Μοντέλα ενάλιας λαθρομετανάστευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

2.2. Συσχέτιση της λαθροδιακίνησης με την πειρατεία και το δουλεμπόριο.

2.3. Ανοχύρωτο το Αιγαίο έναντι εμπρησμών από την Τουρκία.

2.4. Απελευθέρωση της αυτόνομης κατάδυσης στις ελληνικές θάλασσες.

2.5. Στρατιωτικά συντεταγμένα σώματα και ενάλια λαθρομετανάστευση.

2.6. Ανοχύρωτο το Αιγαίο έναντι λαθρομετανάστευσης από την Τουρκία.

 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΑΓΩΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ (ΣΕΛ. 135)

ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΑΓΩΓΕΣ

ΓΙΑ ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

1.1. Η φιγούρα «Διοτίμα».

1.2. Η Διοτίμα ως σύμβολο του συγκρητισμού.

1.3. Η φιγούρα «Μέντορας».

1.4. Η φιγούρα «Νέστορας».

1.5. Αξιολόγηση τεχνοκρατική ή ανθρωπιστική - πλουραλιστική από τον «Νέστορα»;

1.6. Ο Νέστορας στο πλαίσιο της εκπόνησης πτυχιακής ή διπλωματικής εργασίας.

1.7. Η διοικητική λειτουργία των εκπαιδευτικών. 

1.8. Σχεδίασμα για την αναθεώρηση διατάξεων του άρ. 16 του Συντάγματος.

1.9. Ο κίνδυνος του Δούρειου Ίππου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ (ΣΕΛ. 155)

ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΑΓΩΓΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΔΙΤ

2.1. Εναλλακτικό contracting out.

2.2. Αρχαιοελληνική καταγωγή παραχώρησης και τεχνικής νομοθεσίας.

2.3. Έννοια των ΣΔΙΤ και επιλέξιμοι φορείς.

2.4. Πεδίο εφαρμογής του νόμου για τις ΣΔΙΤ.

2.5. Κεντρικός υποστηρικτικός μηχανισμός.

2.6. Περιθωριοποίηση της κοινωνίας στην πρόταση αντικειμένων ΣΔΙΤ.

2.7. Γενικές αρχές.

2.8. Κριτήρια επιλογής και ανάθεσης.

2.9. Διαδικασίες ανάθεσης.

2.10. Εξαιρετική διαδικασία εφαρμογής διατάξεων περί ιδιωτικοποιήσεων.

2.11. Συμβατικό πλαίσιο και ειδικές ρυθμίσεις.

2.12. Νομικά θέματα.

2.13. Μεθοδολογία επίλυσης διαφορών.

2.14. Η συγκρητιστική προσέγγιση για τις ΣΔΙΤ και η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ΣΕΛ. 174)

Ο ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ

1. Το Αιγαίο Πέλαγος ως θάλασσα Ελευθερίας.

2. Το Αιγαίο Πέλαγος ως θάλασσα Αναλογίας.

3. Το Αιγαίο Πέλαγος ως θάλασσα Συγκρητισμού.

4. Το Λιβυκό Πέλαγος ως θάλασσα εμπορίου και πολιτισμού.

5. Η Γαύδος ως ομφαλός θαλάσσης.

6. Ο μαθηματικά διατυπωμένος ορισμός του συγκρητισμού.

7. Ο νομικός συγκρητισμός των Κρητικών πριν τη ρωμαιοκρατία.

8. Συμπεράσματα για το νομικό συγκρητισμό στην αρχαία Κρήτη.

9. Σχέση συγκρητισμού και εμφυλίων πολέμων.

10. Περιθωριοποίηση του όρου «συγκρητισμός» στη σύγχρονη Κρήτη.

11. Προς μία συγκρητιστική μέθοδο του δικαίου.  

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (ΣΕΛ. 189)

1. ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΔΥΣΚΟΛΩΝ ΟΡΩΝ

2. ANTOINE MANIATIS, APPROCHE SYNCRETISTE DU DROIT

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ΣΕΛ. 213)

 

ΣΥΝΟΨΗ (ΣΕΛ. 221)

RESUME (ΣΕΛ. 223)


 

***

 

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ

 

Σχήμα 1. Κουρήτες και Δίας.                                                       σελ.   37

Σχήμα 2. Χρονικά διαδοχικός συγκρητισμός στο δίκτυο λατρείας διαμορφωμένο πριν την Ενετοκρατία.        σελ.   70

Σχήμα 3. Μοντέλα λαθρομετανάστευσης και πειρατείας.              σελ. 123

Σχήμα 4. Τα μέλη της Επιτροπής αξιολόγησης της Διπλωματικής

Εργασίας (Δ.Ε.) (ή πτυχιακής εργασίας) και η αποστολή τους. σελ. 149 

Σχήμα 5. Η τριάδα των υπηρεσιακών λειτουργιών των εκπαιδευ-

     τικών.                                                                                      σελ. 151

Σχήμα 6. Η Κρήτη ως Λόγος πελαγών της Μεσογείου Θάλασσας. σελ. 176

Σχήμα 7. Ο νομικός συγκρητισμός.                                              σελ. 179

Σχήμα 8. Κορυφαίες εκφάνσεις πολιτιστικής επιρροής της αρχαίας

Κρήτης στο ρωμαϊκό κράτος.                                                  σελ. 186                                     

Σχήμα 9. Πανόραμα της νομικής μεθόδου του συγκρητισμού.      σελ. 186

 

 

 

***

  

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΑ

 

1. Το φαινόμενο του συγκρητισμού.

Ο συγκρητισμός αναφέρεται από τον Πλούταρχο και αποδίδει τη συνένωση των Κρητών, κατά κανόνα μέχρι τώρα αναλισκομένων σε εσωτερικές έριδες, για την απόκρουση κοινού κινδύνου επιδρομής, όπως η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, κατά της Κρήτης. Ειδικότερα, ο όρος αυτός δημι-ουργήθηκε κατά τη διάρκεια των πολέμων των Ρωμαίων για την κατάκτηση της Κρήτης, με την έννοια της υπέρβασης των αντιθέσεων των κρητικών πόλεων - κρατών και της συνένωσής τους προς αντιμετώπιση του ρωμαϊκού κινδύνου[1].

Αν και αυτός είναι ο ορισμός στον οποίο κυρίως βασίζεται η παρούσα μελέτη, στην  επιστήμη δίνεται για αυτήν την κίνηση ένας ορισμός ιδίως θρησκευτικής και δευτερευόντως γεωπολιτικής φύσεως. Ειδικότερα, συγκρητισμός καλείται η θεοκρατία, το φαινόμενο της αναμείξεως και συγχωνεύσεως διαφόρων θρησκειών, θεών και τύπων λατρείας, το οποίο ακριβώς αρχίζει από τη μετανάστευση των ινδογερμανικών λαών στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο[2]. Σε στενότερη έννοια, χαρακτηρίζεται με το όνομα αυτό η ανάμειξη των θεών ιδίως με την είσδυση των ανατολικών θρησκειών στον ελληνορωμαϊκό κόσμο κατά την ελληνιστική περίοδο και τους χρόνους των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Ο συγκρητισμός αυτός αποτελεί μέρος του φαινομένου της συγχωνεύσεως μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, που εκτεί-νεται και στις μορφές της κοινωνίας και της πολιτείας, της τέχνης και της φιλολογίας και συνίσταται σε συγχώνευση όχι μόνο πολιτισμών αλλά και λαών. Πρόκειται για συνέπεια του έργου του Αλεξάνδρου του Μεγάλου ο οποίος επιζήτησε τη συγχώνευση αυτή. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε από τους διαδόχους του, ενώ ο συγκρητισμός άκμασε στη ρωμαϊκή περίοδο, της οποίας η κυριολεκτική έννοια του συγκρητισμού, όπως επισημάνθηκε, αποτέλεσε ανάχωμα (για την κατάκτηση της Κρήτης).

Θα ήταν σκόπιμο να γίνει προσέγγιση αυτού του φαινομένου σε σχέση με το δίκαιο, ειδικότερα στο επίπεδο της νομικής θεωρίας αλλά και σε εκείνο της νομικής πράξης. Το ίδιο το Κρητικό Δίκαιο δεν είναι άλλο από ένα συγκρητισμό, μια χρυσή τομή, μια μεσότητα, ανάμεσα στις ακρότητες της ελευθερίας και στις δεσμεύσεις του νόμου. Το συναμφότερον μιας ιδεώδους πολιτείας και μιας πραγματικής νομοθεσίας, του απολλώνιου φωτός και του διονυσιακού πάθους, της εξελισσόμενης ανάπτυξης και της σταθερής ασφά-λειας. Μια κοσμοθεωρία του μέτρου, της αυτάρκειας, της αρμονίας. Αυτός ο απαράμιλλος συνδυασμός παράδοσης και ανανέωσης, πολιτικής και οικονο-μίας, μερικού και καθολικού, συνοδεύει το Κρητικό Δίκαιο στους αιώνες της εξέλιξής του, από την αρχαία πόλη στη μεσαιωνική αυτοκρατορία και στο νεότερο κράτος. Είτε πρόκειται για το «Κοινόν των Κρητών» στην αρχαία περίοδο, είτε για τη Γενική Επαναστατική Συνέλευση, είτε για την Κρητική Βουλή. Στη σύγκρουση του ελληνορωμαϊκού δικαίου, στη σύνθεση της ελληνοχριστιανικής παράδοσης, στην εξισορρόπηση των εθνικών, κοινωνι-κών και πολιτικών δυνάμεων[3].

Ο συγκρητισμός θεωρείται ως κομβικό σημείο για την ερμηνευτική προσέγγιση όχι μόνον της Κρήτης στην Εκατονταετηρίδα από την τυπική της ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος, αλλά και του πολιτισμού της συλ-λογικότητας, ο οποίος συνάδει και με τον ηρωισμό της επανάστασης, σε διεθνές επίπεδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για αυτήν την επισήμανση αποτελεί η μονογραφία «Επανάσταση Θερίσου 1905», η  οποία λόγω της συγκρητιστικής της προσέγγισης θα μπορούσε να επιγράφεται «Ο Συγκρη-τισμός του Κρησφύγετου 1905»[4].

Ο συγκρητισμός δεν αποτελεί μόνον αυτό που παραδίδουν οι αρχαίες πηγές, δηλαδή τη συμμαχία των Κρητικών κατά των εκτός της Κρήτης πολεμίων στην αρχαία ιστορία, όπως έχει επισημανθεί. Συνιστά και μία  εμβληματική περίπτωση στην παραγωγή και στην πρόοδο του πολιτισμού, στο πλαίσιο δηλαδή μίας χορείας παραπλήσιων εννοιών με ιδιαίτερο μεταφορικό και φιλοσοφικό φορτίο, όπως το προαναφερθέν παράδειγμα του κρησφύγετου, που και αυτό, όχι τυχαία, χρησιμοποιήθηκε στην ερμηνευτική προσέγγιση του επαναστατικού γεγονότος του Θερίσου.

Με βάση και τα παραπάνω, είναι προφανές ότι ο συγκρητισμός ως νομι-κός θεσμός εντάσσεται στο χώρο του Δημοσίου Δικαίου, ιδίως του Εσωτερι-κού. Αν και κυριότατα αποτελεί εργαλείο και σύστημα αξιών στο πλαίσιο του Δημοσίου Δικαίου, θα μπορούσε να αναζητηθεί στον περίγυρο της έννοιας και μία διάσταση στο χώρο των βιοτικών σχέσεων που υπάγονται στο Ιδιωτικό Δίκαιο. Για παράδειγμα, οι οικογενειακοί δεσμοί, που επεκτείνονται με το θεσμό της αδελφοποιίας  και γενικεύονται με το έθιμο της φιλοξενίας, δημιουργούν ένα αδιάσπαστο μέτωπο αλληλεγγύης[5].

    

2. Η ιστορική απαρχή της αναλογίας.

Ο συγκρητισμός είναι από τη φύση του διατυπωμένος και με μαθηματικές αναφορές. Το ενδιαφέρον είναι ότι για τη συγγένεια αυτή ομιλεί ήδη η ιστο-ρική καταγωγή της αναλογίας, όπως ονομαζόταν στην αρχαία ελληνική γλώσσα η αναλογικότητα, όρος που αποτελεί νεολογισμό[6].

Η λέξη «αναλογία» είναι ουσιαστικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, σημαίνοντας ισότητα λόγων, ή, γενικότερα, ομοιότητα στις σχέσεις[7]. Οι καταβολές της αναλογικότητας φθάνουν ως την αρχαιοελληνική σκέψη, όπου ουσιαστικά περικλείεται στην ιδέα του ορθού μέτρου που οδηγεί στην πραγμάτωση της ουσιαστικής δικαιοσύνης, όπως είχε τούτη ήδη αποτυπωθεί στο πλαίσιο της νομοθεσίας του Σόλωνα[8]. Η αντίληψη του ορθού μέτρου οδηγεί κατά λογική αναγκαιότητα στην απόρριψη του υπέρμετρου, που εκφράστηκε με τον περιορισμό της εξουσίας των γαιοκτημόνων στην αθη-ναϊκή πολιτεία.

Το αξιολογικό πρόταγμα της αναλογικότητας εντοπίζεται επίσης στη διδασκαλία του Αριστοτέλη για την διανεμητική δικαιοσύνη. Η συγκεκρι-μένη έκφανση της stricto sensu -κατά την αριστοτελική διάκριση- δικαιοσύνης, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις διανομής αγαθών από την Πολιτεία. Σε αντίθεση με τη διορθωτική δικαιοσύνη, η διανεμητική έχει ως γνώμονα τη γεωμετρική και όχι την αριθμητική αναλογία, για την επίτευξη κοινωνικής δικαιοσύνης, μέσα από τη σύμμετρη κατανομή βαρών στους πολίτες, κατόπιν στάθμισης των δυνάμεων και των υπηρεσιών τους. Με άλλα λόγια, ο Αριστοτέλης δεν αντιλαμβάνεται τη δικαιοσύνη αριθμητικά, αλλά τη διακρίνει σε διανεμητική και διορθωτική, αναλόγως αν πρόκειται για σχέσεις πολίτη και Πολιτείας ή πολιτών μεταξύ τους. Αντίστοιχη είναι η καθιερωμένη από το Μεσαίωνα και έπειτα διάκριση του Θωμά Ακινάτη ανάμεσα στη iustitia distributiva και τη iustitia commutativa. Με αυτήν την έννοια ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει το άνισο ως άδικο και το ίσο ως δίκαιο. Ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» αναφέρει ότι στις διαφορετικές περιπτώσεις διαφορετικό είναι και το (απονεμόμενο) δίκαιο, το οποίο δεν είναι απλώς το ίσο, αλλά το κατ’ αξία ίσο. Διέκρινε λοιπόν την απλώς αριθμητική ισότητα από την ισότητα κατ’ αξία και θεωρούσε ότι μόνο η δεύτερη ανταποκρίνεται στην ιδέα της δικαιοσύνης.

Οι θέσεις που αναζητούν την εννοιολογική - φιλοσοφική θεώρηση της έννοιας της αναλογικότητας στον Αριστοτέλη δεν είναι καθολικά αποδεκτές. Υποστηρίζεται ότι η αριστοτελική φιλοσοφία εμπεριέχει την έννοια του αναλόγου, μόνο υπό το πρίσμα της καθοδηγητικής του νομοθέτη ιδέας, σε ό,τι αφορά τον καθορισμό της λειτουργίας του δικαίου, μην έχοντας σχέση με την παρούσα θεώρηση της αρχής, στο πεδίο της ερμηνείας - εφαρμογής του[9]. Σε κάθε περίπτωση, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ως αρχή το γνωμικό «Μέτρον άριστον» ή «Μηδέν άγαν».

Η αναλογικότητα έχει δύο εκφάνσεις, την αρνητική (απαγορευτική) και τη θετική (επιτακτική). Κατά την πρώτη, είναι λογικά αδιανόητη και κατά το δίκαιο ανεπίτρεπτη η ισότητα ποινών ή αμοιβών σε άνισες περιπτώσεις, κατά τη δεύτερη η ανισότητα τούτων σε ίσες περιπτώσεις. Αυτό έχει περι-γραφεί ως αρχή της αναλογικότητας και δικαιότητας  στο πλαίσιο των αρχών για ερμηνεία των νόμων[10]. Ωστόσο,  προσιδιάζει, στη σημερινή έννομη τάξη, κυρίως προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας, παρά προς την αρχή της αναλογικότητας.

Οι αξιολογικές κρίσεις της ελληνικής φιλοσοφίας μεταδόθηκαν και καλ-λιεργήθηκαν περαιτέρω, στο ρωμαϊκό δίκαιο.

 

3. Το Αιγαίο Πέλαγος ως μήτρα της αναλογίας.

Η αναλογία γεννήθηκε στο Αιγαίο Πέλαγος και αναδύθηκε από κορυφαίους διανοητές του αρχαιοελληνικού κόσμου. Ειδικότερα, ο Πυθαγό-ρας από το νησί του Ανατολικού Αιγαίου, τη Σάμο, μεγάλος φιλόσοφος και ιδρυτής της Πυθαγόρειας Σχολής, ασχολήθηκε με το φαινόμενο αυτό και είχε μία σπουδαία συμβολή στη γεωμετρία. Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι οι Πυθαγόρειοι είναι οι ιδρυτές της μαθηματικής επιστήμης, ενώ ο Πυθαγόρας θεωρείται ως ο πατέρας αυτής της επιστήμης, η οποία συνεπώς είναι εμπνευσμένη από την αρμονία του Αιγαίου. Η χρυσή τομή ή χρυσή αναλογία είναι μία έννοια που αποδίδεται στον Πυθαγόρα και αποκαλύπτει ότι ο λόγος του μικρότερου τμήματος προς το μεγαλύτερο είναι ίσος με το λόγο του μεγαλύτερου τμήματος προς το όλον (μήκος του ευθύγραμμου τμήματος). Αυτή η μαθηματική αναλογία είναι πολύ συχνή στη φύση και θεωρείται ιδανικό ομορφιάς και αρμονίας. Επιπλέον, η αναλογία αναδύθηκε και στην άλλη πλευρά του Πελάγους, στα χώματα της Μικράς Ασίας. Εκεί, στην πόλη της Μιλήτου μεγαλούργησε ο Θαλής, ο οποίος συγκαταλέγεται μεταξύ των επτά σοφών της αρχαίας Ελλάδας. Αυτός ο Έλληνας φιλόσοφος συνέβαλε ιδιαίτερα στη μαθηματική επιστήμη ενώ θεωρείται ως η μεγαλύ-τερη προσφορά του ότι αναζητούσε την απόδειξη. Ο Μιλήσιος μελέτησε και καλλιέργησε την αναλογία και ήταν της γνώμης ότι πρέπει κανείς να δρα στη βάση του μέτρου, δηλαδή με σύνεση.

Αρχικά η αναλογία συνελήφθη από αυτούς τους δύο διανοητές ως μία έννοια σε αρχαϊκή μορφή. Με άλλα λόγια, αυτό που συνέλαβαν οι Αιγαιο-πελαγίτες της μητροπολιτικής Ελλάδας και της Μικράς Ασίας ήταν ένας λόγος, του τύπου α/β. Πρόκειται για ένα κλάσμα του οποίου ο αριθμητής και ο παρονομαστής βρίσκονται σε αριθμητική αρμονία, εκφραζόμενη με έναν ακέραιο αριθμό, κατά κανόνα μικρό. Αυτή η αρμονία συνίσταται λοιπόν στο λόγο, όνομα ουσιαστικό της ελληνικής γλώσσας το οποίο σημαίνει λογική και ομιλία, όπως επίσης, στην εξεταζόμενη περίπτωση, το αποτέλεσμα μίας συσχέτισης με βάση τους κανόνες της λογικής. Καθώς πρόκειται για ένα κλάσμα (με αρμονική σχέση των τιμών του, όπως επισημάνθηκε), πρόκειται για την αριθμητική πράξη της διαίρεσης που ανακύπτει. Η διαίρεση δεν εκφράζεται απλώς με το καθιερωμένο σύμβολο του κλάσματος, αλλά ήδη προκύπτει από τη σχετική ορολογία. Πράγματι, το πρώτο συνθετικό του όρου «αναλογία» είναι η ελληνική λέξη «ανά», που σημαίνει δια, όντας το σύμβολο της κατανομής, της διαίρεσης, συνεπώς του αναλογισμού. Η ανα-λογία είναι εύγλωττα  συνδεδεμένη με τη λογική και μαθηματική διεργασία της διαιρέσεως. Ένα από τα προβλήματα της νομικής επεξεργασίας της αρχής της αναλογικότητας έγκειται στο γεγονός ότι συνήθως παραλείπεται να γίνει εμβάθυνση στα ετυμολογικά δεδομένα της ορολογίας.

Βέβαια, στους κόλπους των μαθηματικών η διαίρεση αποκαλύπτει την ουσιαστική της φύση, ως εκδοχή της αριθμητικής πράξεως του πολλα-πλασιασμού. Σε ανταπόκριση προς την καρτεσιανή λογική που θέλει τα σύνολα ως ζεύγη στη βάση ενός και μόνον κριτηρίου διαίρεσης και ταξινόμησης των διαφόρων στοιχείων, οι τέσσερις αριθμητικές πράξεις θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε μόνον δύο βασικές πράξεις, την πρόσθεση και τον πολλαπλασιασμό. Προφανώς, στο πλαίσιο αυτής της απλουστευτικής και συγκεντρωτικής προσέγγισης, οι υπολειπόμενες πράξεις της  αφαιρέσεως και της διαιρέσεως δεν αποτελούν παρά εκδοχές των δύο βασικών πράξεων κατά τη σειρά που αναφέρθηκαν, αντίστοιχα. Ειδικότερα, ως προς τη διαί-ρεση, αυτή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν ένας αριθμός  υποκείμενος σε διαίρεση πολλαπλασιαζόταν με το δεκαδικό αριθμό ίσο με τον αριθμό με τον οποίο  ο αρχικός αριθμός πρέπει να διαιρεθεί. Ομοίως, η αφαίρεση ισοδυναμεί με πρόσθεση του αρνητικού αριθμού σε σχέση με τον εκάστοτε αριθμό με θετικό πρόσημο.

Βέβαια, αν η αναλογία έχει αρχικά θεωρηθεί ως ένα μόνον κλάσμα, υπό τη μορφή της αρμονίας στο εσωτερικό του, αργότερα ο αρχαιοελληνικός στοχασμός θα προόδευε προς ένα σκεπτικό, το οποίο έμελλε να γίνει κλασικό. Πρόκειται για την αναλογία ως ισότητα όχι πια δύο αριθμών, αλλά δύο λόγων, δηλαδή διαφόρων κλασμάτων, με τον εξής τύπο: α/β = γ/δ.

Η ισότητα δεν είναι μόνον η στοιχειώδης ισότητα, η οποία συνίσταται στην ταυτότητα  τιμών πολλών περισσότερων της μίας οντοτήτων, αποκα-λούμενη ισοτιμία, της μορφής: α = β. Ισότητα αποτελεί και η προηγμένη περίπτωση κατά την οποία προκύπτει απλώς ισότητα αποτελέσματος, μεταξύ συγκρινόμενων οντοτήτων, που δεν αποβαίνουν ίσες καθεαυτές. Πρόκειται μόνον για τους διαφόρους λόγους, στους οποίους οι οντότητες μετέχουν, που είναι ίσοι. Από αυτά τα δεδομένα προκύπτει η έννοια της σύνθετης μορφής της αναλογίας, δηλαδή της αναλογίας νοούμενης ως ισότητας τουλάχιστον δύο λόγων. Μάλιστα, επειδή συνήθως παραδίδεται ως ορισμός της λέξεως «αναλογία» η «ισότητα των λόγων», μπορεί να προκύπτει παρανόηση ότι αναλογία είναι η ισότητα δύο λόγων και όχι και η εναλλακτική περίπτωση της αρμονίας δύο τιμών στο πλαίσιο ενός μόνον λόγου.

Σε κάθε περίπτωση, η σύνθετη μορφή της αναλογίας, η οποία θα μπο-ρούσε να ονομαστεί «ισολογισμός», είναι αρκετά εύγλωττη για την εγγενή συγγένεια που υφίσταται μεταξύ της πρωταρχικής έννοιας της ισότητας (με τη στενή έννοια του όρου) και της αναλογίας. Με άλλα λόγια, κατά περί-πτωση η αναλογία μπορεί να συγγενεύει με την ισότητα, όπως η αναλογία νοείται ως ισότητα λόγων, αλλά δυνητικά και με την εναλλακτική μορφή της αρμονίας ενός μόνο λόγου. Αυτό το τελευταίο ενδεχόμενο συμβαίνει σε περίπτωση κατά την οποία ένα κλάσμα περιλαμβάνει δύο τιμές ταυτόσημες, το οποίο επομένως ισούται με τη μονάδα, δηλαδή με ακέραιο αριθμό που είναι δηλωτικός της επίμαχης αρμονίας. Η οριακή αυτή περίπτωση εκφρά-ζεται ως εξής: α/α = 1.

Τέλος, αξίζει να επισημανθεί ότι λίγους αιώνες αργότερα το Αιγαίο, λίγο πιο κάτω, ξανάπιασε το λόγο, αυτή τη φορά με θεολογική - μεταφυσική διάσταση. Ειδικότερα, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης έγραψε στην Πάτμο το Ευαγγέλιο, το οποίο ξεκινά με τον Λόγο (λογική, αίτιο της δημιουργίας), ως εξής: «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος».  

 

4. Καθιέρωση της αναλογίας.

Η αρχή της αναλογίας, με τη μορφή που σήμερα γίνεται αντιληπτή, προέρχεται από το γερμανικό αστυνομικό δίκαιο. Υποστηρίζεται ότι η δράση των αστυνομικών οργάνων είναι νόμιμη μόνο όταν περιορίζεται, ενόψει του σκοπού που επιδιώκει να θεραπεύσει, στο αναγκαίο μέτρο. Σύμφωνα με μία εικόνα που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από το Fritz Fleiner, νομικό και συγγραφέα ενός βιβλίου, που αρχικά εκδόθηκε το 1911 σχετικά με τους θεσμούς του γερμανικού διοικητικού δικαίου, «Δεν πυροβολείς σπουργίτια με κανόνια»[11]. Αυτήν την παροιμιώδη έκφραση μετήλθε η γερμανική νομική θεωρία για να περιγράψει την αναζητούμενη εύλογη σχέση. Με το περιεχό-μενο αυτό η αρχή καθιερώνεται στη νομολογία του πρωσικού Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι πρώτες νομολογιακές εφαρμογές δεν κάνουν πάντοτε πανηγυρική μνεία στην αρχή αυτή.

Η αναλογία, με σαφείς τις καταβολές από το Δημόσιο Δίκαιο και δη κατ’ αναφορά με το σκληρό πυρήνα της κυριαρχίας του κράτους - έθνους, όπως είναι η αρμοδιότητα της αστυνόμευσης, έχει αποκτήσει κεντρική σημασία στο σύστημα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και διατρέχει την πρόσφατη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, των ανεξάρτητων αρχών καθώς και των ανώτατων δικαστηρίων των ευρωπαϊκών χωρών στις οποίες εφαρμόζεται το αγγλοσαξονικό δίκαιο. Επιπλέον, έχει αποτελέσει αντι-κείμενο εκτεταμένης επεξεργασίας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένω-σης ως αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου, που περιλαμβάνεται και στη Συνθήκη του Ευρωπαϊκού Συντάγματος[12]. Το ίδιο συμβαίνει και από την πλευρά του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κατ’ εφαρμογή του άρ. 6 παρ. 1, του άρ. 8 παρ. 2, του άρ. 9 παρ. 2 και του άρ. 10 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία όμως βαρύ-νεται με την έλλειψη μίας γενικής ρήτρας που να καθιερώνει συλλήβδην, στις έννομες σχέσεις στις οποίες αφορά η Σύμβαση, την αρχή της αναλογίας.

Για την ελληνική έννομη τάξη, γενέθλιος απόφαση θεωρείται η απόφαση Σ.Ε. 2112/1984, η οποία έκανε ρητή μνεία στην αναλογικότητα, ως περιορι-σμό των περιορισμών των ατομικών θεμελιωδών δικαιωμάτων. Κρίθηκε έτσι ως δογματικό θεμέλιο της αρχής η αρχή του κράτους δικαίου, που και αυτή άλλωστε δεν έμελλε να κατοχυρωθεί ρητά στο οικείο Σύνταγμα παρά το 2001. Στο ίδιο άρθρο με τη δικαιοκρατική αρχή, καθιερώθηκε ρητά και η αναλογία με τη μορφή γενικής ρήτρας. Ειδικότερα, με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε διάταξη, της παρ. 1 εδ. δ΄ του άρ. 25 για τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του  κοινωνικού συνόλου, κατά την οποία «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».

 

5. Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου και ο κρητισμός.

Η αρχή της χρηστής διοικήσεως απορρέει από τη ρητά κατοχυρωμένη στο άρ. 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος αρχή του κράτους δικαίου, η οποία, όπως έχει επισημανθεί, χρησίμευσε και για τη συνταγματική θεμε-λίωση της αρχής της αναλογίας. Αυτή η γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου συνεπάγεται, για παράδειγμα, το καθήκον της λιμενικής αρχής για  ενεργό επιμέλεια του ζητήματος της έγκαιρης εξεύρεσης ναυαγοσωστών από τους υπόχρεους, όπως είναι οι παραθαλάσσιοι Δήμοι, σε κάθε ναυαγο-σωστική περίοδο (καλοκαίρι),  με τρόπο δεοντολογικό και χωρίς την αθέμιτη προσφυγή σε κυρώσεις. Άλλωστε, και σε περίπτωση κατά την οποία δια-τάξεις νόμων επιβάλλουν στη Διοίκηση εντός ευλόγου χρόνου να ενεργήσει ή να απόσχει από ορισμένη ενέργεια, τίθεται θέμα εφαρμογής της αρχής της χρηστής διοικήσεως ως προς τη χρήση της αόριστης έννοιας του εύλογου χρόνου[13].

Η αρχή αυτή αντιστοιχεί μεταξύ άλλων στην τεχνική του διαλόγου του ελεγχομένου με τον ελέγχοντα, αρκετά πριν από την κρίσιμη περίοδο εκπλή-ρωσης των υποχρεώσεων εξεύρεσης ναυαγοσωστών. Μάλιστα, η περίοδος χάριτος, όπως αυτή απονέμεται από τη λιμενική αρχή προς τον υπόχρεο για τις πρώτες ημέρες κάθε ναυαγοσωστικής περιόδου (αρχές Ιουνίου) εκτιμάται ότι  θίγει το τεκμήριο αθωότητας του ελεγχομένου.

Ειδικότερα, για την έκδοση καταδικαστικής αποφάσεως κατά διωκό-μενου ποινικά, τίθεται ως προϋπόθεση η διαμόρφωση δικανικής πεποιθή-σεως για τη συνδρομή των  πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το έγκλημα. Η τυχόν ύπαρξη αμφιβολιών ως προς ένα από τα περιστατικά ωφελεί τον κατηγορούμενο, καθώς ο δικαστής οφείλει να αποφαίνεται υπέρ του κατηγορουμένου σε περίπτωση αμφιβολίας. Πρόκειται για το θεμελιώδη δικονομικό κανόνα «in dubio pro reo», ο οποίος είναι συγκρίσιμος με  την αρχή της ερμηνευτικής του συνταγματικού δικαίου  «in dubio pro libertate». Η τελευταία αρχή σημαίνει ότι ο ερμηνευτής, άρα και ο εφαρμοστής του δικαίου, οφείλει να προσεγγίζει το νόημα των κανόνων με ένα πνεύμα φιλελεύθερο, υπέρ των ατομικών ελευθεριών, και όχι πολιτειοκρατικό σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχει αμφιβολία.

Εξάλλου, προς την προαναφερθείσα αρχή της ποινικής δικονομίας συνδέεται στενά το τεκμήριο αθωότητας, κατά το οποίο ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος μέχρι  ενδεχόμενα να βεβαιωθεί η ενοχή του, πράγμα που γίνεται με τη δικαστική απόφαση. Για το τεκμήριο αυτό, το οποίο διατρέχει ολόκληρη τη δίκη, διαλαμβάνουν διατάξεις γενικότερης ισχύος, όπως εκείνες της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αυτές οι δύο δικονο-μικές αρχές που διέπουν τη διαμόρφωση του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων δύνανται να θεωρηθούν ως συνέπειες αφενός της αρχής της ισότητας και αφετέρου του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου[14].

Με το τεκμήριο αθωότητας συνάπτεται και το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης. Ο κατηγορούμενος όχι απλώς τεκμαίρεται ότι είναι αθώος, αλλά έχει το δικονομικό δικαίωμα να μην απαντήσει όσον αφορά το ζήτημα της ενοχής του, ασκώντας δικαίωμα και όχι εκπληρώνοντας υπο-χρέωση σε απολογία του. Σε κάθε περίπτωση, έχει δικαίωμα να μην δηλώσει προς τις δικαστικές αρχές τίποτα που να επιβαρύνει τη θέση του, επομένως δεν μετατρέπεται σε ακούσιο ομολογητή της τυχόν ενοχής του. Μάλιστα, θεωρείται ότι έχει και δικαίωμα άρνησης της κατηγορίας, ακόμη και σε περίπτωση που στην πραγματικότητα είναι ένοχος. Συνεπώς, του αναγνωρί-ζεται το δικαίωμα ψεύδους, ειδικά ως προς το θεμελιώδες ζήτημα της ενοχής του. Ωστόσο, δεν θα ήταν νόμιμο να κατασκευάσει αποδεικτικά στοιχεία της δήθεν αθωότητάς του, επιχειρώντας να παραπλανήσει το δικαστήριο.

Έστω και οριακά, υπάρχει λοιπόν και το δικονομικό δικαίωμα της ψευδούς άρνησης της κατηγορίας. Αυτή η ιδιορρυθμία της Ποινικής Δικονο-μίας θα μπορούσε να παραβληθεί με το φαινόμενο του κρητισμού. Το αρχαιοελληνικό ρήμα «κρητίζω» είχε τη σημασία του να ομιλεί κάποιος ως Κρητικός, να μιμείται τους Κρήτες, να φέρεται ως Κρητικός, να ψεύδεται, να απατά τον απατεώνα. Ομοίως, ο κρητισμός ερμηνεύεται ως κρητική διαγω-γή, δηλαδή ψευδολογία[15].

Επισημαίνεται ότι το τεκμήριο δεν εφαρμόζεται μόνο στον εγγενή του χώρο, της ποινικής δικονομίας, αλλά και στη διοικητική διαδικασία. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως πριν από κάθε δυσμενή διοικητική ενέργεια ή μέτρο μπορεί να το ασκήσει ένας αθώος πολίτης και όχι ένας κατά τεκμήριο ένοχος δημόσιος υπάλληλος ή υπήκοος.

Επομένως, αποτελεί παραβίαση του θεμελιώδους και για το Διοικητικό Δίκαιο αξιώματος της αθωότητας του πολίτη η αντιστροφή του στο προ-αναφερθέν άρ. 157 παρ. 1γ΄ του Ν.Δ. 187/1973 «Κώδικας Δημόσιου Ναυτι-κού Δικαίου». Κατά αντιστροφή του τεκμηρίου της αθωότητας, το οποίο αναλογικά ισχύει και στις διοικητικές διαδικασίες, ο φερόμενος ως αναμε-μειγμένος χαρακτηρίζεται ως παραβάτης.      

 

6. Υπόθεση εργασίας.

Η παρούσα μελέτη υιοθετεί μία νομική προσέγγιση αξιοποιώντας το ευρύτερο φιλοσοφικό υπόβαθρο του ελληνικού πολιτισμού, με έμφαση στην αρχή της αναλογίας. Αυτό αποτυπώνεται άλλωστε και στην υπόθεση εργασίας η οποία είναι η ακόλουθη: «Εικάζουμε ότι ο συγκρητισμός είναι ένα νομικό μέγεθος δυνάμενο να εκφραστεί σε παραμέτρους».

 

 

 

***

 

 

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ,

ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΜΕΘΟΔΟΙ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ

  

1.1. Το ζήτημα των απαρχών της κρητικής προϊστορίας.

Παραδοσιακά πιστευόταν ότι από τη μεσολιθική εποχή παρουσιάζονται στην Κρήτη άνθρωποι, που ανήκουν σε αυτόχθονα ανθρωπολογικό τύπο της περιοχής του Αιγαίου. Γινόταν δηλαδή δεκτό ότι οι άνθρωποι είχαν συναν-τήσει στο δρόμο τους το νησί πριν από 12.000 χρόνια. Ωστόσο, υποστηρι-ζόταν και μία άλλη θεωρία, κατά την οποία ο παλαιολιθικός Ευρωπαίος είχε μετακινηθεί δια θαλάσσης στην Κρήτη πριν από 130.000 χρόνια αναζη-τώντας τροφή. Η ίδια η κρητική γη «μίλησε», αποκαλύπτοντας ότι ο  πολιτισμός είναι δραματικά αρχαιότερος από ό,τι γινόταν δεκτό κατά την κρατούσα άποψη. Ειδικότερα, πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, όπως τον  Αύγουστο του 2010, έμελλε να αλλάξουν το ρου της προσέγγισης αυτού του πολύ σοβαρού ζητήματος, αναδεικνύοντας την ατέλεια της έρευνας της αρχαιολογίας και της ιστορίας, η οποία αποτελεί γενικότερα μία σταθερά όχι ασήμαντη όσον αφορά τη μελέτη του κρητικού παρελθόντος.

Στον Πλακιά της νότιας Κρήτης και στη Γαύδο είχαν τότε βρεθεί λίθινα εργαλεία, ηλικίας 125.000 ετών. Γύρω στο 11.000 εντοπίζεται οψιανός μεταφερμένος από τη Μήλο στη Γαύδο και επιπρόσθετα στη θέση ΄Αγιος Παύλος της νησίδας αυτής λειτουργεί ένα είδος πρώιμου «εργαστηρίου» παραγωγής εργαλείων.

Επίκειται η πραγματοποίηση ενός σημαντικού πειράματος, από τους «First Mariners» με επικεφαλής το Βρετανό ιστορικό και συγγραφέα κ. Bob Hobman, στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου 2014. Εννέα «θαλασσο-πόροι» ξεκινούν από τα Κύθηρα για την Κρήτη, με μία σχεδία φτιαγμένη από καλάμια, θέλοντας να ρίξουν φως στο μυστήριο πώς ταξίδευαν οι άνθρωποι στη θάλασσα πριν από 130.000 χρόνια. Σκοπός τους είναι να αναπαραστήσουν το πρώτο ταξίδι του ανθρώπου στην περιοχή, μέσω του οποίου, όπως όλα δείχνουν, πρωτοκατοικήθηκε η Κρήτη. Κατασκευάστηκε μία δωδεκάμετρη σχεδία, με πέτρινα εργαλεία παρόμοια με αυτά που εικάζεται ότι χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι κατά την παλαιολιθική εποχή και με υλικά που συνίστανται σε 5.000 καλάμια, 4 κορμούς κυπαρισσιών, δέρμα από κατσίκα και σχοινί. Το πλήρωμα, το οποίο πρόκειται να δίνει ώθηση στη  σχεδία με ξύλινα κουπιά, μετέβη στα Κύθηρα από την άλλη άκρη της Γης, καθώς τα περισσότερα μέλη προέρχονται από τη μακρινή Ινδονησία[16].  

  

1.2. Ο συγκρητισμός προμινωικής γραφής με νεότερες γραφές

στον κρητικό πολιτισμό.

Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν στην Κρήτη μια κοινωνική οργά-νωση της νεολιθικής περιόδου (7.000 - 3.500 π.Χ.),  τουλάχιστον της 4ης χιλιετίας. Η μητριαρχία αρχικά επικρατεί αλλά αντικαθίσταται από την ανδρική εξουσία. Λίγο πρωτύτερα, η δουλεία, αρχικά των αιχμαλώτων πολέ-μου, έχει πάρει τη θέση της στην κοινωνική οργάνωση.

Πρόσφατη έρευνα εστιάζει στην ύπαρξη μίας σχετικά άγνωστης κρητικής ιερογλυφικής γραφής που χρονολογείται τη νεολιθική περίοδο[17]. Σε ανα-σκαφές το 2011 κάτω από το Εκκλησάκι του όρους Βρύσινα, νοτίως του Ρεθύμνου, σε υψόμετρο 858 μέτρων και σε «καταπλακωμένο» μινωικό ιερό, βρέθηκε μία τετράπλευρη σφραγίδα, ηλικίας 4.000 - 4.500 ετών,  από βαθυ-κόκκινο ίασπι με μία εγχάρακτη άγνωστη ιερογλυφική γραφή. Εφόσον ληφθούν υπόψη και ευρήματα σε  άλλες περιοχές της Κρήτης, έχουν εντο-πιστεί συνολικά 314 γνωστά σύμβολα που εμφανίζονται σε αρχαία έγγραφα, σφραγιδόλιθους, ενεπίγραφα δαχτυλίδια, εκατοντάδες χάλκινους διπλούς πελέκεις και πήλινες επιγραφές της Κνωσού, της Πέτρας και των Μαλίων. Τα σύμβολα αυτά δεν παρουσιάζουν κοινά στοιχεία με τη Γραμμική Α΄ ή τη Γραμμική Β΄, τα αλφάβητα των οποίων προέρχονται από τον 18ο αιώνα π.Χ. στη μινωική Κρήτη.

Οι αρχαιολόγοι πιθανολογούν ότι η πανάρχαιη αυτή γραφή αποτελούνταν από γραφικά εικονοσύμβολα των πρώτων αποικιστών του νησιού (σύμφωνα με την προαναφερθείσα πλάνη για το πότε αποικίστηκε το νησί),  πιθανόν από τη Νοτιοδυτική Μέση Ανατολή το 7.000 - 3.500 π.Χ., που μαζί με αυτή έφεραν τις δομές μίας πλήρως ανεπτυγμένης καλλιεργητικής κοινωνίας και την πρωτογλώσσα από την οποία προέκυψαν τα μεταγενέστερα γλωσσικά ιδιώματα του νησιού. Περνώντας στην ύστερη νεολιθική εποχή (χαλκο-λιθική) εποχή (3.500 - 1.900 π.Χ.) η ιερογλυφική γραφή συνέχισε αναλ-λοίωτη την πορεία της, όπως μαρτυρούν ευρήματα στον Άγιο Ονούφριο, στους Πύργους, στους κυκλικούς τύμβους στη Μεσσαρά, στα Δέβλα, στο Μύρτο αλλά και στην Κορυφή. Αποτέλεσμα αυτού είναι να μη μπορεί να συσχετιστεί με καμία άλλη γραφή της εποχής και να κατανοηθεί από τους σύγχρονους αρχαιολόγους. Όπως αντίστοιχα δηλαδή συνέβη με την παρόμοια προδυναστική γραφή των τελευταίων οπαδών της λατρείας του Ρα, προγόνων του Φαραώ στην αρχαία Αίγυπτο, αλλά και με μια συγγενική γραφή από την Ταρταρία της Ρουμανίας, με ευρήματα παλαιότερα της τρίτης χιλιετίας π.Χ.

Τα προμινωικά ιερογλυφικά δεν παρουσιάζουν εμπλοκή συμβόλων με κάποιο άλλο σύστημα γραφής του νησιού σε όλο το χρονικό διάστημα της ιστορικής τους διαδρομής, αν και συνυπήρχαν και χρησιμοποιούνταν παράλ-ληλα. Σύμφωνα με μεθόδους απόλυτης χρονολόγησης, θεωρείται ότι για πρώτη φορά εμφανίστηκαν παράλληλα με τις τοπικές γραφές την εποχή των πρώτων αποικιστών το 7.000 - 3.500 π.Χ.. Επίσημα εμφανίζονται σε πλήθος κρητικών ευρημάτων (σε ομάδες λέξεων από το 3.500 π.Χ., σε ολοκληρω-μένες προτάσεις από το 2.500 έως το 1.500 π.Χ.) και διατηρούνται σε αρχαιοελληνικά ιερά έως τα πρώτα ρωμαϊκά χρόνια (έως το 30 π.Χ.).  Μετά από δεκάδες απόπειρες αποκρυπτογράφησης, μελετητές κατέληξαν να πιστεύουν ότι χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους του νησιού «κυρίως» σε σφραγίδες εμπορικών συναλλαγών ως θεϊκή προστασία στη συμφωνία και σε ιερούς ναούς ή ως τάμα πάνω σε λατρευτικούς πελέκεις και ξίφη.

Συναφώς επισημαίνεται ότι μείζον ζήτημα ανακύπτει και με την καταγω-γή των γραφών διεθνώς, ενώ παραδοσιακά θεωρείται ότι η αρχαιότερη γραφή βρέθηκε σε πήλινες σουμεριακές πινακίδες του Τελ Μπρακ της Βόρειας Μεσοποταμίας, που ανάγονται στο 3.500 - 3.200 π.Χ. Η γραφή εμφανίζεται στην αρχαία Αίγυπτο περίπου το 3.100 π.Χ. και από την αιγυπτιακή γραφή θεωρείται ότι αναπτύχθηκε η Γραμμική Α΄, που δημιουρ-γήθηκε περίπου το 1800 π.Χ. και το φοινικικό αλφάβητο το 1050 π.Χ., στο οποίο μπορούν να εντοπιστούν οι ρίζες όλων σχεδόν των αλφαβήτων που χρησιμοποιήθηκαν από τότε και μετά, όπως στο ελληνικό το 850 π.Χ. Το ζήτημα είναι ανοικτό, καθώς, για παράδειγμα, σε αρχαιολογική ανασκαφή στη Μήλο το 1995 ανακαλύφθηκαν πρωτοκυκλαδικά αγγεία των μέσων της τρίτης χιλιετίας π.Χ. που έφεραν πανομοιότυπα τα γράμματα Ε, Κ, Ν, Μ, Ξ, Ο, Π, Χ. Υπολείμματα αγγείων στο Διμηνιό της Θεσσαλίας, στη Λέρνα της Αργολίδας αλλά και δεκάδες άλλα  ευρήματα που διαρκώς έρχονται στο φως τις τελευταίες δεκαετίες φέρουν ελληνικά γράμματα με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου. 

 

1.3. Το ζήτημα της καταγωγής των Μινωιτών.

Παραδοσιακά εθεωρείτο ότι στα μέσα της τρίτης χιλιετίας π.Χ., η κοινωνία στην Κρήτη, η οποία είναι αξιοπρόσεκτο ότι κάθε άλλο παρά πρωτόγονη μπορεί να χαρακτηριστεί με βάση τα παραπάνω, διαταράσσεται από μία μετανάστευση λαών της Μικράς Ασίας ή της Λιβύης (αρχαιο-ελληνικό όνομα της τότε γνωστής Αφρικής), οπότε αρχίζει η μινωική εποχή. Ο πρώτος προηγμένος πολιτισμός της εποχής του Χαλκού στην Ευρώπη εγκαθιδρύθηκε από τους Μινωίτες πριν από περίπου 5.000 έτη. Ο σερ Άρθουρ Έβανς ονόμασε αυτό το λαό Μινωίτες, βασισμένος στο μυθικό Μίνωα, το βασιλιά της Κνωσού. Πάντως, Μίνως ή Μίνωας δεν είναι το όνομα ενός μόνο βασιλιά, αλλά τίτλος πολλών βασιλιάδων, όπως ο Φαραώ στην Αίγυπτο. Ο Έβανς δέχθηκε ότι οι ιδρυτές του μινωικού πολιτισμού ήταν πρόσφυγες από την περιοχή του Δέλτα της Αιγύπτου, όταν η ‘Ανω  Αίγυπτος κατακτήθηκε από το Νότιο βασιλιά ο οποίος ονομαζόταν Νάρμερ  (ή Μήνης), περίπου το 5.000 π.Χ.   Οι αποδείξεις του Βρετανού αρχαιολόγου συνίσταντο στις ομοιότητες μεταξύ της μινωικής και αιγυπτιακής τέχνης και σε στοιχεία που ο ίδιος θεωρούσε λιβυκά στην καταγωγή, όπως οι κυκλικοί τάφοι των πρώτων κατοίκων της Νότιας Κρήτης, οι οποίοι ήταν παρόμοιοι με τάφους κτισμένους από τους Λίβυους. Βασισμένοι σε μία ποικιλία από αρχαιολογικά ευρήματα, άλλοι αρχαιολόγοι έχουν επιχειρηματολογήσει υπέρ μεταναστεύσεων από τις Κυκλάδες, την Ανατολία, τη Συρία ή την Παλαιστίνη στην Κρήτη ή υπέρ μίας αυτόχθονος ανάπτυξης του μινωικού πολιτισμού από τους αρχικούς κατοίκους της Κρήτης.

Το 2013 δημοσιεύθηκε η μελέτη μίας διεθνούς ομάδας επιστημόνων, μετά από πρόσφατη επιστημονική έρευνα, η οποία αποδεικνύει την ευρω-παϊκή καταγωγή των Μινωιτών[18]. Η εργασία αυτή αναλύει το μιτοχονδριακό γενετικό υλικό (DNA) από οστέινα κατάλοιπα 37 Μινωιτών, ηλικίας 4.400 - 3.700 ετών, από ένα σπήλαιο στο οροπέδιο Λασιθίου, που λειτούργησε ως οστεοφυλάκιο. Πρόκειται για τη σπηλιά του Αγίου Χαραλάμπους, η οποία  σφραγίστηκε για αιώνες και ανακαλύφθηκε τυχαία κατά την κατασκευή μίας οδού το 1976. Εξαιτίας των χαμηλών θερμοκρασιών στο εσωτερικό του σπηλαίου, τα κατάλοιπα είχαν προφυλαχθεί σε άριστη κατάσταση.  Η έρευνα του γενετικού υλικού αποκλείει τη βορειοαφρικανική καταγωγή των Μινω-ιτών και επομένως διαψεύδει τη σχετική υπόθεση του Έβανς. Συνεπώς, συμπεραίνεται ότι είναι πιθανότερο η επιρροή από τη Βόρειο Αφρική στο μινωικό πολιτισμό να είχε συντελεστεί με πολιτιστική ανταλλαγή. Αντίθετα, οι Μινωίτες αποδείχθηκε ότι εμφανίζουν ισχυρότατες συγγένειες με νεολιθι-κούς, αρχαίους και σύγχρονους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς και με τους σύγχρονους κατοίκους του οροπεδίου Λασιθίου, δηλαδή με τους Έλληνες αυτόχθονες της περιοχής της Κρήτης, στην οποία πραγματοποιήθηκε η εμπειρική έρευνα. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, τα ευρήματά της υποστη-ρίζουν την υπόθεση μίας αυτόχθονος καταγωγής του μινωικού πολιτισμού από τους απογόνους των νεολιθικών οικιστών του νησιού. Όπως έχει προταθεί για τους άλλους νεολιθικούς πληθυσμούς, η πιο πιθανή καταγωγή της νεολιθικών οικιστών της Κρήτης ήταν η Ανατολία και η Μέση Ανατολή. Δεδομένου ότι ο χρόνος άφιξης των πρώτων νεολιθικών κατοίκων στην Κρήτη υπολογίζεται σε 9.000 έτη πριν από σήμερα, η εποχή αυτή συμπίπτει με τη μετανάστευση νεολιθικών γεωργών προερχόμενων από την Ανατολία, και είναι πολύ πιθανό ότι ο ίδιος πληθυσμός που εξαπλώθηκε στην Ευρώπη, εξαπλώθηκε επίσης και στην Κρήτη και συνέβαλε στη θεμελίωση του πρώ-ιμου μινωικού πολιτισμού. Έχει επίσης προταθεί ότι εκτός από τις μεθόδους της γεωργίας, οι γεωργοί από την Ανατολία επίσης έφεραν μαζί τους και την ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Η τρέχουσα επικρατούσα υπόθεση είναι ότι η μινωική γλώσσα ήταν άσχετη με την ινδοευρωπαϊκή οικογένεια. Εναλλα-κτικά, η πρωτομινωική γλώσσα ήταν ένας από τους κλάδους που προήλθαν από την πρωτο-ινδοευρωπαϊκή γλώσσα γύρω στα 9.000 έτη πριν από σήμερα.

Εκτιμάμε ότι η έρευνα αυτή είναι εξαιρετικής σπουδαιότητας διότι ανα-φέρεται σε μετρούμενες ποσότητες θετικών επιστημών, όπως η επιστήμη της βιολογίας, επιστρατεύοντας δόκιμες και αναμφισβήτητες τεχνικές ανάλυσης του ανθρώπινου γενετικού υλικού, σε αντίθεση με άλλες ιστορικές θεωρίες. Παρατηρούμε ότι η έρευνα δεν αποσαφηνίζει το ζήτημα που μόλις αναπτύ-χθηκε, δηλαδή της ύπαρξης ανθρώπινου πολιτισμού στο νησί εδώ και 130.000 έτη και όχι μόνο εδώ και 12.000 έτη, στηριζόμενη σε πηγές παρω-χημένες στο θέμα αυτό.  Τέλος, η θεωρία περί ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών αμφισβητείται ως προς την εγκυρότητά της.  Σε κάθε περίπτωση, η έρευνα δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί πολύ επιτυχής, ενισχύοντας τις προγε-νέστερες απόψεις για φυσική ομοιότητα των σύγχρονων Κρητικών με τους Μινωίτες.                 

 

1.4.  Η ιστορία της αμιγούς μινωικής κυριαρχίας στην Κρήτη.  

Στην παλαιοανακτορική μινωική περίοδο, οι γαιοκτήμονες συγκεντρώ-νουν την εξουσία στην περιοχή τους και ανακηρύσσονται βασιλείς. Τότε κτίζονται τα ανάκτορα στην Κνωσό, στη Φαιστό, στα Μάλια και στην Κάτω Ζάκρο. Σημαντικό εύρημα αυτής της περιόδου θεωρείται ο δίσκος της Φαιστού (1700-1600 π.Χ.). Συναφώς επισημαίνεται ότι η πλεύση με πανιά στο Αιγαίο, ανακαλύφθηκε στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ[19].

Σημειώθηκε καταστροφή των περισσότερων ανακτόρων, γύρω στο 17ο αιώνα π..Χ. από μεγάλο σεισμό. Είναι ενδεικτικό του ατελούς επιπέδου της ιστορικής γνώσης ότι το 1979, στο μικρό ιερό της κορυφής του όρους Γιούχτα, αρχαιολόγοι έφεραν στο φως μία ανθρωποθυσία των μινωικών χρόνων. Για πρώτη φορά βρέθηκαν ο θύτης, η ιέρεια και νεκρός πάνω στο βωμό: ένα αγόρι 18 ετών. Οι σεισμικές δονήσεις που κατέστρεφαν εκείνη την εποχή την Κρήτη είχαν οδηγήσει τους κατοίκους της περιοχής σε αυτήν την ύστατη πράξη, για να εξευμενιστούν οι θεοί. Μόλις ολοκληρώθηκε η θυσία, όμως, έγινε ο μεγάλος σεισμός. Το κτίριο κατέρρευσε, θάβοντας στα ερείπιά του το θύμα -με το μαχαίρι με το οποίο θανατώθηκε ακόμα στο λαιμό του-, το θύτη και την ιέρεια που ήταν παρούσα. Μολονότι έγιναν πολλές σχετικές επιστημονικές ανακοινώσεις από τους ανασκαφείς στο εξωτερικό χωρίς να υπάρξει αμφισβήτηση, στην Ελλάδα αυτή η ερμηνευτική προσέγγιση δεν επικράτησε. Αν και οι ανθρωποθυσίες αναφέρονται από τους αρχαίους συγγραφείς, όπως τον Παυσανία, για την εγχώρια επιστημονική κοινότητα το θέμα ήταν ταμπού.

Μετά την αρχική περίοδο, επήλθε η νεοανακτορική, στην οποία ο μινωικός πολιτισμός φθάνει σε μεγάλη ακμή. Νέα ανάκτορα, αλλά και μέγαρα και πόλεις δημιουργούνται, ιδρύονται αποικίες. Κέντρο του πολιτι-σμού αποτελεί η Κνωσός, 10 χιλιόμετρα νότια του Ηρακλείου. Η Κνωσός βασίλευσε στην Κρήτη απόλυτα, χωρίς κίνδυνο εσωτερικών ή εξωτερικών εισβολών, όπως καταμαρτυρεί η παντελής έλλειψη οχυρωματικών έργων γύρω από το ανάκτορο. Τα παλάτια της Ζάκρου, των Μαλίων, της Φαιστού κ.ά. ιδρύθηκαν ως τοπικά διοικητικά κέντρα και χρησιμοποιήθηκαν στον έλεγχο του εμπορίου μεταξύ Κνωσού και Κύπρου, ηπειρωτικής Ελλάδας και με τους υπόλοιπους εμπορικούς εταίρους.

Η τελευταία φάση του κυκλαδικού πολιτισμού συμπίπτει με τη μινωική θαλασσοκρατορία, την οποία διαδέχθηκε η μυκηναϊκή ακμή[20]. Οι αλληλεπι-δράσεις ήταν έντονες και οι πολιτισμός της Θήρας μετά το 2.000 π.Χ. (μεσοκυκλαδική εποχή) παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με εκείνον της μινωικής Κρήτης. Τα κυκλαδονήσια επηρεάστηκαν από το μινωικό τρόπο γραφής, υιοθέτησαν τη μινωική Γραμμική Α γραφή, εισήγαγαν την τέχνη της τοιχογραφίας, επηρεάστηκαν από τη μινωική αρχιτεκτονική - και όλα αυτά διατηρώντας παράλληλα τις δικές τους παραδόσεις.

Διαθαλάσσιες επαφές, ίδρυση εμπορείων και αποικιών, διείσδυση σε οικονομικές σφαίρες επιρροής, πληθυσμιακές μετακινήσεις και τα συναφή συνεπάγονταν ασφαλώς πολυάριθμους κινδύνους, που θα αύξαναν λόγω και της πειρατείας, την οποία σύμφωνα με το Θουκυδίδη, ανέλαβε να καταπολε-μήσει στο Αιγαίο ο στόλος του Μίνωα[21].

Ωστόσο, γύρω στα 1500 π. Χ. αναφέρεται πως φαίνεται ότι το ηφαίστειο της Σαντορίνης καταστρέφει την κεντρική και ανατολική Κρήτη[22]. Νεότερη πάντως επιστημονική θεωρία υποστηρίζει ότι η έκρηξη του ηφαιστείου είναι αρκετά παλαιότερη, περίπου κατά μισό αιώνα. Εφόσον αληθεύει αυτή η εκδοχή, δεν ισχύει η υπόθεση για μία καταστροφή τύπου Πομπηίας. Πιθανο-λογείται λοιπόν ότι οι  συνέπειες από την έκρηξη ήταν βραδυφλεγείς στις αγροτικές καλλιέργειες και στην τροφική αλυσίδα και γενικότερα στην κοινωνικοοικονομική ζωή της Κρήτης. Πάντως, αργά ή γρήγορα ο πολιτι-σμός πισωγυρίζει.

Από την άποψη του δικαίου, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της μινωικής Κρήτης είναι τα άφθονα μητριαρχικά της στοιχεία. Λατρεία των ουράνιων σωμάτων, που έχει σχέση με την περιοδικότητα των εποχών και συνδυάζεται με τον κύκλο της αναπαραγωγής, λατρευτικές δοξασίες της γονιμότητας, σεξουαλικοί συμβολισμοί του σταυρού, των κιόνων, των δένδρων, του διπλού πελέκεως, του ταύρου, των όφεων. Άφθονοι μύθοι με περιεχόμενο τον ιερό γάμο, καταλήγουν στην ανθρωπομορφική παράσταση της Μητέρας Θεάς.

Και πέρα από τη θρησκεία, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία, οι αναπαραστάσεις με τις γυμνόστηθες και χειραφετημένες γυναικείες μορφές, που κινούνται στα θέατρα, στα εργαστήρια, στις ταυρομαχίες, είναι χαρα-κτηριστικές. Ακόμα και πολύ αργότερα, στη δωρική εποχή, διατηρείται η ερωτική ελευθερία των γυναικών, η παράδοση της υπερέχουσας θέσης στο δίκαιο της Γόρτυνας.

Στους πρώτους συνεκτικούς δεσμούς της πρωτόγονης κρητικής κοινό-τητας ανιχνεύουμε το πέρασμα μίας ευτυχισμένης μητριαρχίας. Παρακολου-θούμε έπειτα τη δημιουργία της ανισότητας των ανθρώπων και τη δημιουργία του κράτους[23].

        

1.5. Ο μινωικός - αχαϊκός συγκρητισμός, οι Κουρήτες και ο Δίας.

Γύρω στο 1500 π.Χ. φθάνουν στην Κρήτη οι Αχαιοί και έτσι η μινωική μητριαρχία συγκρούεται με την ελληνική πατριαρχική τάξη. Η μινωική επίδραση που είχαν δεχθεί οι Μυκηναίοι από το 16ο αιώνα π.Χ. τώρα ενισχύεται, και μάλιστα επί κρητικού εδάφους, οδηγώντας σε ένα ισχυρό πολιτιστικό αμάλγαμα και ένα συγκρητισμό, αισθητό και στον τομέα της θρησκείας, με κορυφαία την περίπτωση της λατρευτικής συνένωσης του μυκηναϊκού Δία με το νεαρό θνήσκοντα βλαστικό θεό των Μινωιτών, στο πρόσωπο του Δικταίου Δία, μαρτυρούμενου στις κνωσιακές πυραμίδες Γραμμικής Β (dikatajo diwe)[24].

Οι κοσμογονικοί μύθοι δείχνουν τη θεά Ρέα να γεννά από το θεό Κρόνο το Δία, ενώ από τις μητριαρχικές θεότητες γεννιούνται οι πατριαρχικές. Ειδικότερα, ο Ύψιστος -σύμφωνα με σχετική επιγραφή που έχει ανακα-λυφθεί πρόσφατα για το Δία στο Δίον Πιερίας στο πλαίσιο της διενεργού-μενης συστηματικής αρχαιολογικής ανασκαφής- γεννήθηκε στο Ιδαίον ‘Αντρον, δηλαδή σε σπήλαιο στον Ψηλορείτη της Κρήτης, εξ ου και ονομά-ζεται Κρηταγενής, και από τη βρεφική του ηλικία ανατράφηκε από τους Κουρήτες. Αυτά τα αγαθά μυθικά πλάσματα, αβέβαιης καταγωγής, έδωσαν κατά κάποιον τρόπο το όνομά τους στην Κρήτη, συνεπώς εν μέρει και στη σύνθετη λέξη του συγκρητισμού.

Ειδικότερα, οι Κουρήτες ήταν δαίμονες (δηλαδή Δαΐμονες, ειδήμονες) των οποίων η λατρεία εντοπίζεται κυρίως στη Φρυγία και στην Κρήτη. Η Μεγαλόνησος κατά παράδοση ονομαζόταν και Κουρήτις. Αυτοί οι ακόλου-θοι της θεάς Ρέας, της θυγατέρας του Ουρανού και της Γης και γυναίκας του Κρόνου, αναφέρονται όμως και σε άλλες ελληνικές περιοχές, ταυτιζόμενοι αλλού με τους Τελχίνες, αλλού με τους Ασιάτες ιερείς της Κυβέλης Κορύ-βαντες και αλλού με τους Καβείρους, ακόμα και με τους Ιδαίους Δακτύλους. Στη Φρυγία φέρονται ως ακόλουθοι της Κυβέλης - Ήρας στην οργιαστική της λατρεία. Αντίθετα, στην Κρήτη μνημονεύονται ως «άγρυπνοι φύλακες» του Δία, οι οποίοι κάλυπταν με τις ένοπλες ορχήσεις τους και το θόρυβο των όπλων τους και των κρουστών οργάνων τους, τους κλαυθμούς του για να μην τον ακούσει ο Κρόνος. Γενικότερα πιστευόταν ότι ήταν ακόλουθοι του Δία, όπως οι Σάτυροι του Διονύσου. Ο αριθμός των Κουρητών έφθανε τους δέκα και τα ονόματά τους έλαβαν πολλές πόλεις της Κρήτης. Σε αυτούς αποδίδεται κατά τις τοπικές παραδόσεις η εφεύρεση του πολεμικού χορού της «πυρρίχης», ενώ στην Εύβοια θεωρούνταν οι εφευρέτες των κυνηγε-τικών όπλων και τιθασευτές. Επειδή πίστευαν πως ο Δίας, όπως άλλωστε και η φύση, πέθαινε και ξαναζούσε, οι Κουρήτες συνόδευαν με θρήνους την τελετή του θανάτου του, ενώ αντίθετα γιόρταζαν την αναγέννησή του με όργανα, με μουσική και με πολεμικούς χορούς. Αναφέρεται ακόμη πως είχαν το χάρισμα της μαντείας. Γενικά πιστευόταν ότι αυτοί έθεσαν τις βάσεις του πολιτισμού της κοινής συμβίωσης των ανθρώπων, προστατεύοντας τις πόλεις και τους πολίτες με ομόνοια και ευνομία, διευκολύνοντας την ιδιω-τική ζωή με τη διδασκαλία της χρήσης της φωτιάς, της κατεργασίας μετάλλων, της χρήσης του τόξου καθώς και της υπόδειξης θρεπτικών ειδών, όπως το μέλι, και άλλων τροφίμων[25]. Ο όρος «κουρήτης» χρησιμοποιήθηκε και εκτός του μινωικού πλαισίου, όπως προκύπτει από τη διοικητική διαίρεση της μυκηναϊκής Πύλου σε δύο επαρχίες, τελούσες υπό κουρήτη[26].

Υποστηρίζεται εξάλλου ότι η λέξη Κουρήτας (Ενικός του τύπου «Κουρή-τες») έχει μεγάλη ομοιότητα με τη γνωστή λέξη Κούρος, που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει νεαρός άνδρας, κατά αντιστοιχία με την Κόρη, που σήμαινε νεαρή γυναίκα, και ότι η παράδοση ονομάζει τους Κουρήτες «γιους της Γης». Προφανώς, με βάση τα παραπάνω οι Κουρήτες αποτελούν τον αρχετυπικό συγκρητισμό μίας κοινότητας ένοπλων υπερασπιστών της Κρήτης, που συνέβαλε μεταξύ άλλων και στο θρησκευτικό συγκρητισμό με άξονα τη φιγούρα του Δία.

Η Κρήτη λοιπόν είναι το λίκνο μίας συγκρητιστικής φιγούρας, τόσο στο τότε σωρευτικά (Δικταίος Δίας + νεαρός θνήσκων βλαστικός θεός των Μινωιτών) όσο και στο σήμερα, έστω και σε όρους χρονικής διαδοχής (Δίας ο Ύψιστος +  Ύψιστος Θεός της χριστιανικής Αγίας Τριάδας), εξ ου και ένας ιδιότυπος λανθάνων μονοθεϊσμός της αρχαιοελληνικής θρησκείας!

______________________________________________________________

 

ΣΧΗΜΑ 1.

ΚΟΥΡΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣ

Κρήτη = Κουρήτις (Πατρίδα του κοινού των νέων ανδρών, συνεκδοχικά της κοινότητας των αντρειωμένων πατριωτών). Οι Κουρήτες είναι ταγοί του Πολιτισμού και του Πατέρα των θεών, που έχει ως Πατρίδα του την Κρήτη: του Δία του Κρηταγενούς (του Δία του Υψίστου)

Θρησκευτικός Συγκρητισμός: Δύο περιπτώσεις σχετικές με το Δία.

Περίπτωση 1. Ο Δίας = γόνος συγκρητισμού σύγχρονων μεταξύ τους στοιχείων  (= συγκερασμού ή σύγχυσης): 1. Δικταίος Δίας (για τους Αχαι-ούς) + 2. Νεαρός θνήσκων βλαστικός θεός (για τους Μινωίτες).

Περίπτωση 2. Ο Δίας = γόνος συγκρητισμού χρονικά διαδοχικών στοι-χείων ως προς τη στερεότυπη  προσηγορία του «Ύψιστος». 1. Ο Δίας ο Ύψιστος (αρχαιοελληνική θρησκεία). 2. Ο Θεός ο Ύψιστος (σύγχρονη χριστιανική θρησκεία).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Οι Κουρήτες προσωποποιούν το συγκρητισμό με τις δύο έννοιες:

1. Πατριωτική Συμμαχία και 2. Πολιτιστικός Συγκερασμός.

1. Αποτελούν μία κοινότητα πατριωτών για την υπεράσπιση της πατρίδας (Πατριωτική Συμμαχία).

2. Διασφαλίζουν την επιβίωση του νέου θεού, του Δία, που έμελλε να αποτελέσει μία διαχρονική φιγούρα θρησκευτικού συγκρητισμού στην κοινωνία της Κρήτης και γενικότερα στην ελληνική κοινωνία  (Πολιτιστικός Συγκερασμός).

______________________________________________________________

 

Οι Έλληνες καταλαμβάνουν την Κνωσό εδραιώνοντας την κυριαρχία τους και ο ισχυρός σεισμός του 1380 π.Χ. εξαφανίζει, μαζί με το ανάκτορο της Κνωσού, τα τελευταία δείγματα μινωικού πολιτισμού, όπως δηλαδή εκείνος του δέκατου έβδομου αιώνα συμπαρέσυρε την πρώτη περίοδο του.

Από την εποχή αυτή αρχίζει ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνά-μεων, που θα φέρει την απομόνωση των πόλεων και θα δημιουργήσει τα διάφορα δίκαια, ένα για κάθε πόλη. Το σύστημα εξουσίας μοιάζει με φεου-δαρχική μοναρχία. Η οικονομική ζωή βασίζεται στη γεωργία και στην κτηνοτροφία. Οι γαιοκτήμονες νοικιάζουν τα χωράφια στους αγρότες, ενώ αυτοί βρίσκονται γύρω από τα ανάκτορα, στην ακρόπολη. Δεν υπάρχει νόμι-σμα και το εμπόριο βρίσκεται σε κάμψη. Κατά το 1200 π.Χ. οι πηγές ανα-φέρουν ότι η Κρήτη διέθετε ισχυρό στόλο, ο οποίος λίμναζε και επιδιδόταν σε πειρατικές επιδρομές στην ανατολική Μεσόγειο. Πειρατικές και ληστρι-κές επιδρομές τροφοδοτούν την οικονομία με λάφυρα και δούλους. Παράλ-ληλα, η Κρήτη συμμετέχει στον Τρωικό Πόλεμο, με αρχηγό το βασιλιά Ιδομενέα, γιο του Δευκαλίωνα και εγγονό του βασιλιά και μεγάλου νομοθέτη Μίνωα.

Από την αρχή του 12ου αιώνα π.Χ. παρατηρείται σταδιακή μετακίνηση των εγκαταστάσεων παλαιών οικισμών από χαμηλές πεδινές εκτάσεις σε ψηλά και πολλές φορές απόκρημνα υψώματα, κατά προτίμηση στην ενδο-χώρα. Επίσης σταδιακά ιδρύονται και νέοι οικισμοί. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι αιτίες τέτοιων σημαντικών μεταβολών αποτέλεσαν η πολιτική αστάθεια, η πειρατεία και οι επιδρομές, που είχαν τότε αυξηθεί, η έλευση νέου φυλετι-κού στοιχείου από την ηπειρωτική Ελλάδα, ή και κάποια σοβαρή κλιματική αλλαγή, με έντονη αύξηση της θερμοκρασίας. Η αρχαία παράδοση έχει διατηρήσει, πάντως, τον απόηχο της ίδρυσης νέων οικισμών από τους Αχαιούς, όπως σε περιοχές της δυτικής Κρήτης[27].

Η παρουσία, όμως, των Μυκηναίων στο νησί δεν υπήρξε ποτέ καταλυ-τική ούτε η επικυριαρχία τους έγινε δυναμική, αφού οι Κρήτες δεν αφομοιώ-θηκαν, αλλά κράτησαν τις δικές τους παραδόσεις, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη[28]. 

   

1.6. Ο μύθος του Μινώταυρου και η ονοματοδοσία του Αιγαίου.

Σημαντικό στοιχείο γενικά για την ιστορία της Κρήτης θεωρείται ο μύθος του Μινώταυρου. Πριν ο Μίνωας γίνει βασιλιάς, ζήτησε από τον Ποσειδώνα ένα σημάδι που να αποδεικνύει ότι αυτός, και όχι ο αδελφός του, έπρεπε να ανέβει στο θρόνο. Ο θεός έστειλε έναν όμορφο λευκό ταύρο για θυσία. Ο Μίνωας ωστόσο επέλεξε να θυσιάσει έναν άλλο ταύρο, ελπίζοντας ότι ο θεός δεν θα το πρόσεχε. Ο Ποσειδώνας όμως, όχι απλώς κατάλαβε την απάτη, αλλά έκανε τη γυναίκα του Μίνωα, την Πασιφάη, να ερωτευθεί τον ταύρο. Η γυναίκα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος της και ζήτησε βοήθεια από το μηχανικό Δαίδαλο. Αυτός κατασκεύασε ένα κενό ομοίωμα αγελάδας, η Πασιφάη μπήκε μέσα σε αυτό και ο ταύρος ξεγελάστηκε και ζευγάρωσε μαζί της. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Μινώταυρος, ον με σώμα ανθρώπου και κεφάλι και ουρά ταύρου. Ο Μίνωας, μετά από χρησμό από το μαντείο των Δελφών, ζήτησε από το Δαίδαλο να κατασκευάσει μία φυλακή για να κλειστεί ο Μινώταυρος, και αυτός κατασκεύασε το Λαβύρινθο. Όταν ο γιος του Μίνωα Ανδρόγεως έλαβε μέρος σε αγώνες, τα Παναθήναια, και απέ-σπασε κάποιες νίκες, για τις οποίες οι Αθηναίοι τον ζήλεψαν και το φόνευσαν. Σε αντίποινα, έγινε πόλεμος των Κρητών με τους Αθηναίους, οι οποίοι ηττήθηκαν. Οι Αθηναίοι υποχρεώθηκαν κάθε εννέα χρόνια εφτά νέοι Αθηναίοι και εφτά νέες Αθηναίες να στέλνονται στην Κρήτη ως βορά του Μινώταυρου.

Ο Θησέας, γιος του βασιλιά της Αθήνας Αιγέα, αποφάσισε να συμ-μετάσχει και αυτός στην ομάδα των νέων της θυσίας, με σκοπό να βρεθεί κοντά στο Μινώταυρο και να το σκοτώσει. Φθάνοντας στην Κρήτη, γνώρισε την κόρη του Μίνωα Αριάδνη, η οποία τον ερωτεύθηκε. Θέλοντας να τον βοηθήσει, του έδωσε ένα κουβάρι κλωστής, το μίτο της Αριάδνης, και το συμβούλεψε να δέσει την άκρη του στην είσοδο του λαβύρινθου και να το ξετυλίγει, έτσι ώστε να μπορέσει να βρει την έξοδο, αφού φονεύσει το τέρας. Εκείνος κατάφερε με το σπαθί του να σκοτώσει τον αντίπαλό του και μετερχόμενος το μίτο να βγει από το Λαβύρινθο και να επιστρέψει στην Αθήνα.

Όσον αφορά το ζήτημα της ερμηνείας αυτού του δημοφιλούς μύθου, έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες. Κατά μία από αυτές, η θανάτωση του Μινώταυρου συμβολίζει την κατάργηση του βάρβαρου εθίμου της ανθρωπο-θυσίας από το περισσότερο προοδευμένο ελληνικό πολιτισμό. Φυσικά, μία προσέγγιση σαν και αυτή επαληθεύει με εμφατικό τρόπο την προανα-φερθείσα ανακάλυψη της ανθρωποθυσίας για τον εξευμενισμό της φύσης, το δέκατο έβδομο αιώνα. Ακόμα, υπάρχει η άποψη ότι ο μύθος συμβολίζει την απελευθέρωση των Ελλήνων από την κυριαρχία της μινωικής Κρήτης.

Ωστόσο, εκτιμάται ότι πάνω από όλα, ο μύθος υποδηλώνει την αξία της ανθρώπινης λογικής, άρα την ίδια αρχή της αναλογίας (αναλογικότητας), έναντι του τερατώδους και ζωώδους χαρακτήρα του είναι, με τις ανεξέ-λεγκτες ορμές και τα πρωτόγονα, καταστροφικά πάθη. Η ίδια η σχέση αγάπης της Αριάδνης με τον ήρωα, το Θησέα, αποτελεί μία μύηση στην οδό της ζωής (επιβίωσης), με μέσον τον αρχετυπικό μίτο της Αριάδνης…

Μάλιστα, από πλευράς μύθων, ο πιο γνωστός για την ονομασία του Αιγαίου είναι αποτυπωμένος στις σχολικές μας μνήμες[29]. Ο Αιγέας, ο βασιλιάς των Αθηνών, είναι ο ονοματοδότης. Κατά μια εκδοχή σκοτώθηκε πέφτοντας από την Ακρόπολη, κατά άλλη, και πιο γνωστή, πνίγηκε πέφτοντας από το ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο στη θάλασσα, η οποία προς τιμήν του ονομάστηκε Αιγαίον Πέλαγος. Η αιτία; Είδε από μακριά το καράβι του Θησέα να επιστρέφει από την Κρήτη με μαύρα πανιά. Αυτό ήταν σημάδι ότι ο γιος του είχε σκοτωθεί από το Μινώταυρο. Τι ειρωνεία! Ο Θησέας είχε βγει νικητής από το λαβύρινθο, όμως ξέχασε να σηκώσει τα λευκά πανιά – σύμβολο της νίκης του. Πάντως, η επικρατέστερη ετυμο-λογική θεωρία θέλει η ονομασία Αιγαίο να προέρχεται από τη ρίζα του ομηρικού ρήματος «αίσσω», που σημαίνει κινούμαι με ορμή, πηδώ. Η λέξη «αιξ» (αίγα, δηλαδή κατσίκα) είναι παράγωγό του. Ευρηματικοί και με φαντασία οι αρχαίοι ‘Ελληνες, παρομοίαζαν τα αφρισμένα και αγριεμένα κύματα του Αρχιπελάγους με τα ζώα αυτά, που έχουν την τάση να αναρ-ριχώνται στους βράχους πηδώντας.         

   

1.7. Η γένεση των νομοφυλάκων της αρχικής περιόδου.

Ο προαναφερθείς μεγάλος νομοθέτης Μίνωας θεωρείται ότι ήταν, όπως ο Ραδάμανθυς και ο Σαρπηδόνας, γιος του Δία και της Ευρώπης και ότι έζησε τρεις γενιές πριν τον Τρωικό Πόλεμο. Ο Δίας είχε απαγάγει την όμορφη Ευρώπη, που μάζευε άνθη με τις φίλες της σε έναν αγρό στην ακρογιαλιά της Τύρου ή της Σιδώνας, μεταμορφώθηκε σε ταύρο και την απήγαγε από τη Φοινίκη στην Κρήτη, όπου έφθασαν στη Γόρτυνα. Εκεί, αφού φανέρωσε στην Ευρώπη ποιος ήταν, την έκανε μητέρα των τριών παιδιών που προανα-φέρθηκαν.

Ο Πλάτωνας στο διάλογό του «Μίνως» ή «Περί του Νόμου» αναφέρει ότι ο Ραδάμανθυς ήταν καλός διότι είχε εκπαιδευθεί από το Μίνωα. Η εκπαίδευσή του δεν αφορούσε όμως σε ολόκληρη τη βασιλική τέχνη αλλά στην υπηρεσία, προς τη βασιλική τέχνη, να επιστατεί στα δικαστήρια, και εξαιτίας αυτού λέγεται ότι ήταν καλός δικαστής. Για αυτό ο Μίνωας τον όρισε ως νομοφύλακα στην πολιτεία, ενώ τον Τάλω στο υπόλοιπο της Κρήτης. Συνεπώς, ο Τάλως επισκεπτόταν τρεις φορές το χρόνο τις πόλεις, φυλάσσοντας τους νόμους με την καταγραφή τους σε χάλκινους πίνακες, από όπου ονομάστηκε «χαλκούς». Αυτή η μοναδική και λιτή πληροφορία αρκεί για την εξαγωγή του συμπεράσματος ότι οι νομοφύλακες ήταν βασι-λικά όργανα, τα οποία εκπλήρωναν τη λειτουργία αρχειοθέτη των νόμων, φορτίο συνδεδεμένο με το δικαιοδοτικό. Αυτό το οποίο σώζεται στους κρητικούς μύθους είναι ότι οι Κρητικοί φρόντιζαν πολύ την τήρηση των νόμων και ότι είχε μάλιστα δημιουργήσει έναν επιβλέποντα, τον Τάλω. Συνεπώς, ο θεσμός τον οποίο ενσάρκωνε φαίνεται να αποτέλεσε το προηγού-μενο της Ευνομίας, δηλαδή του συμβουλίου του οποίου το αφηρημένο όνομα σημαίνει καλός νόμος, αποτελούμενου από τους «κόσμους», άρχοντες εγκατεστημένους μετά τους βασιλιάδες, σε ορισμένες αρχαίες κρητικές πόλεις, ως οργάνου ανάλογου με τους νομοφύλακες. Ειδικότερα, στην ανα-τολική Κρήτη αυτό το σώμα φρόντιζε για τη δημιουργία ναών, αγαλμάτων και βωμών. Κατ’ επέκταση, ο όρος δήλωνε το κτίριο των συνεδριάσεών του[30].

    Σε κάθε περίπτωση, η Κρήτη σύμφωνα με τις μυθικές διηγήσεις - αλλά και κατά ιστορική παραδοχή (Θουκυδίδης, Αριστοτέλης, Πλάτωνας), υπήρξε σε αρχαϊκές εποχές (2000 - 1450 π.Χ.) η γενέθλια γη των μεγάλων νομο-θετών. Οι νόμοι των Κρητών θεωρούνταν από όλους τους Έλληνες ως έξοχοι και η διάταξη της νομοθεσίας τους, όπως μας πληροφορεί ο Πλά-τωνας, ακολουθούσε τη φιλοσοφική θεώρηση περί της ιεραρχικής αξιολο-γήσεως των αγαθών της ζωής, με πρόταξη των θεϊκών βιοτικών αγαθών[31]. Ο Μίνωας, ο Ραδάμανθυς και ο Τάλως προσωποποιούν ένα δικαιικό σύστημα με μητριαρχικά στοιχεία, θεοκρατική οργάνωση και κατευθυνόμενη οικονο-μία[32].  

 

1.8. Η δωρική Κρήτη.

Το 10ο αιώνα π.Χ. στην Κρήτη καταφθάνουν οι Δωριείς και εγκαθίσταν-ται στις σημαντικότερες πόλεις του νησιού (Κνωσό, Φαιστό, Γόρτυνα κ. ά.). Οι αυτόχθονες, γνωστοί και ως Ετεοκρήτες, καταφεύγουν στις δυσπρόσιτες περιοχές της κεντρικής και ανατολικής Κρήτης. Με την επικράτηση των Δωριέων στην Κρήτη, θα κυριαρχήσει στην πολιτική ζωή του νησιού η ολιγαρχία και η κοινωνία θα αρχίσει να εμφανίζει σαφείς ομοιότητες με τη φυλετικά συγγενή κοινωνία της Σπάρτης. Με τη μεταβολή των οικονομικο-πολιτικών σχέσεων, οι ευγενείς παίρνουν την εξουσία από το βασιλιά και, στη συνέχεια, διαμορφώνεται το δίκαιο των κρητικών πόλεων, που αποτελεί πρότυπο για τους νομοθέτες των άλλων ελληνικών πόλεων[33]. Κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. παρουσιάζεται άνθιση στην πολιτιστική και καλλιτεχνική δημι-ουργία του νησιού, η οποία όμως θα διαταραχθεί από τις εχθρικές επιδρομές που ακολουθούν.

Μερικοί ερευνητές θεωρούν ότι το ελληνικό αλφάβητο εφευρέθηκε στην Κρήτη –χρησιμοποιώντας κάποιο φοινικικό πρότυπο– ως αποτέλεσμα της συμβίωσης Ελλήνων και Φοινίκων εμπόρων στο νησί. Ένα από τα σπουδαιό-τερα δείγματα ελληνικής γραφής, αλλά και το πρωιμότερο παράδειγμα του είδους του, αποτελούν οι λίθινες στήλες της Δρήρου (650 π.Χ.), στις οποίες αναγράφονται οι νόμοι της πόλης. Η Κρήτη υπήρξε γνωστή στην αρχαιότητα για τους νόμους της και η ανέγερση λίθινων στηλών με τους νόμους της πόλης αποτελεί ένα κατεξοχήν κρητικό φαινόμενο[34].

Ένας θεσμός έμεινε πάντα τυπικός για τη δωρική Κρήτη, τα συσσίτια. Εκεί καθρεφτίζεται το πνεύμα της ενότητας, της κοινότητας και της ισότητας των πολιτών. Στο κοινό τραπέζι, στα «ανδρεία», το λιτό γεύμα ακολουθείται από μιαν ωδή, όπως τα τραγούδια της τάβλας, αλλά και από συζήτηση για τα κοινά. Για τις δαπάνες των συσσιτίων κάθε πολίτης διαθέτει το 1/10 ή το 1/3 από τα εισοδήματά του. Από το ποσό αυτό φαίνεται να συντηρούνται ακόμη οι γυναίκες, τα παιδιά και οι οικιακοί δούλοι. Προφανώς, η πρακτική της συνεστίασης ενέχει υποτυπωδώς το φαινόμενο του συγκρητισμού.

Σε όλη τη διάρκεια της κλασικής περιόδου και ενώ στην ηπειρωτική Ελλάδα οι πόλεις εμπλέκονται σε αλλεπάλληλους πολέμους και προστριβές, οι πόλεις της Κρήτης θα παραμείνουν αμέτοχες, ακόμα και στις δυο μεγάλες συρράξεις της εποχής, τους Περσικούς Πολέμους και τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Η εποχή από το 1100 ως το 301 π.Χ. αποτελεί την περίοδο του κλασικού κρητικού δικαίου.  

     

1.9. Ο Κώδικας της Γόρτυνας.

Το δίκαιο της Γόρτυνας έχει χαρακτηριστεί ως αξιομνημόνευτο «outsider» για τις ελληνικές έννομες τάξεις, από την άποψη των πηγών. Είναι παραδεκτό για το μεγάλο νόμο της Γόρτυνας, των μέσων του 5ου αι. π. Χ., που αποκλήθηκε ελληνική Δωδεκάδελτος, και για άλλους νόμους, προ-γενέστερους ή μεταγενέστερους του μεγάλου νόμου. Ο  νόμος αυτός είναι η πληρέστατη σωζόμενη ελληνική κωδικοποίηση των κλασικών χρόνων και διασώθηκε ως επιγραφή[35].

Αυτό που εντυπωσιάζει αλλά και προβληματίζει είναι ότι, ενώ η Κρήτη των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων έχει να παρουσιάσει πενιχρό υλικό πολιτισμό, είναι η μόνη περιοχή στην αρχαία Ελλάδα όπου σώζονται τόσες επιγραφές με νομοθετικό περιεχόμενο. Σχεδόν όλες οι γνωστές αρχαϊκές και κλασικές πόλεις της Κρήτης έχουν να επιδείξουν από λίγα έως πολλά κατάλοιπα επιγραφών με νόμους, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα αρχαιολογικά ευρήματα. Είναι η Κρήτη του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ. μια οικονομικά στάσιμη και υποβαθμισμένη περιοχή ή απλώς είναι διαφορετική; Ο νομοθετικός κώδικας της Γόρτυνας, αποτυπωμένος στους λίθινους τοίχους του μεγαλύ-τερου ίσως κτιρίου που κτίστηκε στη Γόρτυνα τον 5ο αιώνα π.Χ. (που όμως δεν διασώζεται) αποτελεί μνημείο εφάμιλλο των μεγάλων μαρμάρινων ναών της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας στην κλασική περίοδο[36].

Ο νομικός πολιτισμός της Ευρώπης, που με το ρωμαϊκό δίκαιο συγκροτεί (μαζί με την ελληνική φιλοσοφία και το χριστιανισμό) την ουσία του ευρωπαϊκού πνεύματος, έχει τις ρίζες του στην Κρήτη και στη Γόρτυνα.

Οι ελεύθεροι, οι κατακτητές Δωριείς, ιππείς και γεωργοί και οι δούλοι, μνωίτες, αφαμιώτες ή κλαριώτες, συγκροτούν την κοινωνική εικόνα του θεσμού της πόλης, ο οποίος κάνει την ιστορική του εμφάνιση. Ένα ολιγαρ-χικό πολίτευμα με τους κόσμους, ανώτατη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, τους γέροντες, δηλαδή τη Βουλή με διοικητικά και δικαστικά καθή-κοντα, και την εκκλησία, το λαό με περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα, συγκροτεί το δικαιικό πλαίσιο της εποχής. Φροντίδα της αγωγής των νέων, μέριμνα της οικογένειας και σεβασμός των γυναικών, ρύθμιση των συσσι-τίων, είναι οι ουσιαστικοί θεσμοί του αρχαίου κρητικού δικαίου. Ο οίκος, η οικογένεια, είναι η στοιχειώδης κοινωνική μονάδα. Η Δωδεκάδελτος Μεγά-λη Επιγραφή, η οποία αποτύπωσε με απαράμιλλο τρόπο το αστικό κυρίως δίκαιο της εποχής της, ρυθμίζει τις σχέσεις και τις διαφορές από τη συγκρό-τηση του οίκου (γάμος, συζυγικές σχέσεις, προίκα), τη διατήρησή του (πατρική εξουσία, υιοθεσία, πατρούχος), την ανάπτυξή του (συναλλαγές), τη συνέχισή του (κληρονομία) και την προστασία του (αδικήματα, ποινές, δικονομία). Μέσα σ’ ένα δεδομένο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό περίγυρο, το δίκαιο της Γόρτυνας υπηρετεί τις αξίες της πόλης. Αναδεικνύει μία δικαιοσύνη που στοχεύει στην αρετή, στην αρμονία και στην τελειότητα, μέσα από τις συγκρούσεις που καταγράφονται στη νομοθεσία. Η ελευθερία του πολίτη στηρίζεται στην ανελευθερία του δούλου. Για να προστατευθεί η πατρική οικογένεια, διαλύεται η οικογένεια της πατρούχου. Η ηθική που τιμά τα γνήσια παιδιά επιτρέπει την παλλακεία και την έκθεση των βρεφών. Η δικαιοσύνη η ίδια γίνεται δυσβάσταχτη αδικία με τις οικονομικές ποινές όταν πέφτουν σε διαφορετικούς ώμους. Για τα μέτρα όμως, τις αξίες και τις συνθήκες της εποχής, αυτό το δίκαιο αντιπροσωπεύει την καλύτερη ρύθμιση των βιοτικών σχέσεων της κοινωνίας της Γόρτυνας. Κοινωνική ειρήνη, συνέχιση της οικογενειακής ζωής, απόλαυση των αγαθών του υλικού και πνευματικού βίου. Το δίκαιο εναρ-μονίζει έναν αναπτυγμένο πολιτισμό, συμβιβάζει τις αντιθέσεις του και καθρεπτίζει τα ιδανικά του[37].

Ιδιαίτερη φροντίδα καταβάλλεται στη δωρική Κρήτη για την αγωγή των νέων. Η είσοδος των νέων στη ζωή της πόλης γίνεται με έναν πανηγυρικό τρόπο, την απαγωγή, που είναι βέβαια εικονική και οδηγεί σε μια εκούσια συμβίωση για δύο μήνες ανάμεσα στον «κλεινό» και στον «φιλήτορα», έξω από την πόλη. Η προσωπική αυτή σχέση ανταποκρίνεται στην ανάγκη μύησης των νέων στην καινούργια ζωή, έχει μια κοινωνική και παιδαγωγική αποστολή και συντελεί στην ανάπτυξη αισθημάτων αλληλεγγύης και αδελ-φότητας[38]. Συνεπώς, αυτός ο νομικός θεσμός αποτελεί παράδειγμα ιδιότυπου συγκρητισμού. 

 

1.10. Ελληνιστική περίοδος.

Κατά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου υπήρξε έντονο φιλο-μακεδονικό πνεύμα στην Κρήτη. Ύστερα από τη μάχη στην Ιψώ, οπότε σταθεροποιούνται τα ελληνιστικά βασίλεια, αρχίζει μια νέα εποχή στο δίκαιο της Κρήτης, το οποίο φθάνει μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση, το 67 π.Χ.

Η Κρήτη αποτελούσε για την Αίγυπτο μία από τις κυριότερες πηγές στρατολόγησης μισθοφόρων, πολλοί από τους οποίους εγκαταστάθηκαν εκεί και κατέλαβαν ανώτατα αξιώματα στο βασίλειο των Πτολεμαίων. Η υιοθέ-τηση ταφικής αρχιτεκτονικής εμπνευσμένης από την Αίγυπτο, όπως αυτή διαφαίνεται στους λαξευτούς τάφους των Χανίων και της Πολυρρήνιας στη Δυτική Κρήτη, αντικατοπτρίζει τις στενές σχέσεις Κρήτης και Αιγύπτου. Ειδικότερα, το φαινόμενο των υπόγειων ταφικών μνημείων αποτελεί πολιτι-στικό δάνειο από την Αίγυπτο. Ο ενταφιασμός των νεκρών σε loculi (ταφι-κούς θαλάμους) αποτελεί αιγυπτιακή συνήθεια και συναντάται στα νεκρο-ταφεία του Fayum, του Sciatbi κ.ά. Στο νεκροταφείο της Hadra, στην περιο-χή της Αλεξάνδρειας, βρέθηκε μεγάλος αριθμός περίτεχνα διακοσμημένων υδριών, οι οποίες προέρχονταν από την Κρήτη και χρησιμοποιούνταν ως τεφροδόχες των Κρητών μισθοφόρων αξιωματούχων που απεβίωναν στην Αίγυπτο[39].

Η μεγάλη αλλαγή που επήλθε είναι η μετατροπή του μακραίωνου ολιγαρ-χικού πολιτεύματος σε δημοκρατία. Το αρχικό αριστοκρατικό πολίτευμα οδήγησε σε σφετερισμό της εξουσίας από ολιγάριθμες ομάδες. Τα σπέρματα της πολιτικής και οικονομικής ανισότητας δημιούργησαν μία τυραννική διακυβέρνηση, με τη στέρηση των δικαιωμάτων της εκκλησίας του δήμου. Η αντίδραση σε αυτήν την κατάσταση, ύστερα από βίαιες εκρήξεις και παλιν-δρομήσεις, έφερε μία νέα δημοκρατική τάξη. Ενώ οι κρητικές πόλεις διατηρούν την εξωτερική μορφή του πολιτεύματος, με τις υπάρχουσες αρχές, ο δήμος είναι πια ο κυρίαρχος και οι άρχοντες απλά όργανα, αιρετά από αυτόν. Εξάλλου, με την πολιτική μεταβολή ένα μέρος από τις κατώτερες τάξεις χειραφετείται και αποκτά το δικαίωμα του «νεοδαμώδους».

Η εξέλιξη από την ισότητα στον ατομικό πλουτισμό, η επαύξηση της γαιοκτησίας, η άνοδος των εμπόρων και ναυτικών στην αρχή, έφερε τελικά αντιμέτωπες τις κρητικές πόλεις. Η πολιτική διαίρεση της Κρήτης οξύνθηκε από τη θέληση επιβολής των ισχυρών πόλεων, αντίθετα προς τις φιλελεύ-θερες παραδόσεις. Στην εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου δέκα πόλεις αντιμάχονται μεταξύ τους και επικρατούν η Κνωσός, η Γόρτυνα και η Κυδω-νία. Η Λύκτος καταστρέφεται στα 220 π.Χ. Ο συνασπισμός των ανατολικών πόλεων της Κρήτης συμμαχεί με την Αιτωλική Συμπολιτεία ενώ των δυτι-κών με τους Μακεδόνες και την Αχαϊκή Συμπολιτεία.

Η Κρήτη εισέρχεται έτσι στο στρόβιλο της πολιτικής των διακρατικών σχέσεων. Δημιουργούνται πρόσκαιρες συμμαχίες των κρητικών πόλεων με άλλες ελληνικές και αναπτύσσεται το διεθνές δίκαιο. Με συνθήκες φιλίας και συμμαχίας ιδρύονται ομοσπονδίες βασισμένες στην ισοπολιτεία, με κοινό δικαστήριο, από αντιπροσώπους των πόλεων για την επίλυση των διαφορών μεταξύ αυτών των κρατικών οντοτήτων. Μπορεί να προάγεται με αυτόν τον τρόπο η συμμαχία μεταξύ ελληνικών πόλεων αλλά πρόκειται για μία τάση αντίθετη προς το φαινόμενο του συγκρητισμού, με την έννοια του αγωνιστικού συνεταιρισμού των Κρητικών έναντι αλλότριων επιδρομέων.

Το τέλος στη μακραίωνη ανεξαρτησία της Κρήτης, όχι απαραίτητα και στην ανάπτυξή της, έφερε ο Ρωμαίος στρατηγός Μέτελλος που κατέκτησε το νησί το 67 π.Χ., ξεκινώντας από τα δυτικά. ‘Ηδη το 74 π.Χ. η Κυδωνία είχε αντισταθεί γενναία και επιτυχώς στην πολιορκία του Μάρκου Αντωνίου, αλλά η πόλη υπέκυψε το 69 π.Χ. στο Μέτελλο. Η πειρατική δράση των Κρητών στη Μεσόγειο και η συμμαχία τους με το μεγάλο εχθρό της Ρώμης, το βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, υπήρξαν μόνο οι αφορμές για τη Ρώμη, η οποία επενέβαινε στα εσωτερικά των κρητικών πόλεων από το 2ο αιώνα π.Χ[40]. Ενδεικτική της παράδοσης της πειρατείας είναι η περίπτωση της Φαλάσαρνας στη δυτική Κρήτη, του κλειστού τεχνητού λιμένα με ισο-δομικούς πύργους συνδεδεμένους με τείχη, που κατά την ελληνιστική περίοδο χρησίμευε ως πειρατικό ορμητήριο[41].

Είναι αξιοσημείωτο ότι με την εμφάνιση των Ρωμαίων στα τέλη του δεύτερου αιώνα π.Χ., η Κρήτη συναισθάνεται πόσο η κοινή αντιμετώπιση του κινδύνου είναι αναγκαία για τη σωτηρία. Κάποια μορφή πολιτικής ενό-τητας, με ένα κοινό δικαστήριο, παρουσιάζεται κάτω από τη διαιτησία της Κνωσού και της Γόρτυνας. Έτσι, μετά την περίοδο των εμφύλιων πολέμων έρχεται ο κατά την αρχική χρήση του όρου «συγκρητισμός»[42], όπως έχει ήδη αυτός αναφερθεί στην αρχή της παρούσας μελέτης.

 

1.11. Συγκρητισμός και μέτρο.

Στην αρχαιότητα, μόνο στην Κρήτη, κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, δοκιμάζεται με επιτυχία ένας νέος θεσμός, ο συγκρητισμός, ως συνισταμένη του Κρητικού Δικαίου. Είναι ενδεικτική η έκφραση «Συγκρητίσαι τα των Κρητών φρονήσαι»[43].

Ο Σωκράτης ειρωνευόταν τους Κρητικούς για έλλειψη φιλοσοφικού πνεύματος[44]. Αλλ’ όταν ήρθε η στιγμή να προτιμήσει την αθηναϊκή -ιωνική ελευθεριότητα, που του επέτρεπε να αποφύγει την εκτέλεση, από την κρητική- δωρική νομιμότητα, που του επίτασσε να υπακούσει στη μητρίδα, δεν δίστασε ούτε στιγμή να πιει το κώνειο. Αυτή η στιγμή είναι η καταξίωση των πάτριων θεσμών, της κρητικής και της λακωνικής ευνομίας, του Κρητι-κού Δικαίου. Το αττικό δίκαιο είχε διαμορφωθεί στο πλαίσιο βέβαια της φυλετικής ταυτότητας των Ιώνων, αλλά είχε υποστεί και επιδράσεις από το κρητικό - δωρικό πνεύμα. Το σολώνειο πολίτευμα σχετίζεται με το μεγάλο σοφό και νομοθέτη της αρχαιότητας, τον Κρητικό Επιμενίδη, που απάλλαξε την Αθήνα από το κυλώνειο άγος. Ο Επιμενίδης προσδιόρισε την έννοια της ελευθερίας και του μέτρου, που αρμόζει σε ελεύθερους συνειδητοποιημέ-νους ανθρώπους, σ’ αυτούς που μοιράζουν τα καθήκοντά τους ανάμεσα στο γένος και στην πόλη. Ακόμη και στην περίοδο της ακμής της αθηναϊκής ηγεμονίας, μεγάλης αντίπαλης της δωρικής Σπάρτης, το φιλολακωνικό «κόμμα» όσων απεχθάνονταν τις ακρότητες της δημαγωγίας και την ταπεινή χρησιμοθηρία, μπορούσε να εκφράζεται και να γοητεύει. Όμως, το λακωνικό δίκαιο προερχόταν κατευθείαν από την Κρήτη, από όπου ο Λυκούργος «τους νόμους εκ Κρήτης φασίν μετενεγκείν εις Λακεδαίμονα»[45]. Ειδικότερα, περί μαθητείας του Λυκούργου στην Κρήτη ο Αριστοτέλης γράφει ότι το πολί-τευμα της Κρήτης πλησιάζει πολύ προς αυτό των Λακεδαιμονίων. Διότι και φανερό είναι και θρυλείται ότι το λακωνικό πολίτευμα ως προς τα πλείστα έχει μιμηθεί το κρητικό… Ιστορείται ότι ο Λυκούργος, όταν άφησε την επιτροπεία του βασιλιά Χαριλάου, αποδήμησε και τον περισσότερο χρόνο (της αποδημίας του) διέτριψε στην Κρήτη, ένεκα συγγενείας. Διότι οι κάτοι-κοι της Λύκτου (της προαναφερθείσας κρητικής πόλεως) ήταν Λάκωνες άποικοι, και όταν εγκαταστάθηκαν εκεί υιοθέτησαν τη νομοθεσία που ίσχυε στους ντόπιους. Απόδειξη αυτού είναι ότι και σήμερα ακόμη οι Λύκτιοι διατηρούν το νομοθετικό τους καθεστώς και πιστεύουν ότι ο Μίνωας υπήρξε ο πρώτος νομοθέτης τους[46].

Πάντως, πιστευόταν ότι ο Λυκούργος πήρε τους νόμους του από το Δελφικό μαντείο, ή τουλάχιστο πήρε την έγκριση του μαντείου πριν από την εφαρμογή τους. Ο Πλούταρχος λέει ότι επειδή επρόκειτο για διακηρύξεις του θεού, για αυτό ονομάζονταν ρήτραι[47].

 Ήταν οι νόμοι του Λυκούργου που υπερτερούσαν «μητρός τε και πατρός τε και των άλλων προγόνων απάντων». Δεν πρόκειται για ένα θετικό δίκαιο που μεταβάλλεται ανάλογα με τις διαθέσεις του δήμου, αλλά για τις αιώνιες αρχές. Ο Σωκράτης απέφυγε  σε όλη του τη ζωή και προπάντων στο θάνατό του, τις ελευθερίες του αθηναϊκού πολιτεύματος. Προτιμούσε το Μίνωα από το Σόλωνα, τη Βουλή από την Εκκλησία, την Αγορά από το Θέατρο. Έθετε ερωτήματα φιλοσοφικά παρά οικονομικά, συναναστρεφόταν συντηρητικούς παρά δημοκρατικούς, εκτιμούσε το νόμο παρά την οικονομία. Αποστόμωσε τους σοφιστές με σκληρό τρόπο, όπως οι Κρητικοί απαγόρευαν εντελώς τη σοφιστική. Αντιτάχθηκε στους δημαγωγούς κατά τη δίωξη των στρατηγών μετά τη ναυμαχία στις Αργινούσες, όπως οι Κρητικοί Κόσμοι συγκρατούσαν την εκκλησία του δήμου, μη επιτρέποντας παρά μόνο «συνεπιψηφίσαι τα δόξαντα τοις γέρουσι και τοις κόσμοις»[48]. Και γελοιοποίησε τους ενόρκους στην απολογία του, αντιπαραθέτοντας στην κρίση των «φασκόντων δικα-στών» το Μίνωα και το Ραδάμανθυ, δηλαδή τους Κρητικούς κριτές στον Άδη, σαν να μιλούσε σ’ ένα δικαστήριο της Γόρτυνας παρά στην αθηναϊκή Ηλιαία[49].  Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι ούτε η «άγαν ελευθερία»[50] ούτε η «βία του νόμου»[51]  συνιστούν το δίκαιο. Υπάρχει το μέτρο, η χρυσή τομή, ο συγκερασμός ελευθερίας και νόμου[52]. Κατά τον Αριστοτέλη, «πολλά μέσοι-σιν άριστα»[53]. Εξάλλου, «μετριότης της τέρψιος – βίου συμμετρίη»[54]. Στην Κρητική Πολιτεία άλλωστε «μετρίως κατεσκεύασται τα των νόμων»[55]. Αυτός ο συγκερασμός που επιτυγχάνει το Κρητικό Δίκαιο γενικότερα και εκπηγάζει από τα δωρικά πολιτεύματα της αρχαιότητας (σαν το λακωνικό), που υπερβαίνουν την αμετροέπεια των ιωνικών πόλεων, καθιστά «μέγιστον ταις πόλεσιν αγαθόν την ελευθερίαν»[56]. Αυτό το αγαθό αγωνίστηκαν να δια-φυλάξουν οι Κρητικοί και στους επόμενους αιώνες της κρητικής ιστορίας. Στην περίοδο της ξενοκρατίας ως αγωνιώδη επιβίωση και στην περίοδο της ανεξαρτησίας ως στοχαστική αναβίωση του Κρητικού Δικαίου, «την εξ αιώνος παραδεδομένην ελευθερίαν διαφυλάττειν»[57].

Έτσι και ο συγκρητισμός τίθεται στο πλαίσιο του επιστημονικού δια-λόγου και η συγκρητιστική θεωρία του δικαίου από τη φύση της, μολονότι φιλοδοξεί να είναι ακριβής νομική επιστημονική θεωρία, είναι θεωρία δια-λεκτική και όχι δογματική, συστηματική αλλά όχι ολοκληρωτική, μεθοδική χωρίς να είναι αποκλειστική. Περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιικών φαινο-μένων (νομοθεσία, διοίκηση και δικαιοσύνη), επεκτείνεται σε κάθε επιμέ-ρους δίκαιο (εθνικό και διεθνές, δημόσιο και ιδιωτικό, ουσιαστικό και δικο-νομικό) και αναγνωρίζει κάθε προγενέστερη προσπάθεια (ιστορία και φιλο-σοφία του δικαίου, νομικές θεωρίες, συναφείς επιστήμες και πρακτικές)[58].

 

1.12. Η ρωμαϊκή κυριαρχία

και οι ελληνικές καταβολές του ρωμαϊκού δικαίου.

Η Κρήτη έγινε ρωμαϊκή επαρχία διοικούμενη από ανθύπατο ή ταμία ο οποίος είχε ως έδρα την Κνωσό. Αργότερα συνενώνεται με την Κυρρήνη και στα χρόνια του Κωνσταντίνου με την Ιλλυρία. Η ξενική κατάκτηση περι-ορίζει το εγχώριο δίκαιο στη ρύθμιση μόνο των ιδιωτικών διαφορών. Ωστόσο, υπάρχουν διάφορες ενδείξεις ότι διατηρήθηκαν και παλιές δημόσιες αρχές. Με τέτοιες πολιτικές υποχωρήσεις, άλλωστε, κατόρθωναν οι Ρωμαίοι να κρατούν τη συνοχή της αυτοκρατορίας τους.

Σε αντίθεση με τις εμφύλιες συρράξεις των προηγούμενων αιώνων, η ρωμαιοκρατία υπήρξε μια μοναδική περίοδος ειρήνης και ησυχίας. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι Κρήτες δεν προέβησαν σε καμία επαναστατική ενέργεια για την απαλλαγή τους από τη ρωμαϊκή κατοχή[59].

Η νομοθεσία η οποία ίσχυε στη ρωμαϊκή επικράτεια βασίζεται στη δυο-λεία, στην ατομική ιδιοκτησία, στην κληρονομική διαδοχή και στη συναλ-λακτική ελευθερία. Στη διαμόρφωσή του, το περίφημο ρωμαϊκό δίκαιο επηρεάζεται και από το ελληνικό, είτε με την παραδοχή αυτούσιων ελλη-νικών θεσμών, όπως των νόμων της Γόρτυνας, είτε με την εισχώρηση των ελληνικών φιλοσοφικών ιδεών[60].  Στην πραγματικότητα, το ρωμαϊκό δίκαιο είναι κυρίως εμπνευσμένο από το αρχαιοελληνικό δίκαιο. Ενδεικτικά επι-σημαίνεται ότι η νομοθεσία του Λυκούργου, η οποία κατά τους υπολογι-σμούς του ίδιου του Κικέρωνα, προηγήθηκε κατά 330 περίπου χρόνια της πρώτης γραπτής νομοθεσίας των Ρωμαίων, επηρέασε πολύ ευρύτερα και βαθύτερα τη ρωμαϊκή νομοθεσία από όσο ομολογείται από τους συγγραφείς της[61].

Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ομολογεί ότι «Το Δίκαιό μας πηγάζει από τους θεσμούς και τους νόμους δύο πόλεων, των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων»[62]. Και εφόσον, σύμφωνα με αυτά που έχουν αναφερθεί, η σπαρτιάτικη νομοθεσία, του Λυκούργου, είναι κρητικής προελεύσεως, είναι προφανής η πρωτοπορία και η σπουδαιότητα του κρητικού δικαίου για το ρωμαϊκό δίκαιο. Σε κάθε περίπτωση, η ρωμαϊκή ιστορία της Κρήτης χαρακτηρίζεται από το φαινόμενο ενός κρητορωμαϊκού συγκρητισμού[63].

Ακόμη και το ναυτικό δίκαιο είναι ελληνικό, καθώς ο των Ροδίων Νόμος Ναυτικός, ο οποίος κωδικοποίησε περί το 479 π.Χ. το ναυτικό εθιμικό δίκαιο των θαλασσοκρατόρων τότε Ελλήνων, απέβη μέχρι και το 13ο αιώνα μ.Χ. (τότε ανεφάνη ο Κώδικας της Βαρκελώνης, ο Consolato del Mar) ο μονα-δικός ναυτικός κώδικας του κόσμου, χωρίς να παύσει και έκτοτε να επιβιώνει, αναφερόμενος ως ισχύων ακόμη και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, όπως δέχεται το Ανώτατο Δικαστήριο της Μ. Βρετανίας. Η Ρώμη εφάρμοσε απαρεγκλίτως τις διατάξεις του και η μόνη της συνεισφορά σε αυτό υπήρξε ο θεσμός, που ρύθμιζε το Recemptum Nautarum, δηλαδή την ευθύνη του ναυτικού μεταφορέα κατά τρόπο αυστηρότερο. Η Lex Rhodia, όπως απο-καλούσαν το Ναυτικό Νόμο των Ροδίων οι Ρωμαίοι, καταχωρισμένη στο βιβλίο LIII (53) των «Βασιλικών» επί Λέοντος του ‘Εκτου του Σοφού (886-912) ίσχυσε αυτούσια σε όλη τη διάρκεια της ζωής της Βυζαντινής Αυτο-κρατορίας μέχρι το 1204 και αποτέλεσε τη βάση του Ναπολεόντειου Γαλλικού Ναυτικού Κώδικα[64].


 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ

ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ

 

2.1. Το ξέσπασμα της επανάστασης του Θερίσου.

Το Μάρτιο του 1905 σε ένα δυσπρόσιτο χωριό, μόλις λίγα χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα της Κρητικής Πολιτείας, η οποία εδώ και λίγα χρόνια ήταν τυπικά μόνον αυτόνομη στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ουσιαστικά ελεύθερη, στο Θέρισο, η Αντιπολίτευση προς τον Ύπατο Αρμοστή των Μεγάλων Δυνάμεων (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Ρωσία) με στρατεύματα στο νησί, η οποία βαθμηδόν είχε αρχίσει να προσδι-ορίζεται με το όνομα του ηγέτη της Ελευθερίου Βενιζέλου, διάλεξε το δρόμο της ένοπλης και ευρύτερης αντιπαράθεσης με το συνταγματικό καθεστώς[65]. Η θεσμική εκτροπή, που από την αρχή έτεινε να συσπειρώσει και μέχρι προηγουμένως πολιτικούς αντιπάλους του Βενιζέλου, γνώρισε την υποστή-ριξη μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, καθώς και την ανοχή οπαδών των άλλων πολιτικών κομμάτων,  στο χώρο που κυρίως εκδηλώθηκαν τα επανα-στατικά γεγονότα, δηλαδή στους Νομούς Χανίων και Ρεθύμνης.

Η αποδοχή αυτού του ένοπλου κινήματος οφειλόταν σε διάφορους λόγους, όπως η έλλειψη προώθησης της εθνικής υπόθεσης της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα από τον Ηγεμόνα, δηλαδή τον πρίγκιπα της Ελλάδας Γεώργιο, και η σχεδόν απολυταρχική και δη ως ένα βαθμό αντισυνταγματική διακυβέρνηση. Στα αίτια ενυπάρχουν και κοινωνικοοικονομικοί λόγοι, όπως αυτοί που έγκεινται στην άνοδο της φιλελεύθερης αστικής τάξης η οποία εκπροσωπούνταν ανεπαρκώς στη Βουλή και διεκδικούσε τους μοχλούς της εξουσίας έναντι της άρχουσας τάξης.

Έτσι, αντί η Ηνωμένη Αντιπολίτευση με επικεφαλής το Βενιζέλο να λάβει μέρος στις εκλογές της 20ης Μαρτίου 1905 και να συντείνει στην κίνηση της αναθεώρησης του συντηρητικού Συντάγματος του 1899, για το περιεχόμενο του οποίου είχε σημαντικό μερίδιο ευθύνης και ο ίδιος ο Βενι-ζέλος, προτίμησε να επαναστατήσει λίγες μέρες πριν. Κήρυξε την Ένωση της Κρήτης με το ελληνικό Βασίλειο και απείχε  από τις εκλογές, τη δι-εξαγωγή των οποίων αποπειράθηκε να παρεμποδίσει.

Η μονομερούς συνθέσεως Βουλή που προήλθε από τις εκλογές υιοθέτησε τον ενωτικό στόχο με το Ψήφισμα της Ενώσεως. Αντί όμως ο Ύπατος Αρμο-στής να προωθήσει στην πραγματικότητα αυτό το αίτημα, ευνόησε την επέμ-βαση των Μεγάλων Δυνάμεων κατά του θερισιανού κινήματος. Μετά από τις πρώτες 50 ημέρες, που ήταν σχεδόν αναίμακτες, άρχισαν οι εχθροπραξίες μεταξύ των καθεστωτικών και των ανταρτών. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους πέρασε με την εφαρμογή του στρατιωτικού νόμου και την εκτεταμένη στρατιωτική αντιπαράθεση, η οποία πήρε και διαστάσεις εμφυλίου πολέμου με την εμπλοκή της Κρητικής Χωροφυλακής. Το ολοκαύτωμα στο χωριό Ατσιπόπουλο ήταν καθοριστικό για την ευαισθητοποίηση της ευρύτερης κοινής γνώμης, ενώ ο αντεπαναστατικός μηχανισμός των Κρητικών δημο-φρουρών φυσικά δεν αποτελούσε παράδειγμα συγκρητισμού και δεν έμελλε να έχει την αναμενόμενη επιτυχία.

 

2.2. Τα γραμματόσημα της επανάστασης του Θερίσου.

Η επανάσταση του Θερίσου ήταν ένα γεγονός πολυδάπανο, το οποίο στηρίχθηκε κυρίως στα οικονομικά ενός Έλληνα της μητροπολιτικής Ελλά-δας, του συναρχηγού Κωνσταντίνου Μάνου. Επιπλέον, η Επαναστατική Συνέλευση κυκλοφόρησε πατριωτικό δάνειο σε μορφή Γραμματίου και ο Βενιζέλος αποφάσισε να εκδοθούν και να κυκλοφορήσουν γραμματόσημα, προορισμένα να πωληθούν περισσότερο για διαφημιστικούς και εισπρα-κτικούς σκοπούς και λιγότερο για τις πραγματικές ανάγκες αλληλογραφίας.

Τα πρώτα «πούλια», όπως παλαιότερα αποκαλούνταν τα γραμματόσημα στο κρητικό ιδίωμα, ήταν χειροποίητα, χωρίς οδόντωση και ως παράσταση έφεραν το καλλιτέχνημα της Νίκης του Παιωνίου. Αρχικά είχε προταθεί στο Βενιζέλο να εκδοθούν γραμματόσημα με παράσταση το χάρτη της Κρήτης. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε τελικά διότι θα προκαλούσε υπόνοιες ότι σκοπός του αγώνα ήταν η αυτονομία της Κρήτης, όχι δηλαδή η ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος, και θα περιέπλεκε ακόμη περισσότερο το όλο ζήτημα. Έτσι, τα γραμματόσημα αυτά, αν και εκδόθηκαν, δεν κυκλοφό-ρησαν ποτέ.

Στη συνέχεια κυκλοφόρησε και δεύτερη προσωρινή σειρά, που θεματικό της περιεχόμενο είχε την «Κρήτη Δούλη» (απεικονιζόμενη και αναγρα-φόμενη με κεφαλαία γράμματα). Ο τελευταίος αυτός τύπος, ο οποίος δια-σώζεται μέχρι και σήμερα σε ιδιωτικές συλλογές, κυκλοφόρησε με οδόντω-ση και χωρίς οδόντωση, με εισπρακτικούς και πάλι σκοπούς. Η σειρά αυτή λανσαρίστηκε στις 5 Οκτωβρίου 1905 αλλά, επειδή η επανάσταση κράτησε λίγο ακόμα, το μεγαλύτερο μέρος των κομματιών της δεν χρησιμοποιήθηκε. Είχαν τυπωθεί στο τυπογραφείο Γκούτμαν Στάγγελ, στην Αθήνα[66].   

 

2.3. Η συμβιβαστική λήξη της επανάστασης του Θερίσου.

Ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1905 απ’ ευθείας μεταξύ του Βενιζέλου και των εκπροσώπων των Δυνάμεων (όχι με τον Ηγεμόνα) σφράγισε σε μεγάλο βαθμό τις μετέπειτα εξελίξεις στο διεθνές προτεκτοράτο. Όμως, η κορύφωση του κρητικού δράματος θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, ιδίως αν είχε υιοθετηθεί παρόμοιο μεσολαβητικό σχέδιο από το Γενικό Πρόξενο της Μεγάλης Βρετανίας ήδη από τα μέσα Ιουνίου. Η Ελλάδα δεν επέδειξε την απαραίτητη σύνεση σε μία υπόθεση που την αφορούσε άμεσα, αλλά παρέμενε άκριτα δεσμευμένη στο πλευρό του γιου του Μονάρχη της, δηλαδή του Ύπατου Αρμοστή. Ο κύριος πολέμιος των επαναστατών στο νησί, η Ρωσία, κατά τραγική ειρωνεία, αντιμετώπιζε μία συγκρίσιμη επαναστατική κρίση στο εσωτερικό της, η οποία έμελλε να επικυρωθεί από οριστικό τερματισμό του τσαρικού πολιτεύματος, με την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Η επανάσταση του Θερίσου θεωρείται ως το γεγονός – μήτρα της νέας Ελλάδας, στον απόηχο του οποίου πέρασαν στην Ιστορία το Γουδί και το Κιλελέρ και σε απώτερη αναγωγή η Θεσσαλονίκη με το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας.

 

2.4. Τα στοιχεία της έννοιας του πατριωτικού συγκρητισμού.

Τα βασικά χαρακτηριστικά του συγκρητιστικού φαινομένου στο πεδίο της πατριωτικής πολιτικής και της άμυνας είναι τα ακόλουθα[67]:

1. Συνένωση αντιμαχόμενων παρατάξεων Κρητικών.

Απαιτείται η ύπαρξη μίας προσπάθειας συντονισμένης δράσης των Κρητικών έναντι ενός κοινού κινδύνου. Χωρίς κατά ανάγκη να καταργηθούν στη συλλογική συνείδηση οι ιδιαιτερότητες των κοινωνικών ομάδων, η συγκυρία των πραγμάτων μπορεί να οδηγήσει ανθρώπους που δεν ομονο-ούσαν σε ένα κοινό σχέδιο, να αποφασίσουν να συνεργαστούν για ένα σημαντικό σκοπό. Πρόκειται, επομένως, για μία συνένωση ετερόκλητων ή και αντιμαχόμενων μεταξύ τους παρατάξεων, οι οποίες μπορεί να προσδι-ορίζονται στη βάση κοινωνικών (π.χ. οικογενειακών, γεωγραφικών) και πολιτικών (π.χ. ταξικών, εξουσιαστικών) διαφορών.

2. Υπεράσπιση της κοινής πατρίδας από αλλότριες δυνάμεις.

Η «Μεσόγειος της Μεσογείου» γνώρισε μακρόχρονη κατοχή από διά-φορους λαούς, όπως Άραβες, Ενετούς και Οθωμανούς. Ακόμη και κατά τον εικοστό αιώνα υπήρξαν εποχές με ξένη κατοχική δύναμη, όπως αυτή της Αυτονομίας, καθώς επίσης και της γερμανικής κατοχής, προ του κινδύνου της οποίας η πολυαίμακτη Μάχη της Κρήτης πέρασε στην παγκόσμια Ιστορία. Σε αυτό λοιπόν το νησί με τη στρατηγική σημασία η απόκτηση και η υπεράσπιση της Ελευθερίας είχε βαρύ τίμημα. Το τίμημα αυτό αποτέλεσε ένα συλλογικό φόρο των Κρητικών οι οποίοι συνασπίζονται και πολλές φορές με ονομαστή αυταπάρνηση επιδίδονται στην άμυνα της πατρίδας τους. Οι θυσίες της αντίστασης συμβολίζονται πολλές φορές με γνωστά τοπωνύ-μια, όπως το Αρκάδι.

Η υπεράσπιση είναι πολλές φορές τόσο συνυφασμένη με υψηλές έννοιες, όπως ο ηρωισμός και η αυτοθυσία, που προκαλεί δέος στους ξένους η πιθανή έγερση διεκδικήσεων εκ μέρους τους στο νησί. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη σφοδρή σύγκρουση της Μάχης της Κρήτης ερμηνεύεται από τους Γερμανούς, ως επίτευγμά τους, η τελική τους επικράτηση. Ακόμη και η ρωσική προέλαση κατά το 1905, η οποία μάλιστα υποβοηθούνταν από Κρητικούς, δεν μπόρεσε να ευδοκιμήσει.

3. Διαμόρφωση ενός ενωτικού δόγματος με τη συνθετική μέθοδο.

Η συνθετική προσέγγιση συνιστά μία υπερβατική ενδοσκόπηση της φυσιογνωμίας της κοινωνίας της Κρήτης έτσι ώστε να αναδειχθούν τα στοιχεία εκείνα, που ενώνουν και εμπνέουν το λαό στην πατριωτική του αποστολή. Άρα, ο συγκρητισμός δεν είναι απλώς σύγκριση, αλλά σύνθεση στοιχείων, τα οποία συνδυάζονται μεταξύ τους με λειτουργικό τρόπο χωρίς να αναιρούνται.

Στο σημείο αυτό αξίζει να συσχετιστεί αυτή η προσέγγιση με την ιδιά-ζουσα φύση της κρητικής γης. Στο σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών, η Μεγαλόνησος είναι φυσικό να γίνεται ο μόνιμος δέκτης διαφορετικών επιρροών. Ωστόσο, η ίδια η γεωγραφική της ιδιοσυστασία της επιτρέπει να τις επεξεργαστεί. Το γεγονός δηλαδή ότι δεν γειτνιάζει με αλλότρια στεριά, αλλά περιβάλλεται από την ανοιχτή θάλασσα, της παρέχει τη δυνατότητα να επέμβει κριτικά στο υλικό που παραλαμβάνει, δημιουργώντας η ίδια το δικό της στίγμα. Μέχρι και σήμερα είναι προφανής η πολιτιστική ιδιαιτερότητα αυτής της περιφέρειας του ελληνικού κράτους, για να μη γίνει λόγος για τη διατήρηση της γενετικής ταυτότητας των Μινωιτών επί χιλιετίες σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν.

4. Διαμόρφωση μίας στρατηγικής προσαρμοσμένης στη γεωπολιτική κατά-σταση.

Η διαμόρφωση αυτής της πατριωτικής πορείας προσαρμόζεται κατά τρόπο αναπόφευκτο στο γεωπολιτικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η Κρή-τη. Καλλιεργείται μία ενεργητική στρατηγική στο διεθνές περιβάλλον με την ανάπτυξη δεσμών φιλίας και συνεργασίας με άλλους παίκτες της διεθνούς σκακιέρας, με γνώμονα το συμφέρον της πατρίδας.

5. Αξιοποίηση κάθε πρόσφορου στρατιωτικού μέσου.

Οι πολεμικές αρετές των Κρητικών δεν συνίστανται μόνο στην ευψυχία τους αλλά σε μεγάλο βαθμό στην επιχειρησιακή τους ευφυΐα. Αυτό αποδει-κνύεται από το γεγονός ότι επιδίδονται στην εξεύρεση ενός κατάλληλου στρατιωτικού μέσου για να αμυνθούν ή και να πλήξουν τον αντίπαλο. Αυτή η σοφία που τους διακρίνει συγκεκριμενοποιείται σε διάφορες τεχνικές αγώνα, όπως η  διεξαγωγή ανταρτοπόλεμου κόντρα σε έναν τακτικό στρατό, δηλαδή ανορθόδοξου πολέμου. Καλοί γνώστες του εδάφους τους, οι κάτοι-κοι είναι σε θέση να αναπτύξουν την αμυντική τους στρατηγική ακόμη και με μικρό αριθμό ανδρών και πρόχειρη οργάνωση. Πράγματι, η φαινομενικά ειρηνική διαβίωση των ανδρών ιδίως της υπαίθρου μπορεί να μετουσιωθεί σε μία ραγδαία συγκροτημένη δύναμη κρούσης ετοιμοπόλεμων ανταρτών.

Το ερασιτεχνικό αυτό στρατιωτικό σώμα είναι εύλογο να καθοδηγηθεί από τους επιτελείς του με μεθόδους ανορθόδοξης αντιμετώπισης του αντιπάλου. Ο ανταρτοπόλεμος, με αιφνιδιαστική εκδήλωση επιθέσεων σε ένα προεπιλεγμένο σημείο που λόγω της ιδιομορφίας του καθιστά ευάλωτο τον ούτως ή άλλο απροειδοποίητο στρατό, είναι μία προσφιλής μέθοδος δράσης για έναν εν δυνάμει στρατιωτικό λαό όπως αυτός της Μεγαλονήσου.       

 

2.5. Επαλήθευση του συγκρητισμού στην επανάσταση του Θερίσου.

Όλες οι παραπάνω επισημάνσεις επαληθεύονται στην περίπτωση της επανάστασης του Θερίσου. Ξεκινώντας από την τελευταία μόλις αναφορά, αυτήν της ιδιοκτησίας όπλων, η πολιτική του νεοπαγούς καθεστώτος της Αυτονομίας, να διατάξει και να πραγματοποιήσει γενικό αφοπλισμό όλων των κατοίκων, αποτέλεσε ένα κακό προηγούμενο για παρόμοια πολιτική στη μετέπειτα πολιτειακή ομαλότητα.

Μερίδα των Κρητικών οδηγήθηκε στην επαναστατική επιλογή της «ανθο-πλίσεως» εναντίον των κατά το Σύνταγμα ένοπλων μηχανισμών, σχεδόν στην πρώτη αντικαθεστωτική επανάσταση στον σε ευρεία έννοια ελληνικό χώρο, μετά την κοινωνική επανάσταση του 1834, στην Κυπαρισσία, και κυρίως μετά την εξέγερση, που οδήγησε στην έξωση του πρώτου βασιλιά του νεοελληνικού κράτους, του Όθωνα, το 1862.

Πράγματι, όπως η ελληνική οκτωβριανή επανάσταση οδήγησε στην έκ-πτωση του πρώτου εστεμμένου της Ελλάδας, έτσι και η θερισιανή πρωτο-βουλία οδήγησε στην αντικατάσταση του Ηγεμόνα Γεωργίου, γιου του αντι-καταστάτη του Όθωνα.

Εξάλλου, ο συγκρητισμός είναι έκδηλος, αν ληφθεί υπόψη ότι το κίνημα του Θερίσου ήταν δημιούργημα της Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως, μίας ολόκληρης πολιτικής παρατάξεως, στην οποία προσχώρησαν αργότερα και άλλες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, απογοητευμένες από τη φατρια-στική απολυταρχία και την παρατεταμένη δυστοκία στην επίτευξη του στόχου της Ένωσης. Πολιτικοί λοιπόν που βρίσκονταν σε πολιτική αντι-παράθεση ή σε παροπλισμό, όπως ο Φούμης μέχρι λίγο καιρό πριν, καθώς και ο Σφακιανάκης, οδηγήθηκαν στην υποστήριξη της πρωτοβουλίας του Βενιζέλου για ένοπλο μαζικό αγώνα. Προοπτικά, ο συγκρητισμός αυτός επικυρώθηκε με τη  συνεργασία στις εκλογές για τη Συνέλευση, το 1906, της βενιζελικής αντιπολίτευσης με το Τρίτο Κόμμα, με επικεφαλής τον σημαί-νοντα πολιτικό ηγέτη Πωλογεώργη.

Όσον αφορά το στόχο αυτής της κοινής προσπάθειας ενός μεγάλου τμή-ματος του πληθυσμού, που βαθμιαία διευρυνόταν μετά την εκδήλωση της εξέγερσης, δεν ήταν βέβαια άλλος από την επίτευξη της Ενώσεως. Αυτός ο εθνικός στόχος προσέκρουε στην αναβλητικότητα των ξένων κατοχικών δυνάμεων, οι οποίες έπρεπε να πιεστούν εμπράκτως.

Όμως, το σύνθημα του Θερίσου ήταν διττό, «Ένωση» και «Κάτω ο Δεσποτισμός». Έτσι, μπορεί να γίνει λόγος για ένα είδος σύνθετης προσέγ-γισης στην ιδεολογική πλατφόρμα του αποκληθέντος από τους ίδιους τους επαναστάτες «πολιτικού πραξικοπήματος». Αυτό το γεγονός συνιστούσε συνταγματική εκτροπή κατά επίκληση του φυσικού δικαιώματος της αντί-στασης στην απολυταρχική και δη σε ορισμένα σημεία αντισυνταγματική άσκηση της επίσημης εξουσίας της Πολιτείας. Η σύνθεση ετερόκλητων στοιχείων στο πλαίσιο αυτής της συγκρητιστικής κινήσεως διαφαίνεται εντονότερη σε ύστερα στάδια του θερισιανού δράματος, όπως η προσέγγιση των κυβερνητικών από τους επαναστάτες έτσι ώστε να επιτευχθεί μία μονο-σήμαντη θέση ευρύτατης αποδοχής, αυτή του ψηφίσματος της κρητικής Βουλής για Ένωση με το ελληνικό βασίλειο. Μάλιστα, δεν πρέπει να παραγνωριστεί και η τάση προσεταιρισμού των κατοχικών δυνάμεων, ιδίως των ιταλικών, αλλά και ευρύτερα των δυτικοευρωπαϊκών, γύρω από το ζήτημα της απολυταρχικής διακυβέρνησης από τον πρίγκιπα. Άρα, ο κοινός παρονομαστής των βασικών ιδεολογικών θέσεων και προγραμματικών στόχων της επανάστασης ήταν η Ελευθερία, νοούμενη ως δικαίωμα αυτο-διάθεσης των Κρητικών, αλλά και δημοκρατικής τους διακυβέρνησης χωρίς τον, έστω συνταγματικά κατοχυρωμένο, αυταρχισμό του Ηγεμόνα.

Όσον αφορά το ζήτημα της στρατηγικής, ο Βενιζέλος ξεδίπλωσε το ταλέντο του με την προαναφερθείσα προσπάθεια αναζήτησης πολιτικών συμμάχων, μόλις απογοητεύτηκε από τον αρνητισμό του πρωθυπουργού της Ελλάδας, του Δεληγιάννη, ο οποίος διερμήνευε το βασιλιά. Όπως τέσσερα χρόνια πριν, όταν οι θέσεις του για διεκδίκηση της προηγμένης Αυτονομίας ως μεταβατικού πολιτεύματος μέχρι την Ένωση του στοίχησαν την απόλυσή του από το αξίωμα του συμβούλου επί της Δικαιοσύνης (Υπουργού Δικαιο-σύνης), έτσι και στην οκτάμηνη κρίση του Θερίσου αναπροσάρμοζε το διεκδικητικό του λόγο ανάλογα με τις συγκυρίες, έτσι ώστε να μην κατα-λήξει όλος αυτός ο αγώνας σε ναυάγιο.

 

2.6. Τεχνικές στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Συμπληρωματικά με τη θεώρηση της θερισιανής επανάστασης ως παρα-δείγματος συγκρητισμού, επισημαίνεται ότι στο στρατιωτικό πεδίο οι επανα-στάτες λειτούργησαν από την αρχή με αξιοθαύμαστη οργάνωση, όπως άλλωστε θετικός είναι ο απολογισμός και στο ζήτημα των θεσμών διοίκησης και απονομής του δικαίου στην εκάστοτε επαναστατική επικράτεια. Έκαναν προσφυγή στις ενδεδειγμένες τακτικές για την αντιμετώπιση των πολυ-πρόσωπων αντιπάλων τους, όπως ήταν οι κατοχικοί στρατοί, η διεθνής αστυνομία, η χωροφυλακή και, στο τέλος, και οι δημοφρουρές. Έτσι, μετήλθαν τις εξής επιδέξιες τεχνικές, μεταξύ άλλων:

1. Χρησιμοποίηση επίλεκτων περιοχών της Κρήτης για στρατηγικούς σκο-πούς.

Αξιοποιούνταν διάφοροι τόποι για στρατηγικούς σκοπούς, δηλαδή ως φυσικά οχυρά (π.χ. το Θέρισο), ως κομβικά σημεία (π.χ. η Γεωργιούπολη και το Ατσιπόπουλο) ή ως κρησφύγετα, όπως ο λιμενίσκος του απόμερου χωριού Κολυμπάρι, το οποίο λειτούργησε από τον Απρίλιο 1905 ως κέντρο ανεφοδιασμού.

2. Ανταρτοπόλεμος (εκκένωση οικισμών και απόκρυψη των υποχωρούν-των).

Όχι απλώς γινόταν ευρεία χρήση του ανταρτοπόλεμου, αλλά αυτή συν-δυαζόταν σε κάποιες περιπτώσεις με εκκένωση των οικισμών από αυτούς που αποχωρούσαν και με τέλεια απόκρυψη μέσα στη νύχτα, με χαρακτη-ριστικό παράδειγμα την τακτική του αρχηγού Μπιράκη κατά την υποχώρηση από το χωριό Μαργαρίτες Μυλοποτάμου, στις 22 Ιουνίου 1905.

3. Εξοπλισμός των επαναστατών.

Η τακτική του εφοδιασμού των επαναστατών με τον αναλογούντα οπλι-σμό σε κάποιες περιπτώσεις συμπληρωνόταν από την αφαίρεση των όπλων των αντιπάλων, όπως στην επίθεση των ανταρτών κατά των περιβόητων φυλακών του Ιντζεδίν στις 12 Ιουνίου, ενώ μόλις 800 όπλα υπήχθησαν στο συνομολογηθέντα όρο του αφοπλισμού των επαναστατών με τη λήξη του κινήματος.

4. Τακτική της δαιδαλώδους διαφυγής.

Σχετική είναι και η τακτική της δαιδαλώδους διαφυγής, με την έννοια της επιδέξιας απόδρασης από τα χέρια του αντιπάλου, όπως η απελευθέρωση των 50 πολιτικών κρατουμένων και αιχμαλώτων επαναστατών στο προ-αναφερθέν επεισόδιο του Ιντζεδίν με το τέχνασμα της εισόδου ανταρτών μεταμφιεσμένων σε χωροφύλακες. 

 

2.7. Τα κρητικά νομικά έθιμα μέσα από τα δημοτικά τραγούδια.

Με δεδομένο ότι από τα ύστερα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια ως την Ενετοκρατία και την Τουρκοκρατία επιβεβαιώνεται η αδιάλειπτη παρου-σία του κρητικού δημοτικού τραγουδιού, γίνεται φανερό ότι το τελευταίο αποτελεί πηγή αναζήτησης και καταγραφής λαϊκού δικαίου που διέπει το δημόσιο και ιδιωτικό βίο σε συγκεκριμένες χωροχρονικά ιστορικές περιό-δους. Δεν υπάρχει εξάλλου πτυχή της ζωής και της ιστορίας που να μην ξεδιπλώνεται και να μην καλύπτεται από κάποιο είδος των κρητικών δημοτικών τραγουδιών. Οι αγώνες για ελευθερία, οι ηρωικές μορφές που αναδείχτηκαν μέσα από αυτούς τους αγώνες, η πίστη σε υψηλά ιδανικά, ο αγνός πατριωτισμός, η οδύνη της σκλαβιάς, η αισιοδοξία της εθνικής λύτρω-σης, το πνεύμα της θυσίας και της αυτοθυσίας, η αδερφική και συζυγική αγάπη, η αγνότητα της κόρης, η τιμωρία του «άδικου» και της παραβίασης «απαρασάλευτων» και «άγραφων» κανόνων και αξιών στο πλαίσιο της θεώ-ρησης της απονομής δικαιοσύνης, ως ιδιωτικής υπόθεσης, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τους ανώνυμους, λαϊκούς ποιητές, που μέσα από τα δημιουρ-γήματά τους, ανέδειξαν και εξύμνησαν αυτήν τη  θεματολογία. Ακόμη και συμπεριφορές που ταλάνιζαν από την εποχή της ενετοκρατίας και της τουρκοκρατίας την κρητική κοινωνία, όπως η αρπαγή γυναικών, η ζωοκλοπή και οι αντεκδικήσεις που κατέληγαν σε ανοιχτό κύκλο αίματος, βρήκαν την ποιητική και μουσική τους έκφραση στα δημοτικά τραγούδια. Τις βασικό-τερες κατηγορίες των κρητικών δημοτικών τραγουδιών αποτελούν:

α) τα ριζίτικα, που ήταν δημιουργήματα των δυτικών περιοχών (Ρεθύ-μνου και Χανίων) και πήραν το όνομά τους από τις ρίζες, τις υπώρειες των σφακιανών βουνών (Λευκών Ορέων), β) οι μαντινάδες, που κυρίως επι-χωρίαζαν στην ανατολική Κρήτη (Ηράκλειο και Λασίθι) και γ) οι ρίμες, που τραγουδήθηκαν σε ολόκληρο το νησί, χωρίς να σημαίνει ότι τόσο τα ριζίτικα όσο και οι μαντινάδες δεν απαντήθηκαν και στις υπόλοιπες περιοχές της Κρήτης.

Τα ριζίτικα τραγούδια ήταν τετράστιχα, πεντάστιχα, πολύστιχα, συνήθως ανομοιοκατάληκτα και σπανιότερα ομοιοκατάληκτα, που τραγουδιούνταν χωρίς τη συνοδεία οργάνων, χορωδιακά και αντιφωνικά από δύο ανδρικούς χορούς τραγουδιστών. Τα σημαντικότερα ριζίτικα ήταν αυτά της τάβλας (ποιμενικά, ερωτικά, φυσιολατρικά, ηρωικά, επαναστατικά κ.ά) και της στράτας, δηλαδή της ομαδικής πορείας, είτε αυτή σχετιζόταν με τον πόλεμο είτε με το γάμο.

Οι μαντινάδες ήταν κατά κανόνα δίστιχες και ομοιοκατάληκτες, τραγου-διούνταν και από άνδρες και από γυναίκες, ενώ πολλές φορές συνοδεύονταν και από μουσικά όργανα.

Τέλος, οι ρίμες ήταν πολύστιχα τραγούδια, συνηθέστερα ομοιοκατάληκτα και σπανιότερα ανομοιοκατάληκτα, με αφηγηματική μορφή, συνοδεύονταν από όργανα και τραγουδιούνταν από λαϊκούς ποιητές, τους ριμαδόρους. Η κρητική ρίμα (ή ριμάδα) συνδύαζε την παράδοση της έμμετρης λαϊκής χορογραφίας με την παράδοση του Ερωτόκριτου, χωρίς να είναι απρόσωπη, όπως συνέβαινε γενικά με το δημοτικό τραγούδι. Το ύφος των τραγουδιών που συνδεόταν με τη θεματολογία τους ήταν για τα ριζίτικα επικό, μακρό-συρτο, μεγαλόπρεπο, βαρύ, για τις μαντινάδες περίτεχνο, ανάλαφρο, λυρικό, ενώ για τις ρίμες εξίσου περίτεχνο και πιο προσωπικό. Στην ιστορική του διαδρομή το ριζίτικο τραγούδι έφθασε στο απόγειο της ακμής του κατά την Τουρκοκρατία χωρίς όμως να παραβλέπονται οι περίοδοι του Βυζαντίου και της Ενετοκρατίας[68].   

 

2.8. Ο συγκρητισμός μέσα από τη δημώδη ποίηση της Κρήτης.

Από τις ποιητικές συλλογές κρητικών δημοτικών τραγουδιών έχουν κατα-γραφεί στοιχεία δημοσίου δικαίου και άλλα του ιδιωτικού δικαίου, όπως επίσης αξίες και γενικές αρχές του δικαίου.

Η αντίδραση στις ξενικές κατακτήσεις, η έναρξη, η συμμετοχή και η οργάνωση των επαναστάσεων, οι οικογένειες από τις οποίες προέρχονταν οι αρχηγοί και κατά συνέπεια οι αριστοκρατικές δομές στις τοπικές κοινωνίες των επαναστατικών περιόδων, οι γενικές συνελεύσεις με τη συμμετοχή του λαού και του κλήρου, η υποβολή και διαπραγμάτευση των αιτημάτων, η λήψη και εκτέλεση των αποφάσεων από τα λαϊκά δικαιοδοτικά όργανα, η συγκρότηση λαϊκών δικαστηρίων, η απονομή δικαιοσύνης και η απαγγελία και εκτέλεση των ποινών, αποτελούν πτυχές του επαναστατικού δικαίου, που εντοπίζονται σε διάφορες ιστορικές περιόδους της Κρήτης. Η δημώδης ποίηση αποτελεί αστείρευτη πηγή για την καταγραφή αυτών των στοιχείων του επαναστατικού δικαίου. Η ανυπακοή στον κατακτητή κάθε εθνικότητας, ως έννοια σύμφυτη με την ελευθερία και ως αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχοσύνθεσης του κρητικού λαού και παράλληλα η διαρκής και άνιση αναμέτρηση με τον εχθρό, υμνήθηκαν από το λαϊκό ποιητή.

«Για το Μανοήλη θα σας πω τον Αγιαποστολίτη,

Πού τον γηρεύγ’ η αφεδιά να τον αναρωτήξει.

Μα ο νιος ‘που την πολλή σπουδή κι απού την προκοπήν του

φιργάδα καβαλίκεψε κι επήρεν την και πάει

εκειά που σμίγουν τα νερά και οι παλιοί κουρσάροι».

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας υπήρχαν οργανωμένα αντάρτικα σώματα, που δρούσαν κατά του κατακτητή, αντίστοιχα με τα αρματολίκια. Οι «χαΐνηδες»  αποτελούσαν αντάρτικα  σώματα που με ορμητήριο τα Σφα-κιά επέφεραν πλήγματα στον εχθρό, λήστευαν και σκότωναν τους Τούρκους με την ηθική και υλική συνδρομή διαφόρων κομιτάτων.

«Μα ο Λιάπης με το κόμμα dου δε γίνουντ’ αραγιάδες…

κάθουνται όλοι οι – γι αρχηγοί τσι Κρήτης και μιλούνε,

είντα να κάμουν τσι Τουρκιάς θωρούν πως δε μπορούνε».   

   Από το χώρο του ενοχικού δικαίου, στο πλαίσιο της αλληλοβοήθειας, κατά τις αγροτικές εργασίες σημειωνόταν παροχή άμισθης εργασίας από «συντέκνους», «μπιστεμένους φίλους» ή γείτονες, που δεν θα επιβουλεύ-ονταν το βιός του ιδιοκτήτη:

«Γιώργη ταχιά κουρεύγουμε, ταχιά κουλικουρούμε,

κάλεσε τσι συντέκνους μας, τσι πιο καλούς μας φίλους,

να κουντουρίσουμε τα’ αρνιά, τσι λιβανές μαρώπες,

να σφεντιλίσουν τσι κριγιούς!».  

Η οπλοφορία ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την καθημερινή ζωή του κρη-τικού λαού:

«Ο πλούτος μου είναι το σπαθί κ’ η δόξα το τουφέκι

που ρίχνει ‘ς του τυράννους μου, φωτιά κι αστροπελέκι…»[69].

 

2.9. Οι γνωμικές μαντινάδες ως άτυπο δίκαιο της κρητικής κοινωνίας.

Οι γνωμικές μαντινάδες είναι μία κατηγορία μαντινάδων, η οποία απο-τυπώνει  το λαϊκό πολιτισμό της Κρήτης και έχει αποβεί κατ’ εξοχήν αν-θεκτική στις ιστορικές αλλαγές. Ο λαϊκός πολιτισμός, όπως κάθε πολιτισμός, εμπεριέχει και συνεκτικά και φυγόκεντρα στοιχεία, τους νόμους αυτορ-ρύθμισης του συστήματος, που εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή του, και τους νόμους μετασχηματισμού, που υποδηλώνουν τις τάσεις και την κατεύ-θυνση εξέλιξής του. Από τη μελέτη των γνωμικών μαντινάδων έχει προκύψει ότι δεν υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στις φυσικές και στις κοινωνικές αξίες. Οι φυσικές αξίες τροφοδοτούν τις κοινωνικές αξίες και οι κοινωνικές αξίες είναι ομόλογες προς τις φυσικές: μια αρχή που συνιστά διακριτικό γνώρισμα του ελληνικού πολιτισμικού προτύπου. Εξάλλου, έχει παρατηρηθεί ότι αυτό που ξεχωρίζει τις γνωμικές μαντινάδες δεν είναι τα αξιακά πρότυπα της παραδοσιακής κοινωνίας, που ενυπάρχουν λίγο-πολύ σε όλες τις εκφράσεις του λαϊκού πολιτισμού, αλλά η κατά Jakobson βουλητική λειτουργία: η διδακτική πρόθεση, η σκοπιμότητα μετάδοσης, συντήρησης, αναπαραγωγής των αξιών. Η διδακτική στόχευση μεταγράφεται σε αντίστοιχες φόρμες γραμματικής και συντακτικής εκφοράς, που τυπολογικά διακρίνονται στη συμβουλευτική φόρμα, που εκφέρεται σε έγκλιση προστακτική β΄ προσώπου (κατά περίπτωση θετικά ή αποθετικά) και την αποφαντική ή γνωμική φόρμα, που εκφέρεται σε οριστική γ΄ προσώπου και διατυπώνει μία κρίση καθολι-κού κύρους.

Τέλος, το διακριτικό του λαϊκού πολιτισμού της υπαίθρου είναι ότι είναι προφορικός, είναι «δίχως γράμματα». Για τον αγράμματο χωρικό, τα «γράμ-ματα» χαρακτηρίζουν έναν άλλο, επείσακτο πολιτισμό, του οποίου οι φορείς, οι δυτικής παιδείας μορφωμένοι αστοί, «οι γραμματιζούμενοι», αξιώνουν ν’ αλλάξουν μέσω των κρατικών θεσμών τον πολιτισμό του λαού τους, ταυτίζοντας μονομερώς τον πολιτισμό με τη δυτική κουλτούρα. Σε αυτή την κατάσταση υποτίθεται ότι αναφέρεται ο λαϊκός ριμαδόρος, αντιδιαστέλ-λοντας τον πολιτισμό από τη μόρφωση του σχολείου. Και υποστηρίζοντας ότι ο δικός του προφορικός πολιτισμός δεν είναι διόλου κατώτερος από το γραπτό πολιτισμό των γραμματιζούμενων. Πρόκειται για μία καθαρή έκ-φραση του φαινομένου, που στη θεωρία του πολιτισμού αποκαλείται «αυτο-συνειδησία της κουλτούρας»[70].

Εκτιμάμε ότι η παραπάνω προσέγγιση είναι επιτυχής και μάλιστα αναδει-κνύει την αμφισβήτηση προς το κατεστημένο, που υπάρχει σε ένα φιλελεύ-θερο λαό όπως οι Κρητικοί. Φυσικά, και με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται μία από τις πολλές ατέλειες στην έννομη τάξη του ελληνικού κράτους, το κενό στην αναγνώριση και ενίσχυση της άτυπης μάθησης.

Εκτός αυτού, η παρατήρηση για τη διατύπωση των γνωμικών μαντινάδων με το διδακτικό προσανατολισμό μπορεί να παραλληλιστεί με τον κανονι-στικό χαρακτήρα των μύθων στις μη προηγμένες κοινωνίες, κατά την αν-θρωπολογία του δικαίου. Ειδικότερα, η επιστήμη αυτή θεωρεί ότι ο νόμος, ο οποίος προέρχεται από το Θεό, τον Ηγεμόνα ή το Λαό, των προηγμένων κοινωνιών αποτελεί, από ανθρωπολογική σκοπιά, μία έννοια ομόλογη στο μύθο των αρχαϊκών κοινωνιών. Ο νομικός λόγος, είτε στη μορφή της προ-στακτικής έγκλισης (όπως δηλαδή μεθοδεύεται η συμβουλευτική κατηγορία της γνωμικής μαντινάδας) είτε στη μορφή του υποθετικού λόγου, όπως ο μυθικός λόγος σε μορφή αφηγηματική (συνεπώς σε οριστική έγκλιση, πράγμα που θυμίζει μορφολογικά την αποφαντική εκδοχή της γνωμικής μαντινάδας), αποτελεί διατύπωση κανονιστικών προτάσεων. Είναι σημαν-τικό να επισημανθεί ότι ο μύθος συχνά χρησιμεύει ως εργαλείο νομιμο-ποίησης της παρούσας κοινωνικής τάξης. Εκπληρώνει αυτή τη λειτουργία στο πολιτικό επίπεδο διότι ο α-χρονικός χαρακτήρας του, ή ο ίδιος ο χρονικός χαρακτήρας του, του επιτρέπει να είναι, κατά κάποιον τρόπο, πάντοτε επίκαιρος[71].

Συνεπώς, οι μαντινάδες, τουλάχιστον οι γνωμικές, ενέχουν όχι απλώς ένα διδακτικό χαρακτήρα, αλλά αποτελούν άτυπο –σε όρους νομικής επιστήμης– δίκαιο. Ακριβέστερα, συνιστούν, σε όρους ανθρωπολογίας του δικαίου, την πηγή κοινωνικού –μη κρατικής προελεύσεως– δικαίου, για την κοινωνική ομάδα στην οποία δημιουργούνται και την οποία αφορούν, δηλαδή την κρητική κοινωνία. Φυσικά, στο πλαίσιο αυτής της διάκρισης, μεταξύ τυπι-κού (κατά νομική ακριβολογία) δικαίου και άτυπου δικαίου, μπορεί να προκύψει και διάσταση, καθώς το δίκαιο του κρητικού λαού παραδοσιακά δεν συμπίπτει σε κάποια έκταση με το θετικό δίκαιο, π.χ. όσον αφορά το δικαίωμα οπλοκατοχής και οπλοχρησίας.

Το ενδιαφέρον είναι ότι οι Κρητικοί από παλιά διατύπωναν δίκαιο σε ποιητική μορφή! Ειδικότερα, στον προαναφερθέντα Ραδάμανθυ ο Αριστο-τέλης αποδίδει την ακόλουθη νομική έκφραση, διατυπωμένη νομοτεχνικά στον έμμετρο λόγο, που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Κρήτες στη νομοθεσία τους έτσι ώστε να είναι ευκολότερη η αποστήθισή της: «Ει και πάθοι τα τ’ έρεξε, δίκη κ’ ιθεία γένοιτο», που σε ελεύθερη απόδοση, με βάση τον κρητικό δεκαπεντασύλλαβο έχει μεταφραστεί ως εξής: «Μόνο σαν πάθει ό,τι ‘καμε, δίκη σωστή θα γίνει»[72].

Σε κάθε περίπτωση, εκτιμάμε ότι οι μαντινάδες δεν μπορεί να αποτελούν απλώς μία άτυπη «νομοθεσία» (κοινωνικής προελεύσεως σύστημα δικαίου). αλλά και μία άτυπη «νομολογία» για την ισχύουσα νομοθεσία (ελληνική έννομη τάξη), στο μέτρο που αυτή σχολιάζεται, έστω και αρνητικά. Προ-φανώς πρόκειται για ένα είδος νομικού συγκρητισμού, ο οποίος δεν μπορεί να προσεγγιστεί επαρκώς μόνο με βάση τη δογματική του δικαίου, αλλά χρειάζεται και η συνδρομή άλλων επιστημών με αντικείμενό τους το δίκαιο, όπως η νομική ανθρωπολογία[73].

 

2.10. Η επιβίωση των μαντινάδων.

Η Κρήτη έχει το χαρακτηριστικό γνώρισμα ότι συνεχίζει να καλλιεργεί τις μαντινάδες. Κάποια εποχή, ιδιαίτερα στις αρχές του 19ου αιώνα, η δημι-ουργία και η έμπνευση δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο των Κρητικών. Η λαϊκή παράδοση και τα δημοτικά τραγούδια αποτελούσαν τρόπο ζωής στην Ελλάδα. Το στοιχείο όμως που καθιστά την κρητική μαντινάδα μοναδική, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ελλάδα, αν εξαιρεθούν τα πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου ή τα μοιρολόγια στην Πελοπόννησο, είναι η συνέχιση της δημιουργίας μέχρι και σήμερα.  Αυτή η διαρκής δημιουργία στην ποίηση και στη μουσική όσον αφορά τις μαντινάδες αποτελεί ένα παράδοξο φαινόμενο. Η διατήρηση της κληρονομιάς ενός τόπου εξαρτάται από διάφορους παρά-γοντες. Όταν αυτοί οι παράγοντες αρχίζουν σιγά – σιγά να διαφοροποι-ούνται, σταματά συνήθως και η «αυθεντική» δημιουργία.

Υποστηρίζεται η άποψη ότι η συνέχεια αυτού του ιδιάζοντος μουσικού είδους οφείλεται στο γεγονός ότι παρουσίασε τη μεγαλύτερη προσαρμο-στικότητα στις καινούριες συνθήκες, χάρη στο πνεύμα πρωτοτυπίας και αυτοσχεδιασμού που τις χαρακτήριζε[74].

Ειδικά όσον αφορά τις ανωγειανές μαντινάδες, υποστηρίζεται ότι στις σχέσεις των Ανωγειανών, εξέχουσα θέση κατέχει το εύθυμο, το χαρούμενο, το γελαστό πνεύμα, παρά την τραχύτητα του περιβάλλοντος και τη σκληρό-τητα της καθημερινής ζωής. Διατυπώνεται το ερώτημα αν έχουν αυτά τα στοιχεία σχέση με τους Κουρήτες, που λίγο ψηλότερα από το σημερινό χωριό των Ανωγείων έπαιζαν τα τύμπανα χορεύοντας και τραγουδώντας και χαρακτηρίζονται «φιλοπαίγμονες» και «ορχηστήρες», δηλαδή παιγνιδιά-ρηδες (γλεντζέδες) και χορευταράδες. Οι ιδιότητες αυτές χαρακτήριζαν ανέκαθεν τους Ανωγειανούς, οι οποίοι εκτός από την οξύνοια και την ετοιμολογία που τους διακρίνει, έχουν την τάση να εκφράζουν συναισθή-ματα, τις κρίσεις και γενικά τις γνώμες τους με ομοιοκατάληκτα δίστιχα[75].

Εκτιμάμε ότι ο συγκρητισμός, με αναγωγές μέχρι και τους Κουρήτες, δεν είναι άσχετος με το φαινόμενο της επιβίωσης και της περαιτέρω καλλιέρ-γειας της δημώδους μουσικής και ποίησης, όπως κάτι παρόμοιο ισχύει για τους παραδοσιακούς χορούς. Οι Κρητικοί δεν έχουν χάσει τη συλλογικότητα μίας αυτοτελούς κοινότητας πολιτών και μάλιστα δυναμικής, που όχι απλώς ομιλεί για τον πλούσιο συναισθηματικό της κόσμο αλλά αμφισβητεί δημι-ουργικά. Θέτει και εφαρμόζει τους δικούς της  κανόνες δικαίου, οι οποίοι σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να έχουν και συγκρητιστικό (με την έννοια της πατριωτικής συλλογικότητας) περιεχόμενο. Και στη Μάνη υπάρχουν, όπως επισημάνθηκε, μοιρολόγια και επιβιώνουν –υπό τύπον αυτοσχεδιασμού– μέχρι και σήμερα, αλλά δεν υπάρχει ο συλλογικός «νομοθέτης», που να νομοθετεί για τα κοινά, κατά τη δική του αντίληψη, μέσα από την παραγωγή δημωδών ασμάτων. Οι Κρητικοί ποτέ δεν έχασαν την κουλτούρα ότι είναι κάτι ιδιάζον, ακριβώς διότι κατοικούν σε ένα νησί, χωρίς εύκολη συγκοινω-νιακή σύνδεση με οποιαδήποτε στεριά, για να μη γίνει λόγος για τη μέχρι σχετικώς πρόσφατα περιπετειώδη πολιτική κατάσταση, την οποία διέτρεχε η ιδιαίτερη πατρίδα τους. Το αγωνιστικό τους φρόνημα είναι τόσο έντονο που να τους κάνει να κάνουν αντίσταση ακόμη και συνθέτοντας έργα τέχνης, όπως ποιητικούς στίχους - κανόνες δικαίου, μουσική και χορογραφίες!

Αυτή η διαπίστωση είναι μία από τις αποδείξεις ότι η Κρήτη είναι δια-χρονικά μοναδική!

 

2.11. Το έθιμο της αδελφοποιΐας και άλλες εκφάνσεις συγκρητισμού.

Η αδελφοποιΐα μπορεί να οριστεί ως η δημιουργία αδελφικού δεσμού μεταξύ δύο ή και περισσοτέρων ατόμων με κάποια μαγική πράξη ή θρη-σκευτική λειτουργία. Μετά την αδελφοποίησή τους τα άτομα αυτά έχουν ιερή υποχρέωση να αλληλοβοηθούνται σε όλη τους τη ζωή. Σε περίπτωση που ο ένας από τους δύο έπεφτε θύμα εγκληματικής πράξης, ο άλλος βαρυ-νόταν με την υποχρέωση να ανταποδώσει το κακό, να πάρει πίσω το αίμα του αδελφοποιητού του.

Η αδελφοποιΐα είναι έθιμο από τα πολύ παλιά χρόνια, το οποίο γίνεται γνωστό μετά τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου και την επικράτηση των Ρωμαίων. Τότε έγιναν πολλές μετακινήσεις των λαών με αποτέλεσμα να μεταδοθούν όχι μόνο οι πνευματικές γνώσεις, αλλά και διάφορα ήθη και έθιμα μεταξύ των λαών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Συνεπώς, όπως έχει επισημανθεί, αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα για τον ορισμό του συγκρητισμού, ως φαινομένου πολιτιστικών ανταλλαγών στον ελληνιστικό κόσμο και στην κοινωνία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Στη μεσαιωνική Ευρώπη ήταν έθιμο, κυρίως, μεταξύ των ιπποτών. Στην τρέχουσα εποχή το έθιμο διατηρείται στους Νοτιοσλάβους, στους Αλβανούς, στους Τούρκους, στους Άραβες και στους Έλληνες. Για παράδειγμα, στη Μεσσηνία η παραδοσιακή ονομασία για τους ανθρώπους που ενώνονταν με αυτό το έθιμο, σμίγοντας το αίμα τους, είναι «σμίχτες».

Όσον αφορά την Κρήτη, έχει προαναφερθεί ότι στη δωρική της περίοδο οι νέοι υπέκειντο σε μία διαδικασία (εικονικής) απαγωγής και συμβίωσης. Η προσωπική  σχέση του αρχάριου με το μέντορά του σε αυτό το ιδιότυπο χρονικό διάστημα, ανταποκρίνεται στην ανάγκη μύησης των νέων στην καινούργια ζωή, έχει μια κοινωνική και παιδαγωγική αποστολή και συντελεί στην ανάπτυξη αισθημάτων αλληλεγγύης και αδελφότητας. Προφανώς, με αυτήν τη διαδικασία μπορεί να παραβληθεί η αδελφοποιΐα. Το έθιμο αυτό υμνήθηκε από τον ποιητή στα δημώδη άσματα της Κρήτης, κυρίως ως μέσο για τη συσπείρωση επαναστατικών ομάδων:

«Φωθιά να κάψει το Μωρεά, φωθιά να τον κεντήσει,

Γιατ’ είχα η μαύρη τρεις υγιούς κ’ οι τρεις αντρειωμένοι.

Το Μήτρο και το Κωνσταντή και τον καυμένο Γιάννη,

το Μήτρο πιάσαν ‘ς το βουνό τον Κώστα ‘ς το λαγκάδι,

κι ο Γιάννης μου το θάρρος μου, ς’ τον Πειραιά σκοτώθη.

Σκοτώθηκε τ’άι – Γιωργιού ‘ς τα’ είκοσι τρεις τ’ Απρίλη,

μαζί με τόσους Κρητικούς αδερφοχτοί και φίλοι…».

…………………………………………………..

«…Ελάτ’ επά που λάχαμε να φάμε και να πιούμε,

αδερφοχτοί να γίνομεν ώστε να την ευρούμε

μη με θωρείτε γέροντα, βαστούσι με τα κότσια»[76]. 

Σε κάθε περίπτωση, η αδελφοποιΐα έχει καταγραφεί μέσα από την έρευνα των πηγών, κυρίως για την αντιμετώπιση των δύσκολων συνθηκών του αγώνα[77]. Αποτελεί παράδειγμα συλλογικότητας και υπάγεται στο φαινόμενο του συγκρητισμού, όσον αφορά κατ’ αρχάς την ιδιωτική ζωή. Ειδικότερα, εύστοχα έχει παρατηρηθεί ότι οι οικογενειακοί δεσμοί επεκτείνονται με το θεσμό της αδελφοποιΐας και γενικεύονται με το έθιμο της φιλοξενίας και δημιουργούν ένα αδιάσπαστο μέτωπο αλληλεγγύης. Παρόμοια, και οι κοινο-κτημονικοί θεσμοί ζωντανεύουν στα ιδιαίτερα αγροτικά και κτηνοτροφικά έθιμα, στη ζωή των χωριών και των πόλεων, στη δραστηριότητα των συνεταιρισμών της υπαίθρου και των καραβιών του κρητικού πελάγους[78]. 

 

  

 


 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Η ΝΟΜΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΩΝ

 

3.1. Η έννοια του κρησφύγετου.

Ο όρος «κρησφύγετο» είναι ήδη σε ετυμολογικό επίπεδο άρρηκτα συνυφασμένος με την Κρήτη ως πεδίο στρατιωτικών επιχειρήσεων και σημαίνει κρυψώνα, τόπο καταφυγής δυνάμεων οι οποίες καταδιώκονται ή καταζητούνται[79].

Η δωρική Κρήτη διέθετε γύρω στους 100 τόπους λατρείας, αριθμός που αντιστοιχεί εντυπωσιακά στις 100 πόλεις που αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα ή με τις 90 που αναφέρει στην Οδύσσεια. Οι πανάρχαιοι αυτοί τόποι λατρείας αντιστοιχούν στο πλήρως διαμορφωμένο δίκτυο λατρείας που αναπτύχθηκε πριν από την Ενετοκρατία. Έτσι, κάθε βενετσιάνικο Castello, κάθε ελληνική επαρχία είχε το δικό της ξωκλήσι πάνω σε βουνοκορφή, τη δική της εκκλησία μέσα σε βραχοσκεπή, το δικό της αγροτικό μοναστήρι και τη δική της αστική βασιλική, τόπους λατρείας και προσκυνήματος απολύτως διακριτούς και ιδιαίτερης λειτουργίας. Πρόκειται για μία χωρική τάξη πραγμάτων που συνεχίζεται από τα μινωικά χρόνια, τουλάχιστον από το 1.300 π.Χ., όπου κάθε αστικό κέντρο που αναφέρεται στις λογιστικές πινακίδες των ανακτόρων είχε το δικό του ιερό κορυφής και το δικό του υπό-γειο ιερό, διακριτούς δηλαδή τόπους λατρείας αφιερωμένους σε ξεχωριστές θεότητες και επισκέψιμους από τους πιστούς[80].

Παρατηρείται συνεπώς ένα σημαντικό φαινόμενο χρονικά διαδοχικού  συγκρητισμού στη ναοδομία, στον ίδιο τόπο και παρά τη διαδοχή των θρη-σκειών, για χιλιετίες. Αυτός ο συγκρητισμός δεν είναι αυστηρά αρχιτεκτο-νικός αλλά συνυφασμένος και με την έννοια του ιδιάζοντος ανάγλυφου της Κρήτης και των κρησφύγετων, τα οποία δεν είχαν απλώς στρατιωτικό αλλά και θρησκευτικό χαρακτήρα, όπως άλλωστε ο ίδιος ο συγκρητισμός! Ειδικό-τερα, ο θρησκευτικός συγκρητισμός δεν αφορούσε μόνο την ουσία (ποιόν των θεοτήτων) αλλά και τη διαδικασία (δίκτυο λατρείας των θεοτήτων).   


______________________________________________________________

 

ΣΧΗΜΑ 2.

ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΙΑΔΟΧΙΚΟΣ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ

1. Εξωκλήσι σε βουνοκορφή (ιερό κορυφής στη μινωική εποχή).

2. Ναός σε βραχοσκεπή.

3. Αγροτικό Μοναστήρι.

4. Αστική Βασιλική (πρβλ. υπόγειο ιερό στη μινωική εποχή).

 

Παρατήρηση

Ο Κανόνας της Διασποράς των προσκυνημάτων σε διαφορετικές θεό-τητες υποδηλώνει τη «διασπορά» των κατατρεγμένων σε ένα ή και περισσό-τερα κρησφύγετα, σε περίπτωση κινδύνου.

______________________________________________________________

 

Μόνο για τέσσερα από αυτά τα σπήλαια είναι βέβαιο ότι αποτέλεσαν τόπους λατρείας ήδη από την Μεσομινωική Ι εποχή, από την εποχή της κατασκευής των πρώτων ανακτόρων με τη λαβυρινθώδη δομή και τις κρύπτες, γύρω στο 2.000 π.Χ.[81]. Πρόκειται για τα ιερά σπήλαια του Ψυχρού, του Σκοτεινού, των Καμαρών και της Νίδας. Πριν, τα σπήλαια των νεολιθικών και πρωτομινωικών χρόνων λειτουργούσαν μόνο ως καταφύγια. Κάθε φορά που η Κρήτη γνώρισε εισβολές και διώξεις, οι Κρητικοί ανα-ζήτησαν, για να γλυτώσουν, καταφύγιο σε σπηλιές που διέθεταν νερό. Κατά τους ταραγμένους αιώνες 7ο και 8ο μ.Χ., μετά τις θρησκευτικές διαμάχες και τις επιδρομές των Σαρακηνών, οι χωρικοί και οι κτηνοτρόφοι έπαιρναν μαζί τους τις εικόνες και τα σύμβολα της πίστης τους. Το ίδιο έγινε και με την απόβαση των Γερμανών το 1941. Πρόκειται για μία χρήση που τα σπήλαια της Κρήτης συνέχισαν να έχουν κατά τις συχνές εξεγέρσεις της νήσου εναντίον του εκάστοτε κατακτητή και μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και που αποδείχθηκε συχνά καταστροφική για τους δυστυχείς που κατέφευ-γαν σε αυτά, όπως για παράδειγμα στο Μελιδόνι Ρεθύμνου, στη Μίλατο Λασιθίου και το Βαφέ[82] Χανίων.

Σε κάθε περίπτωση, η ορεινή ενδοχώρα του νησιού, κυρίως με τα Λευκά Όρη και τον Ψηλορείτη, δεν καθιστά απλώς δυσχερή την πρόσβαση στον επιτιθέμενο παρέχοντας φυσικά οχυρά για την κάλυψη των αμυνομένων, αλλά και προσφέρει πολλές ευκαιρίες απόκρυψης. Το ανάγλυφο του εδά-φους σε ολόκληρο το νησί παρέχει τη δυνατότητα προφύλαξης όχι μόνο από αεροπορική αλλά ακόμη και από χερσαία ή ναυτική επιδρομή. Η Κρήτη λοιπόν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αχανές εν δυνάμει κρησφύγετο, το οποίο οι κάτοικοι είναι σε θέση να εκμεταλλεύονται, εφόσον  παρίσταται ανάγκη. Εάν οι κρυψώνες είναι δυνατό να χρησιμεύσουν ως τόπος προστασίας του άμαχου πληθυσμού μίας βαλλόμενης περιοχής, η απόκρυψη αυτή αποτελεί το λογικό συμπλήρωμα της προαναφερθείσας μορφής αγώνα αντάρτικων ομάδων εναντίον συμβατικά οργανωμένων στρατευμάτων. Γενικότερα, τα κρησφύγετα είναι συνδυασμένα στην ιστορική μνήμη με τη δεξιοτεχνία των Κρητικών στη διεξαγωγή των στρατιωτικών τους επιχειρήσεων. Εάν οι Γερμανοί στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εκπαιδεύονταν για να επιτίθενται και όχι να υποχωρούν αμυνόμενοι, οι Κρητικοί δεν είχαν την πολυτέλεια της αποκλειστικής προσφυγής στην τακτική της κατά μέτωπο αντιπαράθεσης.

             

3.2. Συγγενείς με το κρησφύγετο έννοιες: Λημέρι και Χάρακας.

Συγγενής έννοια με το κρησφύγετο είναι το λημέρι, το οποίο αρχικά δήλωνε το καταφύγιο των αρματολών και των κλεφτών. Στη συνέχεια ο όρος αυτός της νεοελληνικής γλώσσας έχει χρησιμεύσει για να δηλώσει τους ληστές, τον απόκρυφο τόπο. Ακριβέστερα, αυτός που λημεριάζει σημαίνει ότι διέρχεται την ημέρα του σε απόκρυφο τόπο.

Στον εννοιολογικό αντίποδα του κρησφύγετου μπορεί να καταταχθεί η έννοια του δεσμωτηρίου, εφόσον αυτοί οι οποίοι καταδιώκονται από τις αρχές προσπαθούν να διασφαλίσουν την ελευθερία τους αντί να υποστούν  εγκλεισμό σε φυλακή. Η ειρκτή αποτελεί ένα γνωστό στο ευρύ κοινό χώρο, ο οποίος δεν χρησιμεύει για να προστατεύει τους εγκλείστους του, αλλά υποτίθεται ότι προφυλάσσει από αυτούς.

Θα περίμενε κανείς ότι τα κρησφύγετα των σύγχρονων καταζητούμενων θα ήταν εκτός των κατοικημένων περιοχών, σαν τα λημέρια των ληστών. Πλην όμως, το «αντάρτικο πόλης» τείνει να εδρεύει στην ίδια την πόλη στην οποία δραστηριοποιείται, χρησιμοποιώντας κατά κανόνα διαμερίσματα πολυκατοικιών ως «γιάφκες», με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη» στην Αττική. Ο εντοπισμός ενός κρησφύγετου δραστών του οργανωμένου εγκλήματος αποτελεί σημαντική ευκαιρία για τις διωκτικές αρχές προκειμένου να συλλεχθεί χρήσιμο απο-δεικτικό υλικό, όπως δακτυλικά αποτυπώματα ιδίως σε σταθερά σημεία. Έτσι, στο προαναφερθέν παράδειγμα η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ. βρήκε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή συσχετισμένο με τα αρχεία της οργάνωσης, στον οποίο όμως είχε πρόσφατα αφαιρεθεί ο σκληρός δίσκος. Όμως, υπετίθετο ότι ο υπολογιστής θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμος μέσα από ένα ειδικό πρόγραμμα για την ανάκτηση των δεδομένων, το οποίο διέθεταν οι βρετανικές αρχές[83].

Δεύτερη έννοια, συγγενέστερη με το κρησφύγετο σε ετυμολογικό επί-πεδο, είναι εκείνη του Χάρακα. Πρόκειται για ένα πολύ κοινό τοπωνύμιο σε διάφορες περιοχές της Κρήτης. Στην επαρχία Αγίου Βασιλείου σχεδόν δεν υπάρχει κοινότητα που να μην έχει το τοπωνύμιο αυτό, και σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις και δύο ή περισσότερες φορές με διαφορετική κάθε φορά μορφή, δηλαδή υποκοριστική, μεγεθυντική ή σύνθετη[84]. Ειδικότερα, ο στρατιωτικός όρος «Χάραξ» σημαίνει οχύρωμα και αποτέλεσε εμβληματικό χαρακτηριστικό του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε για πρώτη φορά έγινε γενικευμένη χρήση ορυγμάτων ως χαρακωμάτων. Τα επαναληπτικά όπλα υποχρέωσαν τους μαχητές να σκάψουν χαρακώματα για να προστα-τευτούν από τα εχθρικά πυρά. Το σύστημα των χαρακωμάτων διέθετε και καταφύγια, τα οποία πρόσφεραν προστασία στους στρατιώτες αλλά ήταν ευπρόσβλητα από το βαρύ πυροβολικό[85].  Από αυτήν την πρώτη σημασία, η στρατιωτική λέξη έφθασε να σημαίνει μεγάλο, ασβεστολιθικό συνήθως, βράχο, γιατί, ακριβώς, και ο βράχος μπορεί να χρησιμεύσει κατά τον πόλεμο ως ένα πρόχειρο αλλά άριστο φυσικό χαράκωμα[86]. Συνεπώς, στο ιδίωμα των Κρητικών το πολύ συχνό αυτό τοπωνύμιο έχει τη σημασία του μεγάλου βράχου, επομένως του εν δυνάμει χαρακώματος για τη διεξαγωγή μαχών. 

  

3.3. Το Θέρισο ως το κρησφύγετο της φερώνυμης επανάστασης.

Κτισμένο σε μια ελατόφυτη κοιλάδα που βρίσκεται στη βόρεια πλαγιά των Λευκών Ορέων της επαρχίας Κυδωνίας του Νομού Χανίων, το Θέρισο  αποτελούσε ένα φυσικό οχυρό στη χανιώτικη ενδοχώρα, όταν ξέσπασε η επανάσταση το Μάρτιο 1905. Μία από τις τεχνικές που μετήλθαν συστημα-τικά οι εξεγερθέντες ήταν και η  δαιδαλώδης διαφυγή, όπως έχει επισημαν-θεί. Η τελευταία περίπτωση συνδέεται ήδη σε ετυμολογικό επίπεδο με εκείνη των κρησφύγετων καθώς πρόκειται για οργανωμένη φυγή κατά εφαρμογή ορισμένου στρατηγικού σχεδίου.

Έτσι, έχει μείνει στην Ιστορία η ευρηματική απόδραση από το ενετικό φρούριο του Ιντζεδίν, λίγο έξω από την πόλη των Χανίων, του αντικαθε-στωτικού Αντωνίου Γιάνναρη, κατά το ξέσπασμα της επανάστασης, πράγμα που συνιστά και παράδειγμα του προαναφερθέντος διπόλου «δεσμωτήριο – κρησφύγετο», καθώς ο δραπέτης κατευθύνθηκε στο Θέρισο. Η απόδραση αυτή όμως είναι ήσσονος σημασίας σε σχέση με το πλήγμα που υπέστη το έμπιστο σώμα των αυτόχθονων στρατιωτικών της Κρητικής Χωροφυλακής ένα τρίμηνο αργότερα. Στις 12 Ιουνίου, όπως έχει αναφερθεί, δύναμη ανταρτών του σώματος Μαλάξας οργάνωσε με κάθε λεπτομέρεια επέμβαση στο Ιντζεδίν. Τη δύναμη διοικούσε ο οπλαρχηγός Καλογερής, ο οποίος  επιχείρησε να εκδικηθεί την επικήρυξή του, η οποία στοίχισε στο βαθμο-φόρο της Χωροφυλακής Μανωλάκη βαρύτατες ποινές. Στο τέως δεσμωτήριο του Βενιζέλου, παλαιότερα, και αργότερα του Γιάνναρη, πρώτα πέρασαν δέκα άνδρες που παρίσταναν τους χωροφύλακες με επικεφαλής τους ενωμο-τάρχη, οδηγώντας κάποιους επαναστάτες σαν κρατούμενους. Οι αξιωματικοί της φρουράς των δεσμοφυλάκων φαίνονταν επιφυλακτικοί με το αιφνίδιο της εισόδου και ιδίως οι Βρετανοί επανεξέταζαν τα σχετικά έγγραφα, μέχρι που αφοπλίστηκαν χωρίς να το αντιληφθούν. Η μέθοδος του αιφνιδιασμού οδήγησε σε καινοφανή άλωση του ισχυρού φρουρίου του σωφρονιστικού καταστήματος. Οι πενήντα κρατούμενοι απελευθερώθηκαν και λαφυραγω-γήθηκε ο οπλισμός του υπηρετούντος προσωπικού. Η είδηση του χτυπή-ματος αυτού δημιούργησε ευφορία μεταξύ των πολιτών και κατάπληξη στο κρατούν καθεστώς και στις εμπλεκόμενες Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες άρχισαν να αίρουν την εμπιστοσύνη τους από το μοναδικό σώμα αυτό-χθονων  οπλοφόρων, τη Χωροφυλακή.

Με σημείο εκκίνησης το ιστορικό προηγούμενο του θερισιανού κρησφύ-γετου, αξίζει να επιχειρηθεί η διατύπωση μίας σχετικής μεθόδου της νομικής επιστήμης. Ενδείκνυται να αναφερθούν κυρίως οι εξής συνιστώσες της εξε-ταζόμενης μεθόδου:

α) Φυγόκεντρες τάσεις έναντι της συγκεντρωτικής κρατικής εξουσίας.

Ανακύπτει η αρχή του φιλελευθερισμού έναντι μίας συγκεντρωτικής εξουσίας η οποία, κατά τις αιτιάσεις των οπαδών των φυγόκεντρων τάσεων, είναι και αυταρχική. Άρα, έχουν τη θέση τους στο πλαίσιο αυτής της μεθόδου, ερμηνευτικές αρχές, όπως η καθιερωμένη «in dubio pro libertate», καθώς και ένα πνεύμα ελευθερίας υπέρ των ατόμων, καθώς και νομικών προσώπων, ακόμη και του δημόσιου τομέα όπως οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

β) Προσφυγή σε εναλλακτικά είδη δικαίου.

Κλασικό καταφύγιο των αμφισβητιών της συνταγματικής τάξης αποτελεί το φυσικό δίκαιο. Σε βάρος ενός προβληματικού θετικού δικαίου, οι επανα-στάτες, όπως εκείνοι του Θερίσου, επικαλούνται την ύπαρξη ενός κυρίαρχου δικαίου, το οποίο παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι υπαγορεύεται από την ίδια την ανθρώπινη φύση. Σε αυτό το πλαίσιο οι Θερισιανοί επικαλέστηκαν ρητά το δικαίωμα αντίστασης κατά της καθεστηκυίας εξουσίας. Η θεμελί-ωση αυτού του δικαιώματος σε κάτι υπερβατικό όπως η θεωρία του φυσικού δικαίου ήταν δικαιολογημένη εκ των πραγμάτων, καθώς ένα αυταρχικό Σύνταγμα και δη της εποχής εκείνης δεν περιείχε μία παρόμοια ασφαλιστική δικλείδα, σε αντίθεση με το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα για το δικαίωμα αντίστασης. Είναι σημαντικό να επισημανθεί η συγγένεια αυτής της πολι-τικής αμφισβήτησης με νομικά ερείσματα και του διαχρονικού φαινομένου της ύπαρξης ενός άτυπου δικαίου της κοινωνίας των Κρητικών, με διαγνω-στική πηγή του τις γνωμικές μαντινάδες, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα.

Η επανάσταση του Θερίσου, στους οκτώ μήνες που επικράτησε στη Δυτική και Μέση Κρήτη, δεν σταμάτησε στην επίκληση του φυσικού δικαίου, αλλά προχώρησε στην αξιοποίηση και άλλων ειδών. Έτσι, το κυρίαρχο όργανό της, η Επαναστατική Συνέλευση, αποφάσισε να συστη-ματοποιήσει και να συμπληρώσει τα ένοπλα αποσπάσματα, θέτοντας ως επικεφαλής τους, κάθε φορά που τούτο κρίνεται δυνατό και πρόσφορο, ανά έναν από τους υπηρετούντες την ίδια ενωμοτάρχες της Κρητικής Χωρο-φυλακής. Για να ευοδωθεί ο σκοπός αυτός κρίθηκε  προσφορότερο να τηρηθούν τα έθιμα που επικρατούσαν και σε προγενέστερες Επαναστάσεις. Έτσι, λόγου χάρη, οι κάτοικοι του Δήμου Πύργου Ψηλονέρου Κυδωνίας,  κατόπιν της εντολής του συναρχηγού του κινήματος Κωνσταντίνου Μάνου, εξέλεξαν φρούραρχο, του οποίου η εκλογή επικυρώθηκε από την Επανα-στατική Συνέλευση. Ως πόρους για συντήρηση του φρουράρχου και των ανδρών του όρισαν: 1. Τα μισά από τα σύλληπτρα ζώων που προξενούν ζημίες, 2. τα πρόστιμα τα οποία ο φρούραρχος, στην άσκηση των καθη-κόντων του, θα επιβάλει για τις αποκαλούμενες «αγροζημίες» και 3. Πρό-στιμα ίσα με το πέμπτο της αξίας των κλοπιμαίων τα οποία τυχόν ο φρούραρχος θα ανακαλύψει, εισπρακτέα από τους δράστες των κλοπών.

Ιστορικοί εθιμικοί κανόνες πρότερων επαναστάσεων αναβίωσαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συμπληρωματικά δεν παράγονταν και νέοι γραπτοί κανόνες, κοινοί για την επαναστατική επικράτεια.

γ) Λανθάνουσα τελεολογία του θετού δικαίου.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπάρχει στο κρητικό Σύνταγμα του 1907, το οποίο διακηρύσσει τη θεμελιώδη ελευθερία της οικιακής οπλοκατοχής, με σκοπό την αυτοάμυνα. Στην πραγματικότητα, ο κύριος σκοπός ήταν πολι-τικός, η εθνική άμυνα του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Κρήτης, ενώ συσχέτιση χωρεί και με τις αντιστασιακές τάσεις των Κρητικών έναντι της εγχώριας κρατικής εξουσίας.

 

3.4. Παρατηρήσεις από το ζήτημα της μετατροπής

συμβάσεων εργασίας σε αορίστου χρόνου.

Καθώς τα προαναφερθέντα συνέβαιναν πριν έναν αιώνα σε μία περιοχή που δεν είχε ακόμη ενταχθεί στο ελληνικό Κράτος, τίθεται το ζήτημα εάν οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν μπορούν να θεωρηθούν επίκαιρες σήμερα. ‘Οσο και αν οι αλλαγές είναι πολύ μεγάλες, καθώς η Ελλάδα διανύει τη μακροβιότερη περίοδο πολιτικής ομαλότητας, τηρουμένων των αναλογιών, το Κράτος Δικαίου πάσχει ακόμη σε καίρια σημεία. Ενδεικτικό είναι το εργασιακό πρόβλημα των συμβασιούχων του δημοσίου τομέα, ένα σχετικά μεγάλο μέρος των οποίων έχει προσφύγει στις αρμόδιες διοικητικές αρχές και στα πολιτικά δικαστήρια.

Υποστηρίζεται από την υπαλληλική πλευρά ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 648 και 669 ΑΚ, 1 και 8 του Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 και 2 του ΠΔ 81/2003, 3, 4, 5, 6 και 11 του ΠΔ 164/2004, των διατάξεων της κοινοτικής Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και των διατάξεων των άρ. 5 παρ. 1 και 2 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο συμβατικός καθορισμός ορισμένης χρονικής διάρκειας στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου δεν παρουσιάζει πρόβλη-μα νομιμότητας, μόνο όταν ο καθορισμός της διάρκειας υπαγορεύεται από αντικειμενικό και αποχρώντα λόγο. Ο λόγος αυτής της κατηγορίας ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, όπως ενδεικτικά είναι η προσωρινότητα των αναγκών του εργοδότη στην απασχόληση προσωπικού, ο τυχόν εποχικός χαρακτήρας λειτουργίας της επιχείρησης ή η αβεβαιότητα για το μέλλον της.

Ειδικότερα, αξιοπρόσεκτη είναι η περίπτωση της επίκλησης μίας κλασι-κής διάταξης, εκείνης του άρ. 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 περί υποχρεωτικής καταγγελίας συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων, κατά την οποία: «Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένην χρονικήν διάρκειαν εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ’ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου».

Το πραγματικό αυτής της διατάξεως βρίσκει εφαρμογή στην περίπτωση των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου του Δημοσίου, εφόσον αυτοί προ-σφέρουν την εργασία τους καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες, όπως είναι και η περίπτωση των εκτάκτων διδασκόντων, που με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας προσφέρουν εκπαιδευτικό έργο στα ΤΕΙ καθώς και των υπαλλήλων ΚΕΠ. Σχετικές είναι τελεσίδικες αποφάσεις που δικαιώνουν ενάγοντες και μετέπειτα εφεσίβλητους αυτών των κατηγοριών.

Το ΔΕΚ στην απόφασή του C-212/04 έκρινε ότι δεν είναι συμβατή με την προαναφερθείσα Οδηγία η απόλυτη απαγόρευση μετατροπής συμβάσεων και μάλιστα μόνο στο δημόσιο τομέα. Η Οδηγία δεν επιβάλλει γενική υπο-χρέωση των κρατών – μελών να προβλέπουν τη μετατροπή των συμβάσεων αλλά επιτάσσει την αποτελεσματική και δεσμευτική θέσπιση ενός τουλά-χιστον μέτρου προστασίας των συμβασιούχων, όπως είναι η μετατροπή, εφόσον όμως το εθνικό δίκαιο δεν περιέχει ήδη ισοδύναμο προς την Οδηγία μέτρο. Κατά την Οδηγία, αν υπάρχει «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο», δεν επιτρέπεται η λήψη νέων μέτρων με πιο περιοριστικές προ-ϋποθέσεις προστασίας των συμβασιούχων καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε περιορισμό του προστατευτικού αποτελέσματος της Οδηγίας, πράγμα που ρητώς απαγορεύεται από την ίδια. Την απόφαση αυτή, ως προς το επιτρεπτό θέσπισης νέων μέτρων με την προϋπόθεση της ανυπαρξίας ισοδύναμου μέτρου, εξειδίκευσε, στην ελληνική έννομη τάξη ο Άρειος Πάγος. Στην απόφασή του 18/2006, το Δικαστήριο σε Πλήρη Ολομέλεια, έκανε δεκτό ότι κατά την παγιωμένη στη νομολογία και στη θεωρία ερμηνεία της προανα-φερθείσας διάταξης του Ν. 2112/1920, ενώ αυτή αναφέρεται στην προ-στασία των εργαζομένων έναντι της μη τήρησης από τον εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ίδιος νόμος, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη προστασία έναντι εκείνης της σχετικής Οδηγίας. Πράγματι,  για την εφαρμογή της διάταξης αρκεί και μία μόνο σύμβαση ορισμένου χρόνου αντί περισσότερων διαδο-χικών συμβάσεων όπως απαιτεί η Οδηγία. Τούτο ισχύει αφού ληφθεί υπόψη ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, που δεν αφορά μόνο το χαρακτηρισμό της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από το νομοθετικό χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου.

Μία διάταξη που θεσπίστηκε όταν πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν ο τέως επαναστάτης του Θερίσου, έμελλε να χρησιμεύσει στη δικανική αντιπαράθεση για ένα κρίσιμο ζήτημα, που ξεπερνά τα στενά όρια του εργατικού δικαίου και αντανακλά στο Κράτος Δικαίου και στην ίδια τη Δημοκρατία. Σε αυτήν τη διαμάχη οι σημαντικότερες διατάξεις τις οποίες επικαλείται η πλευρά των συμβασιούχων έγκεινται στο κοινοτικό δίκαιο, πλην όμως συνδυαστικά μπορεί να θεωρηθεί ως κρησφύγετο νομικής υφής, με σαφή την ένδικη σκοπιμότητα η ιστορική αυτή διάταξη.

Πάντως, το δικαστήριο δεν δικαίωσε την αναιρεσίβλητη που είχε προσληφθεί σε ΚΕΠ με σύμβαση έργου ορισμένου χρόνου για τη 18μηνη  «πιλοτική» περίοδο λειτουργίας του. Εύλογα η μειοψηφία επισημαίνει ότι τα ΚΕΠ βρίσκονταν σε παραγωγική λειτουργία και κατά το στάδιο της πιλο-τικής λειτουργίας τους και ότι οι ανάγκες της λειτουργίας αυτής, οι οποίες εξακολουθούν να υπάρχουν και μετά τη λήξη της πιλοτικής λειτουργίας τους, είναι πάγιες και διαρκείς.

Μετά την έκδοση των δύο αποφάσεων και λόγω της καθοριστικής τους σημασίας για το ζήτημα των συμβασιούχων η Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με τη συμμετοχή ευρωβουλευτών από ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, αποφάσισε ομόφωνα να συνεχίσει να παρακολουθεί το θέμα[87]. Πέρα από την καθιερωμένη τακτική της παρατεταμένης παρακολού-θησης (follow up), η μόνιμη κοινοβουλευτική επιτροπή ζήτησε τη συνολική επανεξέταση του ζητήματος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή[88].

Τον Οκτώβριο του 2006 ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζήτησε να αναιρεθούν δύο αποφάσεις Πρωτοδικείων που δικαίωσαν συμβασιούχους του Οργανισμού Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων, επικαλούμενος τις σχετικές απαγορευτικές διατάξεις του Συντάγματος, την αρχή της ισότητας και τη συνταγματική επιταγή για αξιοκρατικές προσλήψεις. Τόνισε ότι αφού ο νόμος επιτάσσει να είναι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, τότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για καταστρατήγηση δικαιωμάτων ούτε να εφαρμοστεί ο Ν. 2112/1920, αλλά ούτε και να μετατραπεί η σύμβαση σε αορίστου χρόνου. Όμως, απαγόρευση δεν υπάρχει στην πραγματικότητα στο Σύνταγμα και βέβαια οι όποιες διατάξεις της κοινής νομοθεσίας δεν μπορούν να έρχονται σε αντίθεση με πηγές υπερκείμενης τυπικής ισχύος.

Μπορεί αυτό το ζήτημα, μείζονος σημασίας για τουλάχιστον τη λήξασα περίοδο της ευημερίας στην Ελλάδα, να μην απέβη σε γενικές γραμμές προς όφελος των εργαζομένων, αλλά είναι ιστορικής σπουδαιότητας η μεταρ-ρύθμιση του περιεχομένου του Αστικού Κώδικα, στις εργατικές διαφορές. Ειδικότερα, το άρθρο 656 ΑΚ «Υπερημερία του εργοδότη», όπως τροπο-ποιήθηκε με το άρθρο 61 του Ν. 4139/2013 καθιερώνει ρητά το δικαίωμα του αδίκως απολυμένου στην εργασία, με την έννοια της εκ νέου πραγμα-τικής του απασχολήσεως και όχι μόνο στους μισθούς υπερημερίας.  Ειδικό-τερα, στο εδάφιο α’ ορίζεται ότι: «Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε». 

 

3.5. Παρατηρήσεις σε ευρύτερα ζητήματα.

Σε ευρύτερη θεώρηση, νομικά κρησφύγετα στις διάφορες αντιδικίες μπορούν να θεωρηθούν διατάξεις με ιδιάζουσα τυπική ισχύ, όπως εκείνες του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως έναντι του εθνικού. Είναι χαρακτη-ριστική επίσης από αυτήν την οπτική η συχνή επιφυλακτικότητα του εθνικού δικαστή να εφαρμόσει διατάξεις κυρωμένων από την Ελλάδα διεθνών συμβάσεων, που ενισχύουν τη νομική θέση των πολιτών έναντι του Κρά-τους, όπως είναι και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, κυρωμένο με το Ν. 2462/1997. Για παράδειγμα, πρόβλημα υπήρξε με τη δικαστηριακή αποχή από τη συμμόρφωση με τη διάταξη του άρ. 14 παρ. 5 του Συμφώνου, κατά την οποία «Κάθε πρόσωπο που κρίνεται ένοχο για παράβαση έχει δικαίωμα, η απόφαση περί της ενοχής και της καταδίκης να εξετασθεί από ανώτερο δικαστήριο, σύμφωνα με το νόμο»[89]. Πάντως, προσβολές των θεμελιωδών δικαιωμάτων σαν και αυτή δεν είναι μεθοδολογικά δόκιμο να θεωρηθούν περιπτώσεις αγνόησης νομικών κρη-σφύγετων καθώς οι σχετικοί κανόνες έχουν ως  σαφές και άμεσο αντίκρισμα την παροχή έννομης προστασίας στους πολίτες.

Συγκεκριμένα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η έννοια του νομικού κρησφύγετου αφορά περιπτώσεις δυσεπίλυτων ζητημάτων, οπότε ο θιγό-μενος αναζητεί καταφύγιο σε διατάξεις και αρχές της έννομης τάξης οι οποίες δεν έχουν κατά την κρατούσα επιστημονική γνώμη άμεση εφαρμογή στην υπόθεση που εκείνος αντιμετωπίζει ή τουλάχιστον δεν είναι ακόμη ξεκαθαρισμένο το ζήτημα αυτής της εφαρμογής. Τα κρησφύγετα, επομένως, έχουν κατά κανόνα ένα χαρακτήρα δυσεύρετο και επιτελούν μία λειτουργία εν δυνάμει έννομης προστασίας, χωρίς να αποκλείεται ακόμη και ο νομοθέτης των σχετικών ρυθμίσεων να μην είχε αποβλέψει στην παραγωγή του συγκεκριμένου αποτελέσματος όταν εκτελούσε το έργο του.

Διαδικαστικού χαρακτήρα νομικό κρησφύγετο αποτελεί και η νομοθεσία που απαγορεύει την παράσταση δημοσίου υπαλλήλου με δικηγόρο στην πειθαρχική διαδικασία.

Όσο και αν εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο, ο νομοθέτης δεν έχει πάντοτε μία πλήρως αποκρυσταλλωμένη άποψη για το ακριβές νόημα των ρυθμίσεών του. Παράδειγμα αποτελεί η υπαγωγή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης στον «άμεσο έλεγχο του Κράτους», στο Σύνταγμα του 1975, πράγμα που είχε ανάστροφο αποτέλεσμα στην ποινική δίωξη κατηγορου-μένων για την παραβίαση του νομοθετικά προβλεπόμενου προνομίου της ΕΡΤ στις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές. Ο άμεσος κρατικός έλεγχος σε ένα φιλελεύθερο Σύνταγμα δεν μπορεί να συνεπάγεται το αποκλειστικό μονο-πώλιο της Πολιτείας στα Μέσα αυτά. Έτσι, το κρησφύγετο μπορεί να προκύπτει στο ίδιο το νομικό οπλοστάσιο της εξουσίας, που επιδίδεται σε μία πολιτική διώξεων.

Αντίθετα, κρησφύγετο προερχόμενο από μερίδα της επιστημονικής θεωρίας του συνταγματικού δικαίου μπορεί να «αναγνωστεί» στη διάταξη του εδ. α’ του άρ. 52 του Συντάγματος, κατά την οποία «Η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση». Η διάταξη αυτή υπάγεται στο Κεφάλαιο για την ανάδειξη και συγκρότηση της Βουλής, αλλά υποστηρίζεται ότι μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επίκλησης και να εφαρμοστεί γενικότερα στο πολίτευμα.

 

3.6. Οι «Νόμοι Rolland».

Παρόμοιο κρησφύγετο με αυτό του άρ. 52 του Συντάγματος αποτελεί το νομικό οπλοστάσιο, γνωστό στη διεθνή βιβλιογραφία ως «Νόμοι Rolland». Το πολύ χρηστικό αυτό κρησφύγετο έμελλε να έλθει στην επικαιρότητα στη διεθνούς νομικού και πολιτικού ενδιαφέροντος στην περίπτωση της κατάρ-γησης του νομικού προσώπου της ΕΡΤ. Ειδικότερα, η άσκηση της δημόσιας επιχειρηματικής δραστηριότητας υπόκειται σε κοινές αρχές, γνωστές ως νόμοι ή αρχές Rolland[90]. Πρόκειται για κανόνες που διέπουν τη δημόσια υπηρεσία, οι οποίοι αποδίδονται στο Γάλλο Louis Rolland (1877-1956). Ειδικότερα, αυτός ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Παρισιού, το 1938 προσπάθησε να συστηματοποιήσει τις βασικές αρχές που πρέπει να ισχύουν για τη λειτουργία μιας δημόσιας υπηρεσίας, οπότε προέκυψαν οι λεγόμενοι «Νόμοι Rolland». Το ίδιο συμβαίνει και με τις δημόσιες συμβάσεις. Σε κάθε περίπτωση, διευκρινίζεται ότι με τον όρο «Νόμοι Rolland» νοούνται θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, οι οποίες  εξήχθησαν από τη νομολογία των αρχών του εικοστού αιώνα και ότι ως τέτοιες αναφέρονται γενικά η συνεχής λειτουργία, η κινητικότητα ή προσαρμογή και η ισότητα. Δεν υπάρχει συναίνεση στην επιστήμη ως προς τον αριθμό, το περιεχόμενο και τη νομική αξία αυτών των νόμων. Ο πρώτος νόμος συνίσταται στη συνέχεια των δημοσίων υπηρεσιών και εφαρμόστηκε, αν και όχι με ρητή επίκληση στους «Νόμους Rolland» στην προσωρινή διαταγή του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά του «σκοταδιού» που προκλήθηκε από τη διακοπή παροχής ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών απλό το Κράτος, με την αιφνίδια λήξη του προγράμματος της ΕΡΤ στις 11.06.2013[91]. 

 

 


 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η ΕΝΟΠΛΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

 

4.1. Ζητήματα μεθοδολογίας στη νομική επιστήμη.

Καθώς ήδη έχει αναπτυχθεί μια σχετικά νέα θεωρία συγγενής με το συγκρητισμό, αυτή για τη νομική μέθοδο των κρησφύγετων, θα ήταν χρή-σιμο να αναπτυχθεί και μία σύστοιχη προσέγγιση, με άξονα το θέμα των όπλων[92].

Το φαινόμενο ετυμολογικά έχει τη σημασία του εργαλείου και χρησιμο-ποιείται κυρίως για την πολεμική σύγκρουση. Στο χώρο του ποινικού δικαίου, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρ. 1 του Ν. 2168/1993, «όπλα θεω-ρούνται επίσης τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα και ιδιαίτερα: α…, β. Μαχαίρια κάθε είδους, εκτός εκείνων που η κατοχή τους δικαιολογείται για οικιακή ή επαγγελματική χρήση ή εκπαιδευτική χρήση, τέχνη, θήρα, αλιεία ή άλλη συναφή χρήση». Ωστόσο, σήμερα το νομοθέτημα αυτό έχει υποστεί μεταβολές, κυρίως με το Ν. 3944/2011 ενώ το προ-αναφερθέν περιεχόμενο εξακολουθεί να ισχύει[93]. Κατά τη λογική ερμηνεία των διατάξεων αυτών, όπλο δεν είναι κάθε αντικείμενο πρόσφορο για άμυνα ή επίθεση, αλλά οποιοδήποτε αντικείμενο που μπορεί να επινοήσει η ανθρώπινη εφευρετικότητα, του οποίου ο αντικειμενικός προορισμός, κατά την κοινή αντίληψη, είναι η επιθετική ή η αμυντική ενέργεια. Πρέπει δηλαδή από την κατασκευή του το αντικείμενο να προορίζεται για άμυνα ή επίθεση, πράγμα που αποτελεί την ειδοποιό διαφορά των όπλων σε σχέση με τα υπόλοιπα αντικείμενα. Άλλο είναι το ζήτημα ότι για την εκτίμηση της βαρύ-τητας των εγκλημάτων που διαπράττει ο δράστης λαμβάνεται υπόψη το μέσο που χρησιμοποίησε, κατά την παρ. 2 του άρ. 79 ΠΚ[94].

Ο οπλισμός συνδέεται, μεταξύ άλλων, με την παράδοση του πυρρίχιου χορού και με διάφορα  στερεότυπα από θεσμούς είτε της κοινωνίας είτε της πολιτείας, τα οποία είναι δεκτικά σχετικής θεωρητικής επεξεργασίας. 

 

4.2. Ο πυρρίχιος χορός.

Στη δωρική περίοδο της Κρήτης ο συνδυασμός πολεμικής αρετής και λοιπής παιδείας καθίσταται εμφανής στο περίφημο ποίημα του Κρητικού ποιητή Υβρία, που χρονολογείται από τον 4ο αιώνα π.Χ. Πιθανολογείται ότι αυτός ο ύμνος στα όπλα αφορά ένοπλο χορό, κατά τον οποίο ο χορευτής, κρατώντας τα όπλα του, έκανε μιμητικές κινήσεις και τεχνικές ρυθμικές χειρονομίες, υπό τους ήχους λύρας ή αυλού. Σκοπός του πολεμικού αυτού χορού ήταν η τόνωση του μαχητικού φρονήματος των πολεμιστών και η προέλευσή του πρέπει να αναχθεί στον αρχαιότατο και περίφημο «χορό των Κουρήτων», όπως έχει επισημανθεί. Πατρίδα του δωρικού αυτού χορού ήταν η Κρήτη, όπου η ένοπλη όρχηση συνδεόταν με τη λατρεία της θεάς Μεγάλης Μητέρας. Κατά το Στράβωνα, πρώτοι οι Κουρήτες χόρεψαν το χορό αυτό. Ειδικότερα, αναφέρει ότι ο Σκήψιος θεωρεί πιθανό Κουρήτες και Κορύ-βαντες να είναι οι ίδιοι: οι νεαροί («Κουρήτες») που εκτελούσαν τον πολε-μικό χορό για τις τελετές της Μητέρας των θεών. Η πυρρίχη ήταν ο εθνικός χορός των Δωριέων Κρητών, ευρετής του οποίου θεωρείται ο ήρωας Πυρ-ρίχης. Πρόκειται για ένοπλο χορό, κατάλληλο για σωματική και στρατιωτική εξάσκηση. Συνέχεια και εξέλιξη της αρχαίας πυρρίχης θεωρείται ο σύγχρο-νος, τόσο διαδεδομένος και σήμερα στην Κρήτη «πηδηκτός» χορός, ίσως από το λόγο ότι και οι χορευτές της πυρρίχης πηδούσαν κατά την εκτέλεση του χορού. Ο πηδηκτός εκτελείται με συχνά και γρήγορα βήματα (ζάλα) και ποικίλους τεχνικούς και επιδέξιους ελιγμούς. Εξάλλου, δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι ο ύμνος του Υβρία, που εκφράζει το δωρικό ιδεώδες απέναντι στα όπλα, αν και είχε λησμονηθεί για αιώνες, επανήλθε στην επι-καιρότητα το 1893, κατά την τελευταία περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας στην Κρήτη, υπό το βάρος των ένοπλων τότε εξεγέρσεων. Όπως αμέσως από τα παραπάνω προκύπτει, ο χορός στην αρχαία Ελλάδα είχε και χαρακτήρα διδακτικό. Συνεπώς, και ο πυρρίχιος προοριζόταν για τη διαπαιδαγώγηση των νέων, όπως εξάλλου μαρτυρεί ο Στράβωνας[95].

Ο διδακτικός χαρακτήρας του αρχαιοελληνικού χορού, ιδίως του πυρρί-χιου ο οποίος σύμφωνα με τα παραπάνω δημιουργεί προφανείς συγκρητι-στικούς συνειρμούς, πρέπει να συσχετιστεί με τον όμοιο χαρακτήρα που έχουν μέχρι και σήμερα οι γνωμικές μαντινάδες, όπως έχει επισημανθεί. 

 

4.3. Οικογενειακά.

Η αυτοδικία στη Μάνη αποτελούσε ius non scriptum, που βάρυνε τους άνδρες της οικογένειας του θύματος. Καθώς ιδιαίτερα πριν από την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Οθωμανούς δεν αντιτασσόταν στο έγκλημα επίσημη διοικητική και ποινική εξουσία, ο ίδιος ο Μανιάτης αναλάμβανε την  ικανοποίηση και την εφαρμογή του δικαίου. Αν κάποιος διέπραττε φόνο, δεν υπήρχε το ανάλογο δικαστήριο για να απονείμει δικαιοσύνη, αλλά τιμωρός θα γινόταν η ίδια η οικογένεια. Είναι ενδεικτικό ότι η δύναμη μίας οικογένειας υπολογιζόταν σε τουφέκια, όσον αφορά το έθιμο του «γδικιωμού» ή «δικιωμού». Σήμερα η Μάνη και η Κρήτη, τα μέρη της ελληνικής επικράτειας στα οποία η βεντέτα προκαλούσε εκατόμβες θυμάτων, δεν είναι πλέον οι τόποι του αίματος, αλλά συμβαίνουν σπάνια περιπτώσεις αντεκδικήσεως[96].

Η λέξη «βεντέτα», με το γνωστό σε όλους νομικό περιεχόμενο, προ-έρχεται από το ιταλικό ρήμα vendico, που σημαίνει εκδικούμαι. Στην Κρήτη όμως, και ειδικότερα στους τόπους όπου απαντάται το φαινόμενο (ορεινές περιοχές των τριών δυτικών νομών), η συνήθως χρησιμοποιούμενη λέξη είναι «οικογενειακά», η οποία αποδίδει ακριβέστερα το διπλό περιεχόμενο της κρητικής εκδίκησης, ως μίας υπόθεσης αυστηρά οικογενειακής, αλλά και ως μιας συμπεριφοράς επιβαλλόμενης από το χρέος προστασίας της οικο-γενειακής τιμής. Αντί του όρου «οικογενειακά» χρησιμοποιείται και ο όρος «φονικά»[97]. Στην κρητική λογοτεχνία (Ερωτόκριτος κτλ.) απαντάται επίσης και η λέξη γδικιωμός.

Πρόκειται για αρχαίο τρόπο απονομής της δικαιοσύνης, η οποία χάνεται στα βάθη του χρόνου και ανιχνεύεται σε όλες σχεδόν τις νομοθεσίες των πολιτισμών, που αναπτύχθηκαν στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου κατά τη δεύτερη προ Χριστού χιλιετία. Στους πολιτισμούς αυτούς η θέσπιση της θεμελιώδους δικαιικής αρχής της Ανταπόδοσης ή Ταυτοπάθειας ή του Αντι-πεπονθότος, εκφράζεται ως θρησκευτική επιταγή και αποκτά κύρος και δεσμευτικότητα για τους κοινωνούς του Δικαίου, απλώς και μόνο επειδή το διατάσσουν οι θεοί. Στην Κρήτη όμως, για πρώτη φορά στην ιστορία του Δικαίου, η μορφή αυτή απονομής της δικαιοσύνης εμφανίζεται ως προϊόν ανθρώπινης βούλησης και ως νόμος του κράτους με όλη τη σημασία της λέξης (με συγκρίσιμο προηγούμενο τον Κώδικα του Χαμουραμπί). Η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έχει βέβαια ίσαμε τώρα αποκαλύψει κάποια επιγραφή με τη σχετική ποινική διάταξη. Η διάταξη όμως αυτή σώζεται ακέραιη στο έργο του θερμού θαυμαστή της Κρητικής Πολιτείας Αριστο-τέλη. Ο μεγάλος Σταγειρίτης στο τέταρτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχειών και συγκεκριμένα στο όγδοο κεφάλαιό του (1132), όπου κάνει λόγο για τις διάφορες μορφές απονομής της δικαιοσύνης, αναφέρεται και στο Αντι-πεπονθός, το οποίο χαρακτηρίζει ως σπουδαία μορφή απονομής Δικαίου, και κατονομάζει τον άνθρωπο που το εισηγήθηκε στη Μινωική Πολιτεία, τον Ραδάμανθυ, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη αναφερθεί.

Από τότε το Αντιπεπονθός θα αποτελέσει τη βάση του Ποινικού Δικαίου της Κρήτης σχεδόν ίσαμε την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους και το συνεχές της εφαρμογής του δεν θα κλονιστεί ούτε για μια στιγμή, ως την ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας. Η μεγαλόψυχη και υπέροχη ένσταση του Σωκράτη, ότι δεν πρέπει να εκδικούμαστε ούτε να κακοποιούμε κανέναν άνθρωπο, ό,τι και αν έχουμε πάθει από αυτόν, η οποία αποτελεί την πρώτη στην ιστορία του Δικαίου αμφισβήτηση του Αντιπεπονθότος, τέσσερις περίπου αιώνες πριν την παρόμοια διδασκαλία του Χριστού, ακούστηκε στην αρχαιότητα σαν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Ο Πλάτωνας στο έργο του Νόμοι, που συνέγραψε για να χρησιμοποιηθεί ως νομοθεσία μίας υπό ίδρυση αποικίας των Κρητών, της Μαγνησίας, αφενός επανειλημμένα εισηγείται την υποχρέωση της πολιτείας να τιμωρεί με θάνατο το δράστη μίας ανθρωπο-κτονίας από πρόθεση, και αφετέρου θεσπίζει υπέρ των στενών εξ αίματος συγγενών ή και οποιουδήποτε πολίτη τη –συντρέχουσα με το κράτος– αρμοδιότητα να επιδιώκουν αυτοδύναμα την εφαρμογή του νόμου με τη θανάτωση του αδικητή ή με τη σύλληψή του και την παράδοσή του στις δικαστικές αρχές, προκειμένου να επακολουθήσει η εκτέλεσή του[98].

Τέλος, έχει παρομοιαστεί με την κρητική βεντέτα η πολιτική δολοφονία του φιλοβασιλικού πολιτικού Ίωνα Δραγούμη στις 31 Ιουλίου 1920 στην Αθήνα, από ομάδα Κρητικών χωροφυλάκων, με επικεφαλής το λοχία Αντώ-νη Σαρτζετάκη (πατέρα του μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Χρήστου Σαρτζετάκη, η οικογένεια του οποίου είχε εμπλακεί σε μία μεγάλη σειρά εκδικητικών φόνων με την οικογένεια Πεντάρη). Ο Δραγούμης δολο-φονήθηκε από Κρητικούς της ορεινής Κρήτης, ελαυνόμενους από το εκδικη-τικό πάθος που χαρακτηρίζει τους δράστες όταν εκδικούνται το θάνατο στενών τους συγγενών. Για τους θύτες ο Βενιζέλος ήταν ένας πατέρας, ο οποίος την προηγούμενη ημέρα είχε υποστεί δολοφονική απόπειρα από δύο απότακτους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, το Γεώργιο Κυράκη και τον Απόστολο Τσερέπη, στο σταθμό της Λυών στο Παρίσι[99].

 

4.4. Συγκρητιστική πολιτική κίνηση και Δημοφρουρές.

Έχει επισημανθεί ότι οι επαναστάτες του Θερίσου μετήλθαν στο επιχει-ρησιακό επίπεδο διάφορες τεχνικές, όπως είναι και ο εξοπλισμός. Στον αντί-ποδα αυτού του  συγκρητιστικού κινήματος, βρίσκεται μία κίνηση που έκανε ο Ηγεμόνας της Κρητικής Πολιτείας, κατόπιν εισηγήσεων στενών του συνεργατών. Ο πρίγκιπας μερίμνησε για τη δημιουργία ένοπλων ομάδων από αυτόχθονες, ταγμένων να συνεπικουρήσουν το έργο των ξένων στρατών κατοχής στο νησί, δηλαδή κυρίως των Ρώσων, και δευτερευόντως της Χωρο-φυλακής η οποία συνέπραττε με τις στρατιωτικές δυνάμεις στις επιχειρήσεις κατά των στασιαστών. Επρόκειτο για τις δημοφρουρές, αντεπαναστατικό εγχείρημα της ύστερης φάσης του θερισιανού κινήματος, θεσμοθετημένο με νόμο της κρητικής Βουλής. Ο κρητικός πολιτικός αρχηγός Αντώνιος Μιχελι-δάκης, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την ψήφιση  του νόμου περί δημο-φρουρών, ανέφερε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που γίνεται χρήση αυτού του μέτρου, καθώς και σε άλλες επαναστάσεις οι επαρχίες προέβαιναν αυθόρ-μητα σε αυτό, ωθούμενες από το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως.

 

4.5. Κατ’ οίκον οπλοκατοχή.

    Ο Ηγεμόνας της Κρητικής Πολιτείας είχε επιβάλει τον αφοπλισμό των πολιτών, κάτι που προκάλεσε σε όχι λίγες περιπτώσεις, τη δυσφορία τους. Αν και δεν είναι δυνατό να υπολογιστεί το εύρος της επιτυχίας αυτού του μέτρου, τα περίπου 80.000 οπλικά αντικείμενα τα οποία συγκέντρωσαν οι αρχές είναι ενδεικτικά του εύρους της σχετικής επιχείρησης. Μάλιστα, για αυτό το λόγο χρειάστηκε να εισαχθεί στην Κρήτη το αναγκαίο πολεμικό υλικό προκειμένου να λάβει χώρα η επανάσταση του Θερίσου, ενώ συμβο-λικός αφοπλισμός έγινε στη συγκυρία του συμβιβαστικού τερματισμού της  επανάστασης[100].

Τα όπλα είχαν αποτελέσει σε πολιτικό και νομικό επίπεδο το «μήλον της έριδος» στο νεοσύστατο κράτος, που προσπαθούσε να εξευρωπαϊστεί χωρίς όμως να έχει αποκτήσει ακόμη το δικό του στρατό, με τη μορφή της πολιτο-φυλακής. Η νομική κατοχύρωση του οπλισμού αποτελεί ένα curiosum υπό το πρίσμα της συνταγματικής ιστορίας του μητροπολιτικού ελληνικού κράτους. Όμως, είναι αξιοσημείωτο ότι στο αμερικανικό συνταγματικό δίκαιο υπάρχει κανόνας κατά τον οποίο «Μία εύρυθμη πολιτοφυλακή, η οποία είναι αναγκαία προς την ασφάλεια μίας ελεύθερης Πολιτείας, το δικαί-ωμα του λαού να διατηρεί και να φέρει όπλα, δεν θα παραβιάζονται»[101]. Δυνάμει του άρ. 16 του Συντάγματος του 1907, το οποίο υποτίθεται ότι αποτελούσε αναθεώρηση του Συντάγματος του 1899, που διείπε από την αρχή την Κρητική Πολιτεία, οι Κρητικοί οι οποίοι απολαμβάνουν την ελεύθερη άσκηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων δικαιούνται να έχουν για άμυνά τους όπλα κατ’ οίκον, αλλά απαγορεύεται η οπλοφορία χωρίς άδεια κατά τις διατάξεις των κειμένων νόμων. Κατά αντιδιαστολή προς το προ-γενέστερο συνταγματικό κείμενο το οποίο απλώς έθετε ως προϋπόθεση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι την έλλειψη οπλισμού των συνερχομένων, το δεύτερο και τελευταίο της περιόδου της Αυτονομίας διακηρύσσει τη θεμελιώδη ελευθερία της οικιακής οπλοκατοχής με σκοπό την αυτοάμυνα.

Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας πολεμικών όπλων είχε για πρώτη φορά το 1858 απονεμηθεί στον κρητικό λαό, ο οποίος μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών κατόπιν της Μικρασιατικής Καταστροφής δεν ήταν αμιγώς ελληνορθόδοξος. Ειδικότερα, με ειδικό φιρμάνι, με το οποίο επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί η κρίση του Κινήματος του Μαυρογένη, επιτράπηκε στους Κρητικούς να έχουν όπλα. Εξάλλου, στις ιδιαίτερες διατάξεις της Σύμβασης της Χαλέπας, του 1878, συγκαταλέγεται η πρόβλεψη ότι θα επιτρέπεται στους κατοίκους του νησιού να έχουν τα όπλα τους, αλλά τους απαγορεύεται να περιφέρονται με αυτά χωρίς άδεια της Αρχής[102].

Αναθεωρώντας το Σύνταγμά τους, οι Κρητικοί διδάχτηκαν από την εμπει-ρία της «άοπλης πολιτείας» τους στα πρώτα χρόνια του ελεύθερου βίου τους,   θεσπίζοντας το ατομικό θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη να έχει όπλα, με τον περιορισμό ότι αυτά θα φυλάσσονται στην οικία του και θα παραμένουν σε αυτήν, εκτός αν εκείνος έχει την άδεια να οπλοφορεί. Η ρύθμιση αυτή, που θυμίζει ως προς τη διατύπωσή της το ιστορικό προηγούμενο των ιδιαί-τερων διατάξεων της Σύμβασης της Χαλέπας, είναι δυνατό να παραλληλι-στεί και με την προαναφερθείσα αμερικανική ρύθμιση. Όπως ο συντακτικός νομοθέτης της άλλης πλευράς του Ατλαντικού συνέδεσε τους θεσμούς της πολιτοφυλακής και της λαϊκής οπλοφορίας, έτσι και στο θνησιγενές Σύνταγμα της Κρήτης ανιχνεύεται εμμέσως μία συσχέτιση της διάχυτης κατοχής όπλων με την πολιτοφυλακή, η οποία για πρώτη φορά έμελλε να ιδρυθεί.

Εξάλλου, το 1938 σημειώθηκε στη Μεγαλόνησο η μοναδική ένοπλη εξέγερση του ελληνικού λαού κατά του δικτατορικού καθεστώτος του Ιωάννη Μεταξά, δηλαδή ένα ακόμη αντικαθεστωτικό κίνημα, μετά την επανάσταση του Θερίσου. Το αποτέλεσμα ήταν ότι διατάχθηκε γενικός αφο-πλισμός των Κρητικών, ο οποίος όμως είχε μάλλον πενιχρά αποτελέσματα. Αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι το 1940 οι Κρητικοί, οι οποίοι επιμελώς είχαν αποφύγει να παραδώσουν τον οπλισμό τους, παρέδωσαν ένα νούμερο όπλων που πλησιάζει εκείνο που είχε συγκεντρωθεί μία τεσσαρα-κονταετία νωρίτερα. Ο λόγος της παράδοσης του οπλισμού ανάγεται στη διακεκριμένη φιλοπατρία τους, στη συγκυρία της εκκλήσεως της Κυβερνή-σεως για εθελοντική προσφορά όπλων για τον ελληνικό στρατό, στη συγκυρία του έπους του ’40.

Αποτέλεσμα αυτού του μαζικού αφοπλισμού ήταν ότι όταν τον Απρίλιο του 1941 έγινε η μάχη της Κρήτης, οι αμυνόμενοι πολίτες αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν τους Γερμανούς εισβολείς εκ του προχείρου, καθώς είχαν αποψιλωθεί από τα πολεμικά τους όπλα. Αυτή η αντιξοότητα στο συλλογικό υποσυνείδητο καταγράφηκε ως η τελευταία φορά που οι ντόπιοι είχαν δεχθεί να ζήσουν χωρίς όπλα.

 

4.6. Επιβίωση της οπλοκατοχής και το απόστημα των Ζωνιανών.

Η ιδιαίτερη σχέση των Κρητικών με τα όπλα συνεχίζεται μέχρι σήμερα, παρά το γεγονός ότι η Μεγαλόνησος έχει από το 1913 ενταχθεί στο οικείο μητροπολιτικό κράτος. Παρατηρείται μία ιδιόμορφη κατάσταση καθώς η Ελλάδα αφενός από την πτώση της τελευταίας στρατιωτικής δικτατορίας διέρχεται μία περίοδο καινοφανούς πολιτειακής ομαλότητας και αφετέρου δεν έχει επιβάλει τον αφοπλισμό σε μία από τις περιοχές της. Χωρίς τυπικά να θεωρείται ότι πρόκειται για ένα νομικό έθιμο στο χώρο του ποινικού δικαίου, η Πολιτεία δεν ακολουθεί μία «επιθετική στρατηγική» για την εξάλειψη του παραδοσιακού φαινομένου της χωρίς άδεια οπλοκατοχής. Μόλις τον Ιούλιο 2005 ο επικεφαλής του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης επιχείρησε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, με μία συμβολική κίνηση στην Κρήτη, που αποσκοπούσε στον οικειοθελή αφοπλισμό. Αυτή όμως η πρό-σκληση, η οποία άλλωστε είναι αμφίβολο αν βρίσκει ερείσματα στο ισχύον δίκαιο, δεν φαίνεται να έχει αποδώσει καρπούς. Σε θεωρητικό επίπεδο έγινε απόπειρα να δοθεί η εξήγηση ότι η σχέση των Κρητικών με τα όπλα είναι πατροπαράδοτη, με σαφές ιστορικό και εθνικό στίγμα. Όπως στη Μάνη, κατά μείζονα λόγο στην Κρήτη ο λαός περηφανεύεται για τα όπλα του και οι άνδρες θεωρούν τον εαυτό τους ασφαλή, κατέχοντας ένα ή και περισσότερα όπλα.

Σε επίπεδο πράξης, το πρόβλημα ήρθε ξανά στην επικαιρότητα με τα γεγονότα της Κοινότητας Ζωνιανών, στα τέλη 2007. Εδώ και περίπου μία εικοσαετία οι αρχές είχαν ανεχθεί συστηματικά ένα de facto καθεστώς προ-σοδοφόρου παρανομίας, όπως μεταξύ άλλων ένοπλες επιθέσεις, καλλιέργεια και λαθρεμπόριο ναρκωτικών. Οι διωκτικές αρχές δεν έκαναν το καθήκον τους με αποτέλεσμα να γράφεται μία από τις μελανότερες σελίδες στη σύγ-χρονη ιστορία της Μεγαλονήσου.

Έχει διαμορφωθεί μία ιδιότυπη κατάσταση στην τοπική κοινωνία, η οποία αντικατοπτρίζεται στη σύγχυση αξιών, στην αλλοτρίωση, στην ανυπαρξία ιδανικών και στόχων, στην επιδίωξη του εύκολου πλουτισμού, στην ανάδειξη αρνητικών προτύπων για τους νέους, στην υποβάθμιση της πυρηνικής οικογένειας και στην ανάδειξη της ισχύος διαμέσου της βίας και του εύκολου πλούτου, σε τοπική κοινωνική καταξίωση. Το χειρότερο είναι ότι εκτός από τις καθημερινές εκδηλώσεις παραβατικότητας, πάνω στο κοινωνικό φόντο που περιγράφηκε, δομήθηκαν σταδιακά δίκτυα οργανω-μένης εγκληματικότητας τα οποία διαβρώνουν τις κοινωνικές αξίες, τους διοικητικούς μηχανισμούς, ακόμη και τους πολιτικούς. Όλα αυτά βέβαια καμία σχέση δεν έχουν με την παράδοση και με το ρομαντισμό των πριν από 30-40 χρόνια κλασικών ζωοκλεφτών, οι οποίο μέσα στην ανείπωτη φτώχεια αναγκάζονταν είτε να ξενιτεύονται είτε να κλέβουν για να ζήσουν. Σήμερα, οι παραδοσιακές μορφές κοινωνικής οργάνωσης έχουν μετεξελιχθεί σε εργαλεία ανάπτυξης της εγκληματικότητας και μάλιστα σε οργανωμένη μορφή, ακολουθώντας παρόμοιες μεθόδους που εμφανίστηκαν στα χωριά της μαφίας στη νότια Ιταλία[103].

Εκτιμάμε ότι το απόστημα των Ζωνιανών δεν αναδεικνύει απλώς τις πελατειακές δομές του ελληνικού κράτους και την περιθωριοποίηση των κατοίκων της περιοχής, αλλά πρόκειται όντως για ένα φαινόμενο που, τηρουμένων των αναλογιών, μπορεί να παραβληθεί με την ιταλική μαφία και βρίσκεται στον αντίποδα του συγκρητισμού.  

 

4.7. Κρατικά θεσμικά στερεότυπα.

Τα όπλα συνιστούν παράγοντα σημαντικών περιορισμών στο χώρο της ένοπλης Διοίκησης, ενώ στη μεταφορική τους διάσταση σπουδαία ζητήματα ανακύπτουν για τις άλλες δύο εξουσίες της Πολιτείας. Ειδικότερα, μπορούν ενδεικτικά να διακριθούν τα εξής κρατικά στερεότυπα:

α) Πολιτική ουδετερότητα των υπηρετούντων στα σώματα στρατιωτικής πειθαρχίας. Κατά το άρ. 4 του κρητικού Συντάγματος του 1907 οι υπη-ρετούντες στην πολιτοφυλακή και χωροφυλακή δεν έχουν δικαίωμα ψήφου και οφείλουν να τηρούν αυστηρά πολιτική ουδετερότητα. Η καινοφανής αυτή ρύθμιση είχε τεθεί κατά τρόπο αντισυνταγματικό, καθώς το άρ. 3 του αρχικού Συντάγματος δεν συγκαταλεγόταν μεταξύ αυτών που θα μπορούσαν να τροποποιηθούν, σύμφωνα με την απόφαση της Βουλής που έθεσε σε κίνηση τη διαδικασία της αναθεώρησης. Η παρείσακτη αυτή διάταξη ήταν διαποτισμένη με τη διεθνή  ιδεολογία της μοναρχίας, η οποία στηρίζεται στην ουδετερότητα του μονάρχη και συνακόλουθα του κρατικού μηχανι-σμού, του οποίου αυτός είναι ο επικεφαλής. Οι οπλοφόροι υπάλληλοι παρα-δοσιακά εμφανίζονται εγκλωβισμένοι σε μία λογική πολιτικής ουδετερότη-τας, η οποία στην ουσία οδηγεί σε σοβαρό και μερικές φορές αδικαιολόγητο από πλευράς της αρχής της αναλογίας περιορισμό των ατομικών τους δικαιωμάτων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τακτική των περιορισμών όσον αφορά τα πολιτικά τους δικαιώματα καθώς πρόκειται για πολίτες, ένστολους και ένοπλους. Καθώς αυτό το γεγονός τους δίνει εκ των πραγ-μάτων τη δυνατότητα για μία βαρύνουσα παρέμβαση στο πολιτικό γίγνε-σθαι, η νομοθεσία ιστορικά τείνει  να αποδυναμώνει την προστασία των δικαιωμάτων που κανονικά απολαμβάνουν οι υπόλοιποι πολίτες.

Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το ισπανικό Σύνταγμα, το οποίο απαγορεύει ρητά τη δυνατότητα συλλογικής υποβολής αναφορών στους κόλπους του στρατού και των σωμάτων στρατιωτικής πειθαρχίας. Ο απο-κλεισμός των συλλογικών αναφορών χάριν των ατομικών στηρίζεται σε ένα αρνητικό εγχώριο προηγούμενο, καθώς η Ισπανία μετρούσε 202 πραξικο-πήματα σε λιγότερο από δύο αιώνες. Ιδίως στη Νότια Ευρώπη, η ανάμειξη του στρατεύματος στα πολιτικά πράγματα ήταν δεδομένη και επικίνδυνη.

Αναφορικά με το μείζον διακύβευμα, δηλαδή το ενεργητικό εκλογικό δικαίωμα, αυτό θεωρήθηκε από τους Κρητικούς ως κατώτερης αξίας σε σχέση με την απρόσκοπτη εκπλήρωση της αποστολής των στρατιωτικών της Χωροφυλακής και του μετέπειτα σύστοιχου σώματος της Πολιτοφυλακής. Επειδή η Χωροφυλακή είχε δοκιμαστεί κατά τρόπο τραγικό στη δίνη της οκτάμηνης αναμέτρησης μεταξύ των θερισιανών και των πολιτειακών δυνάμεων, με αποτέλεσμα ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός στρατιωτικών της να λιποτακτήσει προς την επαναστατική πλευρά, αντιμετωπίζοντας ερήμην καταδίκες από στρατοδικεία, κρίθηκε σκόπιμο να διασφαλιστεί ότι στο μέλλον αυτό το σώμα θα παραμείνει υπεράνω κομματικών και εκλογι-κών συγκρούσεων. Η τιμή των πολιτών που επάνδρωναν το μοναδικό συνταγματικό σώμα αυτόχθονων οπλοφόρων αντισταθμιζόταν κατά κάποιο τρόπο με την «ατιμία» τους ως ψηφοφόρων. Οι Κρητικοί όμως, με μία ακόμη επανάσταση, αυτήν του 1908, εκβίασαν την Ένωση της πατρίδας τους με το Βασίλειο της Ελλάδας, εφαρμόζοντας πλέον το Σύνταγμα του Κράτους των Αθηνών. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει στο γεγονός ότι στο πράγματι επίλεκτο σώμα της Κρητικής Χωροφυλακής ανατέθηκε η αστυνόμευση της Θεσσαλονίκης μόλις η πόλη απελευθερώθηκε από τους Οθωμανούς.

β) Η στρατηγική αντιπαράθεσης στην κοινοβουλευτική οδό και στη δικαστική. Ο κοινοβουλευτισμός αποτελεί ιστορικά τον κατ’ εξοχήν μηχανι-σμό που καθιστά την αντιπαράθεση στο δημόσιο βίο από ένοπλη σε άοπλη. Αυτό που αξίζει να επισημανθεί είναι ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης στηρίζεται και αυτό σε μία «ένοπλη» λογική, με τη μετα-φορική σημασία του όρου. Παράδειγμα αποτελεί η κοινοβουλευτική αρχή, η οποία συνίσταται στη διατήρηση της Κυβέρνησης στην εξουσία εφόσον στηρίζεται από την πλειοψηφία των βουλευτών, και συγκεκριμένα ο βασικός της μηχανισμός, οι προτάσεις εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας κατά της Κυβερ-νήσεως. Έτσι, στην επιστήμη έχει προταθεί η εξής τυπολογία επιδιωκόμενων με τις προτάσεις αυτές  πολιτικών σκοπών: -Εξοπλισμός, η αναζήτηση από την Κυβέρνηση της εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου προς αυτή. -Αφοπλι-σμός, συνιστάμενος στη διάψευση του επιχειρήματος της Αντιπολιτεύσεως ότι η Κυβέρνηση έχει χάσει την εμπιστοσύνη της πλειονότητας του λαού. -«Ανθόπλισις», η αναζήτηση της επιβεβαίωσης της εμπιστοσύνης του κοινο-βουλίου προς την Κυβέρνηση η οποία διαφαίνεται ότι έχει χάσει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος[104].

Εξάλλου, κλασική είναι η έκφραση «ισότητα των όπλων» για να δηλωθεί η θεμελιώδης προδιαγραφή μίας δίκαιης δίκης, που συνίσταται στην ισηγο-ρία και στην ευρύτερη θεσμική ισότητα μεταξύ των αντιδίκων που λαμβά-νουν μέρος σε μία δικανική διαδικασία. Η διερεύνηση αυτής της δικονομι-κής αρχής μπορεί να έχει σημαντικό πρακτικό αντίκρισμα. Για παράδειγμα, η Ελληνική Δημοκρατία καταδικάστηκε για παραβίαση της διάταξης της παρ. 4 του άρ. 5 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με το σκεπτικό ότι η αρχή της ισότητας των όπλων επέβαλε την παροχή δυνατό-τητας στον προσωρινά κρατούμενο να εμφανιστεί ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών για να αντικρούσει την εισαγγελική πρόταση παράτασης της κρατή-σεως. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμά-των υπαγορεύει τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του εισαγγελέα στην ποινική δίκη. Ειδικότερα, είναι αξιοσημείωτη κυρίως η απόφαση «Bulut κατά Αυστρίας» της 22.2.1996, στην οποία διευκρινίζεται ότι, χωρίς να αμφισβητείται η αντικειμενικότητα του εισαγγελέα, από τη στιγμή που αυτός προτείνει την αποδοχή ή την απόρριψη μίας εφέσεως, η γνώμη του δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ουδέτερη. Αυτή η δικονομική αρχή, η οποία καθιερώνεται στην παρ. 1 του άρ. 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως, απαιτεί να γνωστοποιούνται οι προτάσεις του εισαγγελέα στην υπεράσπιση έτσι ώστε αυτή να μπορεί να απαντήσει[105].    

 

4.8. Εισήγηση μίας νομικής μεθόδου για τα όπλα.

Τα όπλα, τα οποία αποτελούν παραδοσιακά μία σημαντική ύλη προς ρύθμιση στο χώρο του ποινικού δικαίου, προσφέρονται για την επεξεργασία και συστηματική χρησιμοποίηση μίας ιδιαίτερης μεθόδου. Αυτή η ερμηνευ-τική προσέγγιση έχει  αποκληθεί  «ένοπλη», υποδηλώνοντας τη στενή σχέση του οπλικού φαινομένου με τις επίσημες Ένοπλες Δυνάμεις ενός Κράτους. Βέβαια, δεν σημαίνει ότι η χρήση αυτού του όρου αποκλείει τη μελέτη και άοπλων πρακτικών, όπως είναι και η κατά μεταφορά χρήση του όρου «όπλα» στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού δικαίου και ιδίως των διαφόρων επιμέρους κλάδων της δικονομίας, ιδιαίτερα στο πεδίο του ποινικού δικο-νομικού δικαίου. Πρόκειται για μία μέθοδο, όχι για το υποδεέστερο φαινόμενο της τεχνικής καθώς διατρέχει διάφορους κλάδους του δικαίου, με έμφαση στο  δημόσιο δίκαιο, ενώ προφανής είναι η σπουδαιότητά της και στο ποινικό. Ο κυριότερος λόγος που συνηγορεί για το γεγονός ότι η οπλική δεν είναι μία τεχνική, είναι ότι οι εκφάνσεις της μπορεί να αντιστοιχούν σε περισσότερες από μία τεχνικές, όπως είναι η περίπτωση των προαναφερ-θέντων σκοπών που επιδιώκονται με τις προτάσεις εμπιστοσύνης.

Συγκεκριμένα, η ένοπλη μέθοδος σε σχέση με τους νομικούς κανόνες συνίσταται: -Στον εντοπισμό του όπλου, με την κυριολεκτική ή μεταφορική έννοια του  όρου. -Στην αναζήτηση του ιδιοκτήτη ή χρήστη του, των συμ-μάχων του και των πολεμίων του. -Στη μελέτη της πιθανής χρήσης του όπλου, των αιτίων και των σκοπών της.

Αυτή η ερμηνευτική εργασία ενδείκνυται να μετέρχεται τα εξής εργαλεία:

α) Θεσμικά στερεότυπα. Πρόκειται για τα κοινωνικά, ιδίως τα εγκληματο-λογικά, και τα κρατικά στερεότυπα που προσιδιάζουν στην εκάστοτε εξετα-ζόμενη περίπτωση, σαν και αυτά που έχουν αναφερθεί. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της μεθόδου της ανακριτικής επιστήμης που φέρει το λατινικό όνομα modus operandi. Πρόκειται για τον τρόπο ενεργείας των δραστών των εγκλημάτων, βάσει του οποίου μπορεί να γίνει η εξακρίβωση της ταυτότητάς τους από τις διωκτικές αρχές.

Επισημαίνεται ότι μεταξύ των αντιλήψεων και πρακτικών που διαπερ-νούν σημαντικό μέρος του λατινοαμερικάνικου επαναστατικού κινήματος συγκαταλέγονται και σχετικές με τα όπλα, όπως το «ένοπλο χέρι», που συνίσταται στην αντιπαράθεση μεταξύ της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της επαναστατικής διαδικασίας. Υποστηρίζεται ότι αυτό γίνεται σε βάρος της αναγκαιότητας υποταγής του στρατιωτικού στο πολιτικό και σε βάρος μίας ενιαίας, ολοκληρωμένης πολιτικοστρατιωτικής δομής, όπου κάθε μέλος του επαναστατικού κόμματος θα είναι και μέλος του στρατού του λαού, και όπου η βασική καθοδήγηση του στρατού θα είναι ίδια με αυτήν του επαναστατικού κόμματος[106].

Εξάλλου, και τα στερεότυπα στο χώρο των διεθνών σχέσεων έχουν τον αντίκτυπό τους στις ένοπλες συγκρούσεις που προσλαμβάνουν διεθνή χαρακτήρα[107].

β) Συνταγματικές αρχές των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η ένοπλη μέθοδος δεν είναι απλώς μία διαδικασία ανεύρεσης της αλήθειας εστιάζοντας στο οπλικό μέσο αλλά αντιστοιχεί σε μία δέσμη θεμελιωδών αρχών στο χώρο των συνταγματικών δικαιωμάτων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα από τις ρητά διατυπωμένες στο ισχύον ελληνικό Σύνταγμα είναι: -Η αρχή της αναλογίας (αναλογικότητας). - Η αρχή «auditur et altera pars», δηλαδή της ακροάσεως στην εκάστοτε διοικητική ή δικαστική διαδικασία, που στην ουσία αποτελεί έκφανση της αναλογίας.

Με αυτόν τον τρόπο τίθενται στην απαραίτητη δοκιμασία τα διάφορα στερεότυπα, για τα οποία έγινε λόγος, έτσι ώστε να αποκλειστούν «παρενέρ-γειες» σαν την αδικαιολόγητη προσφυγή στη βία και την  «απολιτική» οργάνωση και λειτουργία της κρατικής μηχανής.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι το εξεταζόμενο γνωστικό αντικείμενο δεν εξαντλείται στα υλικά αντικείμενα του οπλισμού αλλά προσλαμβάνει και μία οργανωτική διάσταση, όπως στην περίπτωση της Ελληνικής Αστυνομίας.  Το σημαντικότερο Σώμα Ασφαλείας αποτελεί ένοπλη κρατική υπηρεσία, επομένως ορθά έχει θεσπιστεί η αποδέσμευσή του από αλλότρια έργα[108]. Η αρχή έγινε με την τροποποίηση της  παρ. 7 του άρ. 18 του Ν. 1481/1984, με την παρ. 1 του άρ. 34 του Ν. 2168/1993 κατά την οποία «Η Ελληνική Αστυ-νομία εκτελεί μόνο τα έργα που προβλέπονται από διατάξεις νόμων, προεδρικών διαταγμάτων ή υπουργικών αποφάσεων τα σχέδια των οποίων έχουν προσυπογραφεί από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης». Η επόμενη παράγραφος προέβλεπε τη δυνατότητα διατήρησης σε ισχύ διατάξεων που δεν είχαν προσυπογραφεί από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης με κοινές αποφάσεις αυτού και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού, που έπρεπε να εκδοθούν σε ενιαύσια αποκλειστική προθεσμία[109]. Στην προοπτική της ενδεδειγμένης περαιτέρω αναβάθμισης της ΕΛΑΣ πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η αποδέσμευση των αστυνομικών από τις ευρύτερές τους αρμοδιότητες δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως απαξίωση της κοινωνικής αποστολής του Σώματος, με την έννοια της εξυπηρέτησης του Πολίτη έναντι του Κράτους, συμπεριλαμβανομένης της θεσμικής καινοτομίας του Αστυνομικού της Γειτονιάς.

 

 

 

***

 

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ

 

1.1. Πειρατεία και Κρήτη.

Η πειρατεία είναι αρχαιοελληνική λέξη η οποία προέρχεται από το ρήμα «πειρώμαι», που σημαίνει δοκιμάζω, και έχει καθιερωθεί και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Είναι ταυτόχρονα και ένα οικονομικό έγκλημα που γνώρισε άνθιση σε διάφορες εποχές του παρελθόντος, αν και στη αρχαιότητα δεν θεωρούνταν πάντοτε ως έγκλημα.

Η Κρήτη, λόγω και της ιδιαίτερης γεωγραφικής της θέσης, ήταν και θύτης και θύμα πειρατικών επιδρομών. Κυρίως κινδύνευε παραδοσιακά από επιδρομές πειρατών, οι οποίοι μάλιστα συνδέθηκαν ιδιαίτερα με την κυριαρχία στο νησί. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, ο μινωικός στόλος ανέλαβε την καταπολέμηση της  πειρατείας στο Αιγαίο, σύμφωνα με το Θουκυδίδη. Έχει αναφερθεί επίσης ότι η πειρατική δράση των Κρητών στη Μεσόγειο, με το κλειστό τεχνητό λιμάνι της Φαλάσαρνας εξοπλισμένο με ισοδομικούς πύργους, συνδεδεμένους με τείχη, ως ορμητήριο, και η συμμαχία τους με το μεγάλο εχθρό της Ρώμης, το βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, υπήρξαν μόνο οι αφορμές για τη Ρώμη, η οποία επενέβαινε στα εσωτερικά των κρητικών πόλεων από το 2ο αιώνα π.Χ. Δεν είναι τυχαίο ότι η ηθική παρακμή της Κρήτης αντικατοπτριζόταν όχι μόνο στη στεριά (εμφύλιοι πόλεμοι, πειρα-τικό ορμητήριο), αλλά και σε συνδυασμό στεριάς και θάλασσας (πειρατικό ορμητήριο – οχυρό, πειρατεία στην ανοιχτή θάλασσα και αιχμαλωσία των θυμάτων).

Εξάλλου, είναι πλάνη ότι οι πειρατές ιστορικά μπορεί να νικήθηκαν στη στεριά, αλλά ποτέ δεν νικήθηκαν στη θάλασσα. Ακριβέστερα, αυτή η ρήση μπορεί να είναι αληθής αλλά με εξαίρεση τουλάχιστον την περίπτωση της συντριβής των πειρατών από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (βέβαια, και πάλι στο μέτρο που οι αντιπειρατικές επιχειρήσεις ήταν θαλάσσιες και όχι χερσαίες). Το 67 π.Χ. ψηφίστηκε η lex Gabinia de piratis persequendis, σε εφαρμογή της οποίας αναλάμβανε ο Πομπήιος την εκκαθάριση των θαλασ-σών από τους πειρατές. Μέσα σε τρεις μόνο μήνες, ο Πομπήιος εξάλειψε τον πειρατικό κίνδυνο, αρχίζοντας τη δράση του από το τρίγωνο Σαρδηνία / Κορσική – Σικελία – Βορειοδυτική Αφρική και καταλήγοντας στη Μικρά Ασία, όπου συνέτριψε με αστραπιαίες ενέργειες –και για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα ταυτόχρονες– κάθε αντίσταση των πειρατών της Κιλικίας, καταλαμβάνοντας και τα οχυρωμένα άνδρα τους. Η αποτελεσματικότητα της δράσης του Πομπήιου αποδεικνύεται a contrario από τη δυσκολία εντοπι-σμού του εχθρού στη θάλασσα. Η τελική φάση των επιχειρήσεων, τον βρί-σκει στην Παμφυλία, όπου καταφθάνει κρητική αντιπροσωπεία προτείνοντάς του παράδοση της Μεγαλονήσου[110].

Όσον αφορά το θαλάσσιο μέτωπο του νησιού, οι ακτές αποφεύγονταν από τους κατοίκους, για το λόγο ότι η οικολογία του επί χιλιετίες διαταρασ-σόταν από πειρατείες. Κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, οπότε οι πειρατές αντιμετωπίζονταν αποτελεσματικά, οι παραθαλάσσιες πεδιάδες ήταν πυκνοκατοικημένες. Σε άλλες εποχές ήταν μέρη επικίνδυνα, στα οποία έρχονταν τρομαγμένοι αγρότες να καλλιεργήσουν τη γη στα γρήγορα και να φύγουν. Για μεγάλες περιόδους ήταν εγκαταλελειμμένες. (Πρόκειται για μία κατάσταση αντίστροφη της σημερινής). Η εναλλαγή αυτή εμφανίζεται ήδη από τη μινωική εποχή[111].

Ειδικότερα, οι Σαρακηνοί, Άραβες από την Ισπανία, δραστήριοι έμποροι και πειρατές, επωφελούμενοι από την εξασθένηση του βυζαντινού ναυτικού, κυριαρχούν στη  Μεσόγειο και κατακτούν την Κρήτη, η οποία τελεί υπό αραβοκρατία από το 824 έως το 961. Πρωτεύουσα του νησιού γίνεται ο Χάνδαξ και οργανώνεται μια διοίκηση που εκδηλώνεται με εξισλαμισμούς, βαριά φορολογία, ληστροπειρατικές επιδρομές και εμπόριο αιχμαλώτων. Ο «εμίρης» και οι άλλοι αξιωματούχοι ζουν μια μεγαλόπρεπη ζωή στα ανά-κτορά τους, όπου συγκεντρώνονται όλα τα έσοδα του κράτους. Αλλά πάντα διατηρούνται εστίες αντίστασης στο νησί. Ολόκληρη η περιοχή των Σφακίων έχει ένα είδος αυτονομίας, που επιτρέπει την ανάπτυξη του εθιμικού δικαίου[112]. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι στη συνείδηση των Κρητικών σήμερα η λύρα αποδίδεται μάλλον στην όσμωση με τους Άραβες. Ειδικό-τερα, υποστηρίζεται η θέση ότι αυτό το παλιό ανατολίτικο μουσικό όργανο έφθασε στην Κρήτη μετά το 10ο αιώνα, είτε μέσω των Αράβων, είτε από τους στρατιώτες του Νικηφόρου Φωκά[113].

Το πρόβλημα της πειρατείας εμφανίστηκε εκ νέου στο νησί γύρω στο 1204, εν μέρει λόγω της διάλυσης της βυζαντινής ναυτικής δύναμης εξαιτίας της Τέταρτης Σταυροφορίας. Γύρω στο 16ο αιώνα οι μόνοι σχεδόν μόνιμοι οικισμοί στις ακτές του νησιού ήταν οι μεγάλες πόλεις, αν και αυτές ακόμη ήταν σε επισφαλή θέση, όπως το Ρέθυμνο που έπεσε στα χέρια πειρατών τα έτη 1538, 1567 και 1571. Η κατάσταση καλυτέρευσε μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους, κάτι που συγκράτησε τους μουσουλμάνους πειρατές. Οι κάτοικοι του νησιού επανήλθαν στις ακτές μόλις γύρω στο 1930, μετά από απομάκρυνση περίπου 400 χρόνων από αυτές[114].

Η πειρατεία επιχειρήθηκε να συνδεθεί και πάλι με το νησί το καλοκαίρι του 2011, όταν ο γιος του Λίβυου ηγέτη Μουαμάρ Καντάφι, σε συνέντευξή του προς ξένο ΜΜΕ, δήλωσε ότι αν ανατραπεί ο πατέρας του, θα επικρατή-σει πολιτική αστάθεια στη χώρα του, με αποτέλεσμα επιδρομές πειρατών που θα φθάνουν μέχρι την Κρήτη. Τελικά, ο Καντάφι λίγο μετά ανατράπηκε με την επανάσταση των αντικαθεστωτικών και τη βοήθεια των δυτικών δυνάμεων, ιδίως της Γαλλίας. Η Ελλάδα δεν έλαβε μέρος άμεσα στις πολε-μικές επιχειρήσεις, αλλά ευθυγραμμίστηκε πολιτικά με τους Δυτικούς και η Κρήτη έμελλε να γίνει όχι θύμα πειρατών από την ανοιχτή θάλασσα, αλλά χώρος υποδοχής και περίθαλψης Λίβυων αναξιοπαθούντων, από την περίοδο της επανάστασης. Σε κάθε περίπτωση, το 2014 η Λιβύη έπαυσε πλέον να θεωρείται ως ένα παράδειγμα χώρας με επιτυχή επέμβαση των δυτικών δυνάμεων, καθώς μαστίζεται από έντονη πολιτική αστάθεια, με επιμέρους στρατιωτικές ομάδες που δεν μπορούν να ελεγχθούν επαρκώς από το κεντρικό καθεστώς.  

 

1.2. Ευρύτερη ιστορική θεώρηση της πειρατείας.

Η έννοια της πειρατείας την εποχή των αρχαίων Ελλήνων, αλλά και των Ρωμαίων, δεν συμπίπτει με τη σημερινή έννοια της πειρατείας[115]. Ο λόγος είναι ότι σήμερα ο πειρατής εξακολουθεί να παραμένει υπήκοος ενός κρά-τους, ενώ στην αρχαιότητα αποτελούσε μέρος μίας ξεχωριστής κοινότητας, με συνέπεια να θεωρείται ότι βρίσκεται σε πόλεμο με τα κράτη[116]. Ενδει-κτικό της διαχρονικότητας των όρων αυτού του παραδοσιακού φαινομένου είναι ότι «πολεμικό επίδομα» ονομάζεται επίσημα το επίδομα που λαμ-βάνουν οι ναυτικοί του ελληνικού εμπορικού ναυτικού για κάθε ημέρα κατά την οποία είναι εν πλω σε ζώνη υψηλού κινδύνου για πειρατική επίθεση στο πλοίο τους. Για τη Ρώμη, η πειρατεία δεν αποτελούσε εγκληματική πράξη, αλλά πράξη πολέμου, που παραβίαζε όμως τον κανόνα της πρότερης κήρυξης πολέμου.

Εξάλλου, όσον αφορά γενικότερα την πειρατεία, από το 16ο  έως το 19ο αιώνα διαμορφώθηκε ο κανόνας στο διεθνές δίκαιο ότι οι στασιαστές που επιχειρούσαν στη θάλασσα διώκονταν ως πειρατές. Κλασικό είναι το παρά-δειγμα των Ιρλανδών που πολεμούσαν στη θάλασσα υπέρ του εκδιωχθέντος βασιλιά Ιακώβου του 20ού και απαγχονίστηκαν, παρ’ ότι τα μέλη του ηττη-μένου στρατού ξηράς του Ιακώβου χαρακτηρίστηκαν ως αιχμάλωτοι πολέ-μου. Άλλες ανάλογες περιπτώσεις συνέβησαν στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, όπου αγγλικά και καναδικά δικαστήρια θεώρησαν τις επιθέσεις πλοίων των Νοτίων ως πειρατικές. Μία άλλη περίπτωση αφορά τις λεγό-μενες «μη αναγνωρισμένες κυβερνήσεις» (ή «μη αναγνωρισμένα κράτη»). Οι ναυτικές δραστηριότητες, δηλαδή επιθέσεις, ορισμένων μη ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, και ιδιαίτερα της Βορείου Αφρικής (Αλγερία, Μαρόκο) θεωρήθηκαν ως πράξεις πειρατείας από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις το 19ο αιώνα, και ιδιαίτερα από τη Μ. Βρετανία, παρ’ ότι με όλες αυτές τις χώρες της Βορείου Αφρικής υπήρχαν κανονικές εμπορικές σχέσεις[117].

 

1.3. Η πειρατεία ως το έγκλημα των φτωχών.

Η πειρατεία είναι ένα κατά κανόνα ταξικά προσδιορισμένο αδίκημα, εκπορευόμενο από τη φτώχεια των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων. Το 2012 το δικαστήριο του Αμβούργου κατέγνωσε ποινές σε 10 Σομαλούς που απήγαγαν ένα γερμανικό φορτηγό, το «MS Taipan», τον Απρίλιο 2010, 900 χιλιόμετρα από την ακτή της Σομαλίας. Δυτικές ναυτικές δυνάμεις από ένα αντιπειρατικό σκάφος επιβιβάστηκαν στο φορτηγό πλοίο αφότου ο κυβερνή-της του εξέπεμψε σήμα SOS και συνέτριψαν τους Σομαλούς, οι οποίοι παραδόθηκαν στις γερμανικές αρχές μερικούς μήνες αργότερα.

Στη δίκη, πρώτη για το έγκλημα αυτό στη σύγχρονη ιστορία της Γερμα-νίας και μία από τις πλέον μακρές σε διάρκεια στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας, ένας από τους κατηγορούμενους απάντησε στην ερώτηση σχετικά με τον τόπο γεννήσεώς του ως εξής: «Γεννήθηκα κάτω από ένα δένδρο». Το ίδιο όμως είχε συμβεί δύο αιώνες πριν και στο μετέπειτα αρχηγό της Ελληνικής Επαναστάσεως, το Θοδωρή Κολοκοτρώνη, ο οποίος γεννήθηκε κάτω από μία βελανιδιά και στα προεπαναστατικά χρόνια έδρασε με έγκριση του ρωσικού κράτους, ως κουρσάρος. Μετά από τις επιδρομές του από τη Ζά-κυνθο προς την Πελοπόννησο, στάλθηκε στην «Ευαγγελίστρια», ναυαρχίδα του μικρού καταδρομικού στόλου που είχαν οι Έλληνες υπό ρωσική σημαία. Η κουρσάρικη περιπέτειά του, μετέπειτα, στην Άσπρη Θάλασσα (Αιγαίο Πέλαγος, θάλασσα των αιγών σύμφωνα με την προαναφερθείσα αρχαιο-ελληνική ετυμολογία), θα απέβαινε σημαντική για την επαναστατική του δράση. Εξάλλου, η πειρατεία στις ελληνικές θάλασσες εμφάνισε έξαρση κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας. Σε αυτό συνέβαλε ο ανταγωνισμός των δυτικών δυνάμεων με την Ανατολή για τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών που περνούσαν από το Αιγαίο.

Πρόσφατη επιστημονική έρευνα εικάζει ότι ο Χριστόφορος Κολόμβος μέχρι τα 20 του χρόνια ήταν μέλος του πληρώματος ενός πειρατικού πλοίου και όχι ενός άλλου πλοίου, με το οποίο ναυμάχησε το πειρατικό, και ότι στη συνέχεια ο Κολόμβος απέκρυψε αυτά τα προσωπικά του δεδομένα, ισχυριζό-μενος ότι ανήκε στο πλήρωμα του πλοίου που ενεπλάκη σε μάχη με το πειρατικό.

Στην έναρξη της προαναφερθείσας δίκης στη Γερμανία, οι συνήγοροι κατέθεσαν μία κοινή δήλωση στο δικαστήριο, κατά την οποία η πραγματική αιτία της πειρατείας στην περιοχή ήταν η πολιτική αναταραχή στη Σομαλία και η υπεραλίευση στα ύδατά της από δυτικά έθνη. Τελικά, το δικαστήριο καταδίκασε και τους 10 κατηγορούμενους για τις κατηγορίες της απαγωγής και της προσβολής της θαλάσσιας κυκλοφορίας, σε ποινές στερητικές της ελευθερίας από δύο έως και επτά έτη.

Όσον αφορά τα αίτια της σομαλικής πειρατείας, εκτός από την υπεραλί-ευση αναφέρεται και η υποδοχή πυρηνικών και λοιπών χημικών αποβλήτων κρατών του Πρώτου Κόσμου. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η Σομαλία ήταν ένας από τους «αγαπημένους» προορισμούς ξεφορτώματος τοξικών της ευρωπαϊκής (κατά ένα μέρος και της αμερικανικής) βιομη-χανίας. Συνεπώς, το πρόβλημα δεν είναι μόνον οικονομικό, αλλά και οικολογικό – υγειονομικό…  

 

1.4. Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και πειρατεία.

Η πειρατεία αποτελεί το αρχαιότερο διεθνές έγκλημα, το οποίο όμως είχε, στη διεθνή κοινή γνώμη, εξαφανιστεί στη σύγχρονη εποχή, όπως θεωρείται ότι συμβαίνει και με το έγκλημα της δουλείας[118]. Πειρατεία, δουλεία και θαλάσσιο διαμετακομιστικό εμπόριο δούλων συνδέθηκαν ιστορικά με πολύ στενούς δεσμούς. Για παράδειγμα, ο διάσημος Βρετανός πειρατής Μαυρο-γένης εφόρμησε με δύο πειρατικά σκάφη κατά του μεγάλου γαλλικού πλοίου La Concorde στην Καραϊβική, το οποίο μετέφερε σκλάβους. Ο Μαυρογένης απέκτησε πολύ εύκολα το μεγάλο πλοίο που επιθυμούσε, για να μπορεί να ληστεύει μεγαλύτερα εμπορικά πλοία από αυτά που έπληττε μέχρι τότε. Το «Queen Anne’s Revenge», όπως το μετονόμασε, μετατράπηκε σε ένα πλωτό φρούριο με 40 κανόνια και πλήρωμα 150 ανδρών[119]. Εξάλλου, η περιοχή των σημερινών Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ήταν γνωστή ως «ακτή των πειρατών» και οι κάτοικοι επιδίδονταν στην πειρατεία και στο δουλεμπόριο.

Ως «δουλεία» χαρακτηρίζεται «η κατάσταση του ατύχου υποκειμένου εις τας περί δικαίου της ιδιοκτησίας αρχάς ή τινάς εξ αυτών», όπως ορίζεται στο άρ. 1 της Σύμβασης της Γενεύης του 1926 περί δουλείας, την οποία επι-κύρωσε η Ελλάδα με το Ν. 4473/1930. Σύμφωνα με το τροποποιητικό πρωτόκολλο της Ν. Υόρκης του 1953, που επικυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν.Δ. 2965/1954, η εμπορία δούλων περιλαμβάνει κάθε πράξη σύλληψης, απόκτησης, διάθεσης ατόμου, που σκοπεί την υπαγωγή του σε δουλεία, κάθε πράξη πρόσκτησης δούλου με σκοπό τη μεταπώληση ή ανταλλαγή του, κάθε πράξη παραχώρησης κεκτημένου δούλου, διάπραξης πώλησης ή ανταλλαγής και γενικά κάθε πράξη εμπορίας ή μεταφοράς δούλων. Η ιστορία των συμβάσεων, που αναφέρονται στην καταστολή του δουλεμπορίου, αρχίζει από το Συνέδριο της Βιέννης του 1815, οπότε καλούνταν τα συμβαλλόμενα κράτη να συνεργαστούν και να λάβουν δραστικά μέτρα για την περιστολή της. Η ισχύουσα Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας, του Montego Bay της Τζαμάικα, που υπογράφηκε το 1982 και  τέθηκε σε ισχύ στις 9 Νοεμβρίου 1994, προβλέπει το θέμα του δουλεμπορίου απαγορεύοντας τη μεταφορά δούλων με πλοία.

Είναι εύκολο να προσεγγίζεται η σκλαβιά ως πρόβλημα κάποιου άλλου αιώνα, ως κάτι που τερματίστηκε το 1833, όταν η βρετανική αυτοκρατορία κατάργησε διά νόμου τη δουλεία, ή 150 χρόνια πριν, όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Αβραάμ Λίνκολν υπέγραψε το διάταγμα για τη χειραφέτηση των μαύ-ρων. Ωστόσο, το πρόβλημα εξακολουθεί να υπάρχει στην πράξη, παρά τις καθιερωμένες νομικές απαγορεύσεις, σε σημείο που να υποστηρίζεται ότι υπάρχουν σήμερα περισσότεροι δούλοι από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο χρονικό σημείο της ιστορίας, υπολογιζόμενοι περίπου σε 27.000.000. Η δουλεία παραμένει, κρυμμένη πίσω από ποικίλες ετικέτες, όπως εμπορία («trafficking») ανθρώπων, δουλεία για χρέη («debt bondage»), καταναγκα-στική εργασία («bonded labor»). Μάλιστα, εκτιμάται ότι αυτό το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας είναι πλέον οξύτερο, αφού η τιμή ενός σκλάβου στις μέρες μας είναι πολύ χαμηλότερη από τότε, με χαρακτηριστική περίπτωση την παιδική δουλεία και το δουλεμπόριο παιδιών στην Αϊτή[120].

Σύστοιχο με την πειρατεία είναι το εξαφανισμένο φαινόμενο του κουρσέ-ματος, στο οποίο επιδόθηκε και ο Κολοκοτρώνης, όπως έχει επισημανθεί. Ακόμη και ο Μαυρογένης μπήκε στην υπηρεσία της βασίλισσας της Αγγλίας με εντολή να λεηλατεί εμπορικά πλοία στις ακτές της Βόρειας Αμερικής αλλά αργότερα συνέχισε τις ληστρικές επιθέσεις για λογαριασμό του[121].  Η πρακτική του κουρσέματος καταργήθηκε μόλις το 1856, με τη Διακήρυξη των Παρισίων, αν και παρατηρείται ότι δεν είναι σαφές αν απαγορεύεται η χρήση των κουρσάρων σε περίπτωση πολέμου με ένα κράτος που δεν έχει επικυρώσει τη Διακήρυξη. Η σημαντική συμβολή των Ελλήνων ναυτικών στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας οφειλόταν στην πείρα που απέκτησαν από την πειρατεία και το λαθρεμπόριο στη Μεσόγειο. Κατά την Επανάσταση, οι ελληνικές κυβερνήσεις ανέχθηκαν την πειρατεία επειδή από αυτήν απεκό-μιζαν εισοδήματα από το φόρο ο οποίος επιβαλλόταν στη λεία. Με άλλα λόγια, δεν τους θεωρούσαν πειρατές αλλά  κουρσάρους.

Πειρατικές επιθέσεις είχαν συμβεί σε ευρεία κλίμακα πρόσφατα, για αρκετά χρόνια στην περιοχή των Στενών της Μάλακκας και τις γύρω περι-οχές (θάλασσα της Νότιας Κίνας), από τις οποίες διερχόταν μεγάλος αριθμός εμπορικών πλοίων κάθε χρόνο. Η διεθνής κοινότητα δεν αντέδρασε αποφα-σιστικά στο φαινόμενο στην περιοχή αυτή επειδή οι απώλειες ήταν σχετικά μικρές και οι πειρατικές επιθέσεις γίνονταν σε περιοχές μακριά από τα μεγάλα δυτικά κράτη και δεν αφορούσαν τα δικά τους εμπορικά πλοία. Δεν ήταν έτσι τα πράγματα όμως ανοιχτά της Σομαλίας. Αν και η πειρατεία παρεπιδημούσε τα τελευταία δέκα χρόνια, ήταν η έντονη κλιμάκωσή της μετά το 2008 που κινητοποίησε τη διεθνή κοινότητα.

Για την πειρατεία διαλαμβάνει η Σύμβαση της Γενεύης του 1958, για την ανοικτή θάλασσα, οι ρυθμίσεις της οποίας μεταφέρθηκαν σχεδόν αυτούσιες στην ισχύουσα, προαναφερθείσα  Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας, του 1982. Επισημαίνεται ότι μία σειρά από χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Ελβετία, το Ισραήλ και η Βενεζουέλα, οι οποίες δεν επικύρωσαν τη Σύμβαση του 1982, δεσμεύονται εμμέσως από τις διατάξεις της δεδομένου ότι είχαν επικυρώσει τη Σύμβαση της Γενεύης του 1958. Και όπως υπογραμμίζεται, οι ρυθμίσεις για την πειρατεία, είτε στο συμβατικό επίπεδο είτε εθιμικά, αποτελούν το ισχύον δίκαιο[122]. Η πειρατεία νοείται ως διεθνές έγκλημα μόνο εφόσον λαμβάνει χώρα στην ανοικτή θάλασσα ή στην τυχόν κηρυχθείσα Αποκλει-στική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), σύμφωνα με τη  Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας[123]. Αυτή ορίζει την ανοιχτή θάλασσα ως το τμήμα της θάλασσας το οποίο δεν περιλαμβάνεται στην ΑΟΖ, την αιγιαλίτιδα ζώνη και τα εσω-τερικά ύδατα ενός κράτους, ή στα αρχιπελαγικά ύδατα ενός αρχιπελαγικού κράτους. Από τον αρνητικής διατύπωσης ορισμό απορρέει το γεγονός ότι η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης ενός κράτους, ως τα 12 ναυτικά μίλια, και η καθιέρωση της ΑΟΖ (έως 200 ναυτικά μίλια) στη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας, η οποία δεσμεύει την Ελλάδα, επέδρασαν αρνητικά στην έκταση της ανοικτής θάλασσας. Μετά τρεις αιώνες πλήρους αποδοχής της, γεγονός στο οποίο είχε συμβάλει και η ανακάλυψη της Αμερικής χάρη στην ελευθερία των θαλασσών, η αρχή αυτής της ελευθερίας επανεξετάστηκε. Το ποινικό αδίκημα της πειρατείας κατά τη Σύμβαση Δικαίου της Θάλασσας θεωρείται έγκλημα του διεθνούς δικαίου (iure gentium) ενώ οι πειρατές θεωρούνται «εχθροί της ανθρωπότητας» (hostes humani generis).

Στην ανοιχτή θάλασσα κανένα κράτος δεν μπορεί να ασκήσει κυριαρχική εξουσία. Ωστόσο, η προαναφερθείσα Σύμβαση δίνει τη δυνατότητα σε πολε-μικά πλοία ή σε πλοία που ασκούν δημόσια εξουσία να ασκούν δικαιοδοσία ως εξαιρέσεις από την αρχή της δικαιοδοσίας του κράτους της σημαίας του εκάστοτε πλοίου. Αυτές είναι οι ακόλουθες:

α) Νηοψία. Πολεμικό πλοίο που συναντά στην ανοιχτή θάλασσα ξένο πλοίο, εκτός από τα πλοία που απολαύουν πλήρους ετεροδικίας (κατά βάση τα δημόσιας εξουσίας πλοία), δεν δικαιούται να το σταματήσει για έλεγχο εκτός αν υπάρχει βάσιμος λόγος υποψίας ότι το πλοίο επιδίδεται σε πειρα-τεία, σε δουλεμπόριο ή σε παράνομες εκπομπές, δεν έχει εθνικότητα ή αν και φέρει ξένη σημαία αρνείται να υψώσει τη σημαία του, αυτό έχει στην πραγματικότητα την ίδια εθνικότητα με το πολεμικό. Σε περίπτωση που οι υποψίες αποδειχθούν βάσιμες, το πειρατικό πλοίο μπορεί να κατασχεθεί ενώ οι επιβάτες του πειρατικού σκάφους συλλαμβάνονται και παραπέμπονται σε δίκη ενώπιον των δικαστικών αρχών του κράτους εκείνου, του οποίου τα πολεμικά πλοία συνέλαβαν τους πειρατές.

β) Η συνεχής καταδίωξη ξένου πλοίου. Συνεχής καταδίωξη ονομάζεται το δικαίωμα κάθε πολεμικού ή κρατικού πλοίου ή αεροσκάφους να καταδιώξει ξένο πλοίο για παραβίαση των νόμων και κανονισμών του παράκτιου κράτους μέσα στα εσωτερικά ύδατα, την αιγιαλίτιδα ζώνη, τη συνορεύουσα ζώνη, την ΑΟΖ ή την υφαλοκρηπίδα. Σύμφωνα με το άρ. 111 της Σύμβασης, η συνεχής καταδίωξη ξένου πλοίου μπορεί να γίνεται όταν οι αρμόδιες αρχές του παράκτιου Κράτους έχουν σοβαρούς λόγους να πιστεύουν ότι το πλοίο παραβίασε τους νόμους και τους κανονισμούς του κράτους αυτού. Μπορεί να αρχίσει όταν το ξένο πλοίο ή μια από τις λέμβους του βρίσκεται στα εσωτερικά ύδατα, αρχιπελαγικά ύδατα, στη χωρική θάλασσα ή στη συνορεύ-ουσα ζώνη του καταδιώκοντος Κράτους και μπορεί να συνεχιστεί και έξω από τη χωρική θάλασσα ή τη συνορεύουσα ζώνη μόνον αν η καταδίωξη αυτή δεν έχει διακοπεί. Δεν είναι απαραίτητο, κατά τη διάρκεια που το ξένο πλοίο βρίσκεται μέσα στη χωρική θάλασσα ή στη συνορεύουσα ζώνη και διατάσσεται να σταματήσει, το πλοίο που δίνει τη διαταγή να βρίσκεται επίσης μέσα στη χωρική θάλασσα ή στη συνορεύουσα ζώνη. Το δικαίωμα της συνεχούς καταδίωξης διατυπώθηκε για πρώτη φορά σε διμερή συμβα-τικά κείμενα μεταξύ των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου τη δεκαετία του 1930, τα οποία είχαν για αντικείμενο την πάταξη της ποτοαπαγόρευσης έξω από τα χωρικά ύδατα των ΗΠΑ που εκείνη την εποχή έφθαναν τα 3 ναυτικά μίλια.

γ) Πειρατεία. Σύμφωνα με το άρ. 101, πειρατεία συνιστούν οι ακόλουθες πράξεις: (α) κάθε παράνομη πράξη βίας ή κράτησης ή κάθε πράξη διαρπαγής που διαπράττεται για ιδιωτικούς σκοπούς από το πλήρωμα ή τους επιβάτες ιδιωτικού πλοίου ή αεροσκάφους και που κατευθύνεται (i) στην ανοικτή θάλασσα, εναντίον άλλου πλοίου ή αεροσκάφους ή εναντίον προσώπου ή περιουσιακών στοιχείων πάνω στο πλοίο ή το αεροσκάφος αυτό (ii) εναντίον πλοίου ή αεροσκάφους, προσώπων ή περιουσιακών στοιχείων, σε τόπο εκτός της δικαιοδοσίας οποιουδήποτε κράτους, (β) κάθε πράξη εκούσιας συμμε-τοχής στη λειτουργία ενός πλοίου ή αεροσκάφους εν γνώσει των γεγονότων που καθιστούν το πλοίο ή το αεροσκάφος αυτό πειρατικό, (γ) κάθε πράξη υποκίνησης ή σκόπιμης διευκόλυνσης πράξης που αναφέρεται στην παρά-γραφο (α) ή (β) αυτού του άρθρου.

Η Σύμβαση προβλέπει στο άρ. 107 ότι η κατάσχεση των πειρατικών πλοίων μπορεί να γίνει μόνο από πολεμικά πλοία ή στρατιωτικά αεροσκάφη, ή από άλλα πλοία ή αεροσκάφη με εμφανή διακριτικά στοιχεία ότι ανήκουν σε κρατική υπηρεσία και είναι εξουσιοδοτημένα για το σκοπό αυτό, συνεπώς καλύπτεται και η περίπτωση του Λιμενικού Σώματος. Έχει κριθεί από το ελληνικό Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ότι είναι προφανές ότι η λήψη της απόφασης για καταστολή της πειρατείας αυτής από ελληνικά πολεμικά πλοία κλπ. προϋποθέτει τη συνεκτίμηση πλείστων όσων πραγμάτων που σχετίζονται με τη δυνατότητα, την αναγκαιότητα και την αποτελεσματικό-τητα της επεμβάσεως, μεταξύ των οποίων η δυνατότητα διαθέσεως επεμβα-τικού πλοίου τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, τη γνώση των συνθηκών που επικρατούν στο πλοίο στο οποίο έγινε η πειρατεία κάθε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, τον ενδεχόμενο κίνδυνο της ζωής ή και της υγείας του πληρώματος από την επέμβαση ή μη επέμβαση, την ασφάλεια του πλοίου, το είδος, την ποσότητα και την ασφάλεια του φορτίου, τη βούληση και τα οικονομικά συμφέροντα του πλοιοκτήτη και τον κίνδυνο διαταράξεως των διεθνών σχέσεων της Ελλάδας[124]. Τα ζητήματα αυτά, παρεπόμενα και η λήψη απόφασης για την καταστολή της πειρατείας, δεν ανάγονται μόνο στη σφαίρα της αρμοδιότητας του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, στον οποίο υπά-γονται τα πολεμικά πλοία ή του Υπουργού στον οποίο υπάγονται τα εξουσιο-δοτημένα πλοία, αλλά και των συναρμόδιων υπουργών Εξωτερικών, Ανά-πτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας (δηλαδή του σημερινού αυτοτε-λούς Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου) και Προστασίας του Πολίτη. Κεντρικής σπουδαιότητας είναι η διάταξη του άρ. 100 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, κατά την οποία όλα τα κράτη πρέπει να συνεργά-ζονται στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό για την καταστολή της πειρατείας στην ανοιχτή θάλασσα ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος που βρίσκεται έξω από τη δικαιοδοσία οποιουδήποτε κράτους. Η διάταξη αυτή έχει επικριθεί ως ατελής, με την αιτιολογία ότι προβλέπει στην ουσία δυνατότητα και όχι υποχρέωση των κρατών μερών της Σύμβασης.

Ως προς το ζήτημα της ποινικής δικαιοδοσίας, η πειρατεία είναι αδίκημα που διαπράττεται στην ανοιχτή θάλασσα. Κατά συνέπεια, πειρατής που έχει συλληφθεί εκεί αντιμετωπίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους, στο οποίο ανήκει η σημαία αυτών που τον συλλαμβάνουν. Ωστόσο, στη Σύμβα-ση για το Δίκαιο της Θάλασσας δεν προβλέπονται ποινές για την πειρατεία. Το κενό αυτό πρέπει να καλύπτεται από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές των επιλαμβανόμενων κρατών, κατ’ εφαρμογή της θεμελιώδους ποινικής αρχής του νομοθετικού ορισμού των ποινών εγκλήματος (nullum crimen nulla poena sine lege). Σε περίπτωση που υπάρχει νομικό κενό, πράγμα που ισχύει για πολλές ευρωπαϊκές χώρες που δεν έχουν συμπεριλάβει το αδίκημα της πειρατείας στο εσωτερικό τους δίκαιο ως ένα ιδιώνυμο έγκλημα, οι επι-μέρους πράξεις πειρατείας αντιμετωπίζονται από το διαθέσιμο οπλοστάσιο της ποινικής νομοθεσίας, π.χ. περί ανθρωποκτονίας, ληστείας κλπ.

Στα χωρικά ύδατα ενός κράτους, η δικαιοδοσία για τους πειρατές δεν είναι οικουμενική, αλλά ανήκει αποκλειστικά στο παράκτιο κράτος. Πολε-μικό πλοίο κάθε κράτους μπορεί να καταδιώξει πειρατές σε διεθνή ύδατα, αλλά όχι μέσα στα ύδατα άλλου κράτους χωρίς τη συγκατάθεση του κράτους αυτού. Δεδομένου όμως του γεγονότος ότι στη Σομαλία, το οποίο διατέλεσε «μη κράτος» ή «αποτυχημένο κράτος» (“failed state”) κατά την ορολογία του Διεθνούς Δικαίου και ακόμη και σήμερα το κράτος αυτό δεν έχει ανακτήσει τον έλεγχο εδαφών του σε ορισμένη περιοχή, όπου είναι και οι ναυτικές βάσεις των Σομαλών πειρατών, τα Ηνωμένα Έθνη παραχώρησαν σε πολεμικά πλοία τρίτων χωρών κατ’ εξαίρεση το δικαίωμα σύλληψης των πειρατών στα ανοιχτά της Σομαλίας. Πρόβλημα αποτελεί και η απροθυμία των εμπλεκόμενων κρατών να προσαγάγουν τους συλληφθέντες στις δικα-στικές αρχές των χωρών τους, διότι η  μεταφορά των συλληφθέντων και η άσκηση ποινικών διώξεων είναι δαπανηρή και χρονοβόρα. Για αυτό και βρέθηκε η λύση της ανάθεσης της εκδίκασης στη δικαιοσύνη της Κένυας κατόπιν διμερών συμβάσεων αντί, για παράδειγμα, οι δίκες να γίνουν στις ΗΠΑ και στη Γερμανία. Η Κένυα ωστόσο έχει σταματήσει να δέχεται να δικάσει άλλους υπόπτους για πειρατεία από ξένες ναυτικές δυνάμεις, από τα τέλη του 2009, με την αιτιολογία ότι δεν έλαβε την υπεσχημένη σχετική βοήθεια[125]. 

 

1.5. Ευρωπαϊκή Ένωση και αντιπειρατεία.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε την υλοποίηση της στρατιωτικής επιχεί-ρησης «EUNAVFOR Somalia (Operation Atalanta)» η οποία αποτέλεσε μέρος της συνολικής δράσης της Ένωσης σχετικά με τη σταθεροποίηση της Σομαλίας[126]. Η ναυτική αυτή αποστολή υλοποιήθηκε στην κατεύθυνση υπο-στήριξης των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, των Ηνωμένων Εθνών 1814 (2008), 1816 (2008), 1838 (2008), 1846 (2008) και 1851 (2008), με σκοπό την προστασία των πλοίων του Παγκόσμιου Προγράμματος Τρο-φίμων (τα οποία μεταφέρουν βοήθεια σε τρόφιμα προς τους πρόσφυγες, στη Σομαλία) καθώς και των ευάλωτων πλοίων, τα οποία πλέουν στα ανοικτά των ακτών της Σομαλίας, εστιάζοντας στην αποτροπή, πρόληψη και κατά-στολή της πειρατείας και των ένοπλων ληστειών, στην περιοχή. Η επιχεί-ρηση απέκτησε αρχική επιχειρησιακή ικανότητα στις 13 Δεκεμβρίου 2008 ενώ η διοίκηση της ναυτικής δύναμης ανατέθηκε σε Έλληνα αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού, με βαθμό Αρχιπλοιάρχου. Η Αταλάντα αποτελεί μία πρωτότυπη περίπτωση σύγχρονου συγκρητισμού, δηλαδή συμμαχίας διαφό-ρων δυνάμεων με κοινή προέλευση για έναν αγωνιστικό σκοπό όπως η άμυνα, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αποτελεί την πρώτη ναυτι-κή επιχείρηση στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η οποία υπάγεται στην Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ). Στην επιχείρηση αυτή, η οποία προφανώς είναι στρατιωτικού χαρακτήρα εγχείρημα αλλά με σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο στη διεθνή οικονομία, συμμετείχε το Πολε-μικό Ναυτικό της Ελλάδας ανελλιπώς με προσωπικό και μέσα (φρεγάτα και οργανικό ελικόπτερο) από την έναρξη, το 2008 (αναλαμβάνοντας και τη Διοίκηση της Δύναμης, όπως επισημάνθηκε) μέχρι το 2012. Από τότε, λόγω της δεινής δημοσιονομικής κρίσης που διανύει η Ελλάδα, είχε αποσυρθεί το πλοίο με το ελικόπτερο και η Ελλάδα λάμβανε μέρος μόνο με επιτελείς στο Στρατηγείο και στον εν πλω Διοικητή. Ωστόσο, πλέον η χώρα έχει πλήρως επανακάμψει σε αυτόν τον καινοφανή «Αντιπειρατικό Ευρωστόλο» δεδο-μένου ότι στις 13.02.2014 απέπλευσε από το Ναύσταθμο Σαλαμίνας η φρεγάτα ΨΑΡΑ προκειμένου να ενταχθεί για το επόμενο τρίμηνο σε αυτόν ενώ είχε παλαιότερα πρωταγωνιστήσει στην ίδια επιχείρηση.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είχε, από το Σεπτέμβριο 2008, συστήσει έναν Πυρήνα Συντονισμού, στις Βρυξέλλες, για την υποστήριξη των επιχειρή-σεων επιτήρησης και προστασίας. Η δράση της δομής αυτής έχει μεταφερθεί στην «EUNAVFOR». Ο κύριος σκοπός αφορούσε την υποστήριξη της δράσης των κρατών μελών της Ένωσης τα οποία αναπτύσσουν στρατιωτικές δυνάμεις (και άλλους πόρους), στο θέατρο των επιχειρήσεων, με στόχο την αύξηση της διαθεσιμότητας και την επιχειρησιακή τους εμπλοκή. Διευκό-λυνε επίσης την παροχή υποστήριξης προς τα συνοδευτικά των ανθρωπι-στικών νηοπομπών του Παγκόσμιου Προγράμματος Τροφίμων. Τα πλοία αυτά μεταφέρουν το 80% της συνολικής βοήθειας, μέσω θάλασσας, στη Σομαλία. Προβλέπεται συνεργασία με τα Ηνωμένα Έθνη, το Διεθνή Ναυτι-λιακό Οργανισμό και τις οργανώσεις των πλοιοκτητών.

Στις 24 Δεκεμβρίου 2008 πραγματοποιήθηκε η μετάβαση, από τη στρα-τιωτική επιχείρηση καταπολέμησης της πειρατείας του NATO «Operation Allied Provider» στην προαναφερθείσα επιχείρηση Αταλάντα. Η αρχική λοιπόν επιχείρηση είχε λάβει χώρα από τις 24 Οκτωβρίου 2008, σε απάν-τηση αιτήματος των Ηνωμένων Εθνών, ως μία προσωρινή δύναμη, με στόχο να προσφέρει υποστήριξη στο Παγκόσμιο Πρόγραμμα Τροφίμων και να ενισχύσει τις προσπάθειες αντιμετώπισης της πειρατείας στην περιοχή. Στο χρονικό αυτό διάστημα, πολεμικά πλοία του διεθνούς οργανισμού διασφά-λισαν την ασφαλή μεταφορά 30.000 τόνων τροφίμων στη Σομαλία, διέκοψαν αρκετές επιθέσεις των πειρατών κατά εμπορικών πλοίων και απέτρεψαν πάρα πολλές. Είναι αξιοσημείωτο ότι εξουσιοδοτήθηκε η Standing NATO Maritime Group 2 (SNMG2), η οποία αποτελεί μία πολυεθνική, ενοποιημένη ναυτική δύναμη που περιλαμβάνει πλοία από διαφορετικά κράτη μέλη της Συμμαχίας: Γερμανία, Ιταλία, Τουρκία, Η.Β., ΗΠΑ και Ελλάδα. Τρία από τα επτά πλοία που έχουν διατεθεί ενεπλάκησαν στην επιχείρηση, μεταξύ των οποίων και το ελληνικό, η φρεγάτα Θεμιστοκλής. Αυτή υπήρξε η πρώτη φορά που μία ναυτική δύναμη, με σημαία του NATO, αναπτύχθηκε στον Κόλπο του Άντεν.

Από το 2008 το Συμβούλιο Ασφαλείας προχώρησε στην υιοθέτηση ομό-φωνων ψηφισμάτων για την αντιμετώπιση της πειρατείας στη Σομαλία. Ανατέθηκε στη διεθνή ναυτική δύναμη Αταλάντα, που επιχειρεί στην ευρύτερη περιοχή, η δικαιοδοσία για τη σύλληψη των πειρατών και εντός των χωρικών υδάτων της Σομαλίας. Επίσης, το ψήφισμα 1851 της 16ης Δεκεμβρίου 2008 παρέχει το δικαίωμα στις διεθνείς ναυτικές και άλλες δυνάμεις να προχωρήσουν και σε ενέργειες κατά των πειρατών στο σομα-λικό χώρο, και για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τα ψηφί-σματα 1816 και 1846, οι ξένες ναυτικές δυνάμεις δρουν σε συνεργασία με την κυβέρνηση της Σομαλίας. Η Μεταβατική Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση της Σομαλίας εξουσιοδότησε σχετικά το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, με επιστο-λή που του απέστειλε. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας που επιτρέ-πουν χερσαίες επιχειρήσεις στη Σομαλία προβλέπουν ταυτόχρονα ότι θα πρέπει να γίνονται σεβαστές οι αρχές του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Βασική αρχή αυτού του κλάδου είναι ότι δεν μπορεί να γίνει στόχος των στρατιωτικών επιχειρήσεων ο άμαχος πληθυσμός, εκτός αν πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες οι άμαχοι λαμβάνουν απευθείας μέρος στις εχθρο-πραξίες. Όμως, οι πειρατές δεν είναι στρατιώτες, είναι άμαχος πληθυσμός. Επομένως, στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον αυτών των ιδιωτών είναι πιθανό να προκαλέσουν το θάνατο ή τραυματισμό πολλών από αυτούς ενώ δεν αποκλείεται να υπάρξουν αντίστοιχες επιπτώσεις και στον υπόλοιπο πληθυσμό της Σομαλίας που δεν είναι πειρατές (παράπλευρες απώλειες – εγκλήματα πολέμου της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου).

Η «Εντολή» («Mandate») της επιχείρησης Αταλάντα περιλάμβανε τα ακόλουθα στοιχεία: - επιτήρηση των περιοχών, στα ανοικτά των ακτών της Σομαλίας, συμπεριλαμβανομένων και των εθνικών χωρικών υδάτων, όπου υφίσταται κίνδυνος για τη ναυτιλία και ειδικότερα για τις προκαθορισμένες οδούς της ναυσιπλοΐας, - παροχή προστασίας σε εμπορικά πλοία, τα οποία πλέουν στην περιοχή και - λήψη αναγκαίων μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ένοπλης βίας, με στόχο την αποτροπή, πρόληψη και επέμβαση, έτσι ώστε να τερματιστούν οι πράξεις πειρατείας και ένοπλης ληστείας στην περιοχή.

Η επιχείρηση αυτή υπάγεται στο πλαίσιο μίας παγκόσμιας προσέγγισης της Ένωσης για την κρίση στη Σομαλία. Από καιρό, η Ένωση διατηρεί σχέσεις με τη Σομαλία, σε επίπεδο πολιτικό, διπλωματικό, ανθρωπιστικό και ασφάλειας, αναδεικνύοντας τη δέσμευσή της για σταθεροποίηση της χώρας ενώ αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο δωρητή. Υποστηρίζει την ειρηνευτική διαδικασία Djibouti και έχει ενεργό ρόλο στο πλαίσιο της Διεθνούς Ομάδας Επαφής για τη Σομαλία. Τα πλοία της επιχείρησης Αταλάντα, μετά και από σχετική απόφαση των Ηνωμένων Εθνών, μπορούσαν να ανοίξουν πυρ κατά επιχειρούντων πειρατών αλλά και κατά των πλωτών μέσων που αυτοί χρη-σιμοποιούν στις επιχειρήσεις τους. Η δύναμη των πλοίων ασκούσε συνοδευ-τικά καθήκοντα για πλοία που διαπλέουν την περιοχή, πέρα από τα εμπορικά πλοία που μετέφεραν την επισιτιστική βοήθεια στη Σομαλία. Ναυτιλιακοί οργανισμοί παρακολουθούν τα δρώμενα στην περιοχή ενώ είχαν συστήσει σε ναυτιλιακές εταιρείες – μέλη τους να ακολουθούν ρότες σε απόσταση μεγαλύτερη των 450 ναυτικών μιλίων από τις ακτές, καθώς τα τελευταία περιστατικά εκδηλώθηκαν εντός της συγκεκριμένης εμβέλειας. Τα περιστα-τικά που είχαν σημειωθεί ανοικτά των ακτών είχαν οξύνει τον προβλημα-τισμό των ειδικών σχετικά με το εύρος των δυνατοτήτων των επιχειρούντων τις πειρατικές επιδρομές. Προβληματισμό προκαλεί και το γεγονός ότι, υπό κανονικές συνθήκες, στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν πλοία – πλατφόρμες από όπου και εξαπολύονταν οι πειρατικές επιχειρήσεις. Σε περιβάλλον πάντως διεθνούς οικονομικής κρίσης οι εκτροπές από τις αρχικές ρότες των πλοίων που διαπλέουν τον Κόλπο επιβαρύνουν τα μεταφορικά κόστη. Αξιοσημείωτη είναι και η συμπεριφορά των αντασφαλιστικών οργανισμών που δεν έχουν αναβαθμίσει την ευρύτερη θαλάσσια ζώνη σε εμπόλεμη, αν και οι ναυτεργατικές ενώσεις έχουν ζητήσει κάτι τέτοιο.

 

1.6. Ο Διεθνής Κώδικας Ασφάλειας Πλοίων

και Λιμενικών Εγκαταστάσεων και η πειρατεία

Το Δεκέμβριο 2002 η διεθνής σύμβαση για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (SOLAS 1974/1978) τροποποιήθηκε με σκοπό να τεθούν μέτρα προκειμένου να ενταθεί η ναυτική ασφάλεια. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα νέο κεφάλαιο  που αφορά αποκλειστικά σε θέματα ναυτικής ασφάλειας και κατά συνέπεια υποχρεώνει τα πλοία να συμμορφώνονται με το Διεθνή Κώδικα  Ασφάλειας Πλοίων και Λιμενικών Εγκαταστάσεων («International Ship and Port Facility Security Code, ISPS»). Οι κανονισμοί του Κεφαλαίου XI-2 και ο Κώδικας ISPS καθορίζουν μέτρα και διαδικασίες που πρέπει να υιοθετηθούν από το κράτος του λιμένα και το κράτος της σημαίας, με σκοπό την προστασία φυσικών προσώπων, πλοίων, φορτίων και λιμένων από τρομοκρατικές επιθέσεις. Το εμπορικό πλοίο απαιτείται να είναι εφοδια-σμένο με ένα Σχέδιο Ασφάλειας Πλοίου, που να έχει εγκριθεί από την αρχή της σημαίας, να φέρει το Διεθνές Πιστοποιητικό Ασφάλειας Πλοίου, να εγκαταστήσει ένα Αυτόματο Σύστημα Προσδιορισμού και να διαθέτει Σύστημα Συναγερμού Ασφάλειας Πλοίου («Ship Security Alert System (SSAS)») και να έχει μόνιμα χαραγμένο τον αριθμό αναγνωρίσεως του πλοίου εσωτερικά και εξωτερικά. Μία μορφή τρομοκρατίας θεωρείται ότι αποτελούν οι επιθέσεις πειρατείας. Η βασική διάκριση που διαφοροποιεί την πειρατεία από την τρομοκρατία είναι ότι μία πράξη τρομοκρατίας πραγματο-ποιείται για λόγους πολιτικούς ενώ η πράξη πειρατείας έχει στόχο τη λήψη χρημάτων ή τη δέσμευση εξαρτημάτων του πλοίου[127].

Αμφισβητείται η χρησιμότητα του τεχνολογικού συστήματος SSAS, σκοπός του οποίου είναι να εκκινήσει εκπομπή του συναγερμού έως ότου απενεργοποιηθεί, χωρίς όμως να δώσει ηχητικό σήμα ή άλλη ένδειξη της ενεργοποίησής του σε πιθανούς εισβολείς στο πλοίο. Στα πλοία είναι διαθέ-σιμα δορυφορικά τηλέφωνα τα οποία παρέχουν δυνατότητα επικοινωνίας ακόμη και με τα πλέον απομακρυσμένα μέρη. Το πρώτο πράγμα που επιβάλ-λεται σε περίπτωση πειρατείας στα ανοιχτά της Σομαλίας είναι η ενημέρωση μέσω τηλεφώνου για πιθανή απειλή των κέντρων λήψης τέτοιων μηνυμάτων στην περιοχή. Επιπλέον, είναι κοινό μυστικό στον Πειραιά ότι συνήθως οι εταιρείες πληροφορούνται ότι τα πλοία τους έπεσαν θύματα πειρατείας από τους ίδιους τους πειρατές ή τις ναυτικές δυνάμεις που κατέλαβαν το πλοίο μετά μία επιτυχή επιχείρηση. Μία θαυμάσια κατά τα άλλα υπηρεσία, που παρέχεται με τη λειτουργία του συστήματος αυτού, είναι εκείνη που παρέχεται με κόστος και ενεργοποιεί αυτόματα όλες τις ναυτικές ή άλλες δυνάμεις ασφαλείας στην περιοχή. Ωστόσο, το κενό παραμένει στη λήψη ουσιαστικών πληροφοριών (τι είδους απειλή, πότε, πόσοι, πώς, κατάσταση επί του πλοίου κλπ.), το οποίο απαιτεί πάντα επικοινωνία με το πλοίο. Η λειτουργία του συστήματος δεν έχει σώσει  κανένα πλοίο ενώ είναι τεράστια τα ποσά που έχουν δαπανηθεί σε κάθε σκάφος για την αγορά, εγκατάσταση, πιστοποίηση, έλεγχο και γενικότερα τη λειτουργία του συστήματος. Για αυτό, στο πλαίσιο αναθεώρησης του Διεθνούς Κώδικα Ασφάλειας Πλοίων και Λιμενικών Εγκαταστάσεων προτείνεται η κατάργησή του[128]. Ωστόσο, η άποψη είναι επιδεκτική κριτικής καθώς το σύστημα αυτό παραμένει σε χρήση και είναι λειτουργικό, ιδίως εφόσον υιοθετείται η «παθητική» στρα-τηγική της απόσυρσης των επιβαινόντων σε ένα είδος κρησφύγετου μέσα στο πλοίο και αφού πρώτα έχει απενεργοποιηθεί ο μηχανισμός της διακυβέρ-νησής του. Άλλωστε, υποστηρίζεται η άποψη ότι ακόμη και η χρήση του νεωτερισμού των ενόπλων φρουρών στα εμπορικά πλοία θα μπορούσε να αποβεί επικίνδυνη για τα πλοία διότι μία ενεργητική στρατηγική προστασίας, με χρήση βίας από τους φρουρούς κατά των πειρατών, θα αύξανε τον κίνδυνο δολιοφθοράς από την πλευρά των πειρατών, με σημαντικές συνέπειες όχι μόνο για την ασφάλεια των επιβαινόντων στο πλοίο και του ίδιου του πλοίου με το φορτίο του αλλά και για το περιβάλλον. 

 

1.7.  Ελληνικό δίκαιο της Πειρατείας.

Ως προς την ποινική δικαιοδοσία και καταστολή της πειρατείας που τελέστηκε εκτός Ελλάδας, κατά το άρ. 8 στοιχείο στ’ Π.Κ., σε συνδυασμό με το άρ. 9 Π.Κ., εφαρμόζονται οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι, σε Έλληνες και αλλοδαπούς ανεξάρτητα από τους νόμους του τόπου της τέλεσης, έστω και αν ασκήθηκε ποινική δίωξη ή επιβλήθηκε ή και εκτίθηκε ποινή στην αλλο-δαπή (αρχή της οικουμενικής δικαιοσύνης). Σύμφωνα με μία άποψη, αυτή η διάταξη δημιουργεί ορισμένα ερμηνευτικά προβλήματα επειδή οικουμενική δικαιοδοσία μπορεί να ασκηθεί μόνο για την πειρατεία ως διεθνές έγκλημα, και όχι για την πειρατεία σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους[129]. Γενικότερα, η πρόβλεψη ότι οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και στην αιγιαλίτιδα ζώνη ενός τρίτου κράτους ορθά θεωρείται ότι έρχεται σε αντίθεση με το διεθνές δίκαιο, με την έννοια ότι μία πράξη πειρατείας στην αιγιαλίτιδα ζώνη ενός κράτους δεν συνιστά «πειρατεία» κατά το διεθνές δίκαιο[130].

Κατά το άρ. 215 παρ. 1-2 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ. 187/1973), πειρατεία τελεί καθένας που επιβαίνει σε πλοίο και με σωματική βία ή απειλή τέτοιας κατά προσώπων, ενεργεί πράξεις διαρπαγής σε άλλο πλοίο στην ανοιχτή θάλασσα με σκοπό ιδιοποιήσεως των έτσι διαρπαζό-μενων πραγμάτων. Πειρατικό θεωρείται κάθε πλοίο το οποίο ακριβώς προορίζεται από τους κυβερνώντες αυτό προς ενέργεια των αναφερόμενων πιο πάνω πράξεων ή χρησιμοποιήθηκε προς τούτο και εξακολουθεί να κυβερνάται από τους πειρατές. Η παρ. 3 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι με την ποινή της καθείρξεως τιμωρούνται οι πράξεις πειρατείας, με την ίδια ποινή τιμωρούνται επίσης τόσο ο πλοίαρχος όσο και οι αξιωματικοί που κυβερνούν το πειρατικό πλοίο, με την ποινή της καθείρξεως μέχρι 10 ετών τιμωρούνται τα μέλη του πληρώματος πειρατικού πλοίου τα οποία διατελούν σε γνώση του προορισμού τους. Τα κακουργήματα της πειρατείας δεν κρίνονται από τους κατά τεκμήριο επιεικείς ενόρκους των Μεικτών Ορκω-τών Δικαστηρίων (και σε δεύτερο βαθμό των Μεικτών Ορκωτών Εφετείων) αλλά από θεσμικά εξαμβλώματα που κατά τεκμήριο είναι αυστηρά, δηλαδή από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων σε πρώτο βαθμό και από το Πενταμελές Εφετείο σε δεύτερο. Η πειρατεία αναμένεται σύντομα να προ-καλέσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην Ελλάδα λόγω του γεγονότος ότι για πρώτη φορά θα γίνει δίκη πειρατείας. Ειδικότερα, στις αρχές του 2013 άρχισε η εφαρμογή του μέτρου της προσωρινής κράτησης, στη χώρα, ενός Σομαλού, κατηγορούμενου για πειρατεία. Ο λόγος ο οποίος ακόμη δεν έχει οδηγηθεί στο ακροατήριο είναι ότι είναι πρακτικά δύσκολη και χρονοβόρος η συγκέντρωση και αποστολή των αποδεικτικών στοιχείων από το εξωτερικό στην ελληνική δικαιοσύνη.

Εξάλλου, πράξεις που χαρακτηρίζονται ως πειρατικές, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, αλλά τελούνται στην αιγιαλίτιδα ζώνη κάποιου κράτους και όχι στην ανοιχτή θάλασσα, διώκονται και τιμωρούνται αποκλειστικά σύμ-φωνα με το εσωτερικό δίκαιο του κράτους αυτού, ως πειρατικές, εφόσον υπάρχει διάταξη περί πειρατείας στο ποινικό του δίκαιο ή ενδεχομένως, αν δεν υφίσταται τέτοια ειδική διάταξη, ως κάποιο άλλο προβλεπόμενο αδίκη-μα[131]. Παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης αποτελεί ο  Ποινικός Κώδικας της Κένυας ο οποίος πριν την τροποποίησή το 2009 όριζε ότι «κάθε πρόσωπο που, στα χωρικά ύδατα ή στην ανοικτή θάλασσα διαπράττει οποια-δήποτε πράξη πειρατείας κατά το διεθνές δίκαιο είναι ένοχος του αδικήματος της πειρατείας»[132]. Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή της ελληνικής έννομης τάξης εφόσον η ελληνική νομοθεσία κολάζει μόνον την πειρατεία ως έγκλη-μα του διεθνούς δικαίου, δηλαδή διαπραττόμενο στην ανοιχτή θάλασσα. Προφανώς θεωρείται ότι η πειρατεία δεν είναι κάτι ιδιαίτερα πιθανό να συμβεί στον εθνικό θαλάσσιο χώρο για να προβλεφθεί ως ένα ιδιώνυμο έγκλημα και συνεπώς έχει έναν αμιγώς διεθνή χαρακτήρα, εξωτερικής απειλής για την ασφάλεια. Αυτή η θεώρηση υπενθυμίζει την προαναφερ-θείσα αρχαία προσέγγιση των πειρατών ως μίας διακριτής κοινότητας με την οποία βρίσκονταν σε πόλεμο τα κράτη. 

 

1.8. Η ρύθμιση του αντιπειρατικού επαγγέλματος.

Την 1η Φεβρουαρίου 1999 οι θαλάσσιες επικοινωνίες έπαυσαν να βασί-ζονται στο σχεδόν αιωνόβιο Κώδικα Μορς. Η νέα τεχνολογία με δορυφορικά συστήματα επέβαλε, στη διεθνή συνδιάσκεψη για την ασφάλεια στη θάλασ-σα, το τέλος της ειδικότητας του ασυρματιστή (ραδιοτηλεγραφητή Α΄ και Β΄ τάξεως). Από τότε οι αξιωματικοί γέφυρας επιφορτίστηκαν με τα καθήκοντα τηρήσεως ISM για την ασφαλή διαχείριση του πλοίου και οι τελευταίοι ασυρματιστές βρέθηκαν μπροστά σε μία αιφνιδιαστική αλλαγή, που τους εξωθούσε στην εθελούσια έξοδο[133].

Λίγο μετά άρχισε να θεσμοθετείται σε διεθνή κλίμακα ένα νέο επάγγελμα συναφές με την εμπορική ναυτιλία, αυτό του φρουρού των πλοίων για την προστασία από την πειρατική εγκληματικότητα. Στην ελληνική έννομη τάξη, επιτράπηκε με το Ν. 4058/2012, η παροχή υπηρεσιών ασφαλείας από ένοπλους ιδιώτες φρουρούς σε υπό ελληνική σημαία εμπορικό πλοίο που δεν εκτελεί πλόες θαλάσσιων ενδομεταφορών και διαπλέει θαλάσσιες περιοχές εκτεθειμένες σε κίνδυνο πειρατείας, για την προστασία των επιβαινόντων, του πλοίου και του φορτίου. Αυτή η καινοτομία τελεί υπό τoν έλεγχο του κράτους, με τη μορφή προηγούμενης διοικητικής άδειας που εκδίδεται από τον Αρχηγό του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής. Κατά τη σχετική κανονιστική κοινή υπουργική απόφαση 641.36-2/12, ως περιοχές υψηλού κινδύνου λογίζονται οι θαλάσσιες περιοχές που χαρακτηρίζονται ως τέτοιες στις εκάστοτε ισχύουσες Βέλτιστες Πρακτικές Διαχείρισης καθώς και αυτές που χαρακτηρίζονται ανάλογα από το Διεθνή Ναυτιλιακό Οργα-νισμό και ειδικότερα οι θαλάσσιες περιοχές μεταξύ της Ερυθράς Θάλασσας, του κόλπου του Άντεν έως τα στενά του Ορμούζ και ο Ινδικός Ωκεανός στο βόρειο τμήμα του, περιλαμβανομένου του Αραβικού Κόλπου και του Καναλιού της Μοζαμβίκης, ή όπως αυτές εκάστοτε ορίζονται από τα ως άνω κείμενα και οργανισμούς.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι σε αυτό το πρόσφατο κείμενο, εξοπλισμένο με ορθά ανοικτής διατύπωσης ρύθμιση, δεν γίνεται μνεία της θαλάσσιας περι-οχής της Νιγηρίας, η οποία ωστόσο σήμερα μαστίζεται από τις πειρατικές επιδρομές, ίσως σε έκταση μεγαλύτερη και από εκείνη στη θαλάσσια περιοχή της Σομαλίας. Πράγματι, σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Ναυτι-λιακού Γραφείου κατά της Πειρατείας (IMB), οι επιθέσεις στη Σομαλία έχουν περιοριστεί αλλά έχουν αυξηθεί στον κόλπο της Γουινέας. Μάλιστα, τα φορτηγά πλοία εξωθούνται να βρίσκονται σε διαρκή περιστροφική κίνη-ση («drifting») για την αυτοπροστασία τους, αντί να παραμένουν ακίνητα, στα ανοιχτά της νιγηριανής πετρελαιοπηγής, την οποία είναι προγραμματι-σμένο να προσεγγίσουν για φόρτωση. Ενώ η τακτική των πειρατών στη Σομαλία είναι να καταλαμβάνουν και να κατέχουν το επίμαχο πλοίο με το πλήρωμα χωρίς να νοιάζονται οι πειρατές σε πόσο καιρό θα πάρουν τα επιδιωκόμενα λύτρα, στη Νιγηρία η κατάληψη στο πλοίο σχετίζεται περισ-σότερο με το γεγονός της αρπαγής χρημάτων από το ταμείο του πλοίου αλλά και όποιων πολύτιμων αντικειμένων βρίσκονται σε αυτό.

Τέλος, με τον προαναφερθέντα Ν. 4058/2012, προβλέπεται επίσης ότι στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη συνιστάται Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο Επιτήρησης και Ελέγχου των Συνόρων, με έδρα το κτίριο του Αρχηγείου του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτο-φυλακής, στον Πειραιά.

Το μέτρο της φύλαξης έχει αποδώσει, αν και αναφέρεται περιστατικό, το 2012, απόπειρας πειρατείας στα ανοιχτά της Σομαλίας κατά του ελληνικού δεξαμενόπλοιου «Great Lady» με 4 άοπλους φρουρούς. Το εγχείρημα απέτυχε χωρίς χρήση αμυντικών μέσων,  επειδή ήταν υπερβολικά κοντές οι κλίμακες των πειρατών για την εφόρμηση στο πλοίο και ενώ οι πειρατές γνώριζαν ότι το πλοίο προστατευόταν από φρουρούς. Εκτιμάται ότι στην πρόσφατη σημαντική ελάττωση του αριθμού των επιθέσεων σε ποντοπόρα πλοία συνέβαλλαν δύο παράγοντες φύλαξης, η παρουσία φυλάκων, ιδίως ενόπλων, στα εμπορικά πλοία και η κινητοποίηση του στόλου της Ευρω-παϊκής Ένωσης. Προκύπτει λοιπόν ένας ιδιότυπος συγκρητισμός δημόσιου και ιδιωτικού καθώς δεν έχει λάβει χώρα μόνο ο προαναφερθείς συγκρη-τισμός της επιχείρησης Αταλάντα, που περιλαμβάνει δυνάμεις Πολεμικού Ναυτικού διαφόρων κρατών, αλλά και η διασφάλιση της ασφάλειας των εμπορικών πλοίων σε ιδιώτες φρουρούς.

Παρόμοιες με τις ελληνικές νομοθετικές εξελίξεις είναι και αυτές στην κυπριακή έννομη τάξη. Ειδικότερα, με το άρ. 12 του Ν. 4339, της 15.6.2012, ο οποίος επιγράφεται «Ο περί προστασίας Κυπριακών Πλοίων από Πράξεις Πειρατείας και άλλες Παράνομες Πράξεις Νόμος», ο έχων την εκμετάλ-λευση κυπριακού πλοίου δύναται να αναθέσει σε ιδιωτική εταιρεία προστα-σίας πλοίων με γραπτή σύμβαση την υλοποίηση ορισμένων από τα μέτρα που αναφέρονται  στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 4 του νόμου αυτού ή ορισμένων ή όλων από τα πρόσθετα μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4 του νόμου. Η χρήση όπλων από την ιδιωτική εταιρεία προ-στασίας πλοίων συνιστά επιπλέον μέτρο που αποφασίζεται από τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου στα πλαίσια των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 4 του νόμου. Ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου δύναται να επιτρέπει, για την ασφάλεια του πλοίου, τη χρήση, από την ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων ή από το προσωπικό του πλοίου, ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας.

  

1.9. Σταθερές για την πειρατεία.

Η ανάδυση του φαινομένου της πειρατείας τα τελευταία είκοσι έτη, ιδίως την τρέχουσα εξαετία, οδηγεί στη σταδιακή δημιουργία ενός ιδιαίτερου νέου κλάδου, του Δικαίου Αντιμετώπισης της Πειρατείας, τουλάχιστον σε κράτη με ναυτική παράδοση και συμφέροντα στον Κέρας της Αφρικής, όπως είναι και η Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτού του κλάδου του Ναυτικού Δικαίου, προκύπτουν κυρίως οι εξής σταθερές, όσον αφορά την προσέγγιση της πειρατείας σε βάθος χρόνου:

- Η πειρατεία στην αρχαιότητα δεν είχε πάντοτε την ηθική απαξία που έχει στα νεότερα χρόνια, στα οποία σαφώς αποτελεί παραδοσιακά έγκλημα μη κρατικής προέλευσης.

- Από το 16ο έως το 19ο αιώνα διαμορφώθηκε και ένας κανόνας του διεθνούς δικαίου για την πειρατεία, βάσει του οποίου οι επαναστάτες, ή ακριβέστερα οι στασιαστές («rebels»), που επιχειρούσαν στις θάλασσες διώκονταν ως πειρατές.

- Σε αντιδιαστολή με τον ξεκάθαρα εγκληματικό και ιδιωτικό (και δη μη βασισμένο σε πολιτική εντολή κράτους) χαρακτήρα της πειρατείας, το κούρ-σεμα ήταν μία αμφιλεγόμενη πρακτική (νόμιμη για το κράτος που παρείχε την πολιτική κάλυψη για την εκδήλωσή της, παράνομη για το κράτος του οποίου τα πλοία και οι υπήκοοι την υφίσταντο), μέχρι την κατάργηση και την εγκατάλειψη του κουρσέματος ενώ το δυναμικό των κουρσάρων μπορεί κατά κάποιο τρόπο να παραβληθεί με τη σύγχρονη υπηρεσία του στρατιω-τικά συντεταγμένου, ένοπλου σώματος της Ακτοφυλακής, πράγμα που υποδηλώνει μία ιστορική εξέλιξη από το ατομικό και το ιδιωτικό προς το συλλογικό και κρατικό όσον αφορά την ασφάλεια.

- Η πειρατεία υπήρξε το πρώτο, ιστορικά, έγκλημα το οποίο είχε δια-μορφωθεί στα αρχικά στάδιά του ως διεθνές έγκλημα (delictum iuris gentium)[134]. Προσεγγίζεται ως ένα ποινικό αδίκημα του  διεθνούς δικαίου, το οποίο νοείται ότι διαπράττεται στην ανοιχτή θάλασσα. Συνεπώς, προσβάλλει τη διαχρονική σταθερά της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας στην ανοικτή θάλασσα, κυρίως με τη χρήση των ωκεανοπόρων πλοίων. Ειδικότερα, θεωρείται ότι νομικό αντικείμενο του εγκλήματος της πειρατείας είναι η ασφάλεια και η ελευθερία της κυκλοφορίας στην ελεύθερη θάλασσα[135]. Το αξιοσημείωτο σε αυτήν την εύστοχη παρατήρηση είναι ότι η κυκλοφορία είναι συνώνυμη της ελευθερίας με βάση την ετυμολογία της τελευταίας λέξης. Πράγματι, η λέξη αυτή  προέρχεται από τη λέξη «ελήλυθα», τύπο του Παρακειμένου του ρήματος «έρχομαι». Συνεπώς, η προσωπική ελευθερία συνίσταται κατά κυριολεξία στη φυσική ευχέρεια των κινήσεων, στη δυνατότητα της μετακίνησης από χώρο σε χώρο. Εξάλλου, η ασφάλεια, και αυτή αρχαιοελληνική λέξη για την οποία ωστόσο δεν διασώζεται η ετυμο-λογία, νοείται από τη φύση της ως η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος με την ελευθερία, δηλαδή ως προστασία από τον αυθαίρετο αποκλεισμό της κίνησης.

- Η πειρατεία παραδοσιακά συνδυάζεται στην πράξη συχνά και με το σύστοιχο έγκλημα της ληστείας στη στεριά, από τους πειρατές, πράγμα το οποίο είχε, ιδίως σε παλαιότερες εποχές, οδηγήσει σε τεχνικές λύσεις ανάγκης όπως η ιδιότυπη χωροταξία των κατοίκων των περιοχών που ήταν υψηλού κινδύνου για τις ληστρικές επιδρομές των πειρατών, με κλασικό παράδειγμα την επί 400 έτη απομάκρυνση των Κρητικών από τις παρα-θαλάσσιες περιοχές του ίδιου τους του νησιού, μέχρι και περίπου το 1930, με κατά κυριολεξία «κρησφύγετο» την ενδοχώρα. Αν η Κρήτη είναι ένα κρησ-φύγετο λόγω του ιδιάζοντος αναγλύφου της, για τον παραπάνω λόγο η ενδοχώρα της Κρήτης, ιδίως η ημιορεινή και ορεινή, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το ιστορικό «κρησφύγετο του κρησφυγέτου». Συνεπώς, το δίδυμο της πειρατείας και της ληστείας προσβάλλει την ελευθερία της ανοιχτής θάλασσας και την ελευθερία της ανάπτυξης της προσωπικότητας (ιδίως την ελευθερία της εγκατάστασης) στη στεριά, αντίστοιχα.

- Γενικότερα ο κίνδυνος της πειρατείας και των ληστρικών επιδρομών των πειρατών στη στεριά έχει παραδοσιακά δημιουργήσει ποικίλες πρακτι-κές αντιπειρατείας (πέρα από την προαναφερθείσα της ιδιάζουσας χωρο-ταξίας περιοχών όπως οι παραθαλάσσιες της Κρήτης), από τη μοναδική για τα ελληνικά δεδομένα παραδοσιακή αρχιτεκτονική των αντιπειρατικών οικιών στην Ικαρία[136] και την κατασκευή των οικιών σε επαφή η μία με την άλλη σε περιοχές όπως η «Χώρα» της Νισύρου (Μανδράκι) μέχρι κυρίως τον εξοπλισμό των εμπορικών πλοίων για την άμυνά τους.

- Η πειρατεία, μολονότι διεθνές έγκλημα, εξαρτάται από τους μηχανι-σμούς ποινικής καταστολής που διαθέτουν τα κράτη, δυνάμει κυρίως της σταθεράς της οικουμενικής δικαιοδοσίας κατά την οποία κάθε κράτος έχει τη δικαιοδοσία να συλλάβει τους φερόμενους ως δράστες της πειρατείας και να τους δικάσει στα δικαστήριά του. Με την οικουμενική δικαιοδοσία υπονο-είται και οικουμενική δικαιοσύνη, με την έννοια ότι το επιλαμβανόμενο κράτος εκδικάζει την πειρατεία εφαρμόζοντας το διεθνές δίκαιο σε συνδυ-ασμό με το δικό του ουσιαστικό ποινικό δίκαιο. Προβληματισμό προκαλεί η περίπτωση ενός κράτους, όπως η Ελλάδα, που διευρύνει τη (σύστοιχη με την αρχή της οικουμενικής δικαιοδοσίας) αρχή της οικουμενικής δικαιοσύνης για την πειρατεία που λαμβάνει χώρα στον εθνικό θαλάσσιο χώρο τρίτου κράτους, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εφαρμόζεται το διεθνές δίκαιο της πειρατείας για να συλληφθεί η έννοια της πειρατείας. Κάποιες από τις εθνικές νομοθεσίες περιλαμβάνουν ιδιαίτερες  ρυθμίσεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου για την καταστολή αυτού του διεθνούς εγκλήματος. Δεν αποκλείεται μάλιστα ακόμη και η υιοθέτηση ιδιαίτερων εθνικών ρυθμίσεων στο χώρο της ποινικής δικονομίας, για την εκδίκαση αυτών των εγκλημάτων, όπως  μπορεί να θεωρηθεί ότι ισχύει στην ελληνική έννομη τάξη. Πράγματι, στο άρ. 97 του ελληνικού Συντάγματος τυπικά ο κανόνας είναι η εκδίκαση των διαφόρων κακουργημάτων από τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια και τα μεικτά ορκωτά εφετεία σε πρώτο βαθμό και δεύτερο αντίστοιχα και ως εξαίρεση προβλέπεται η δικαιοδοσία των δικαστηρίων των εφετών (ειδικών εφετείων), όπως είναι σήμερα τα τριμελή εφετεία κακουργημάτων και τα πενταμελή εφετεία, σε πρώτο βαθμό και σε δεύτερο, αντίστοιχα.

- Τα δικαστήρια του κράτους που συλλαμβάνει τους φερόμενους ως πειρατές μπορούν να αποφασίζουν για τις ποινές που θα επιβληθούν και για τα μέτρα που θα ληφθούν όσον αφορά το πλοίο, με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος τρίτου που ενεργεί με καλή πίστη, σύμφωνα με το άρ. 105 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Η μεταβίβαση της κυριότητας ενός πειρατικού πλοίου, για όσο χρονικό διάστημα το σκάφος βαρύνεται με αυτόν το χαρακτηρισμό, είναι άκυρη. Η ρύθμιση αυτή βρίσκει τη νομική της βάση στην εθιμικού δικαίου αρχή «pirata non mutat dominium»[137], δηλαδή «η πειρατεία δεν μεταβάλλει την κυριότητα», αρχή που υιοθετήθηκε για πρώτη φορά από τον προαναφερθέντα Ναυτικό Νόμο των Ροδίων.

- Η πειρατεία μπορεί να παραμένει ένα έγκλημα αμιγώς του διεθνούς δικαίου, χωρίς  να προβλέπεται ως έγκλημα σε περίπτωση κατά την οποία  οι επίμαχες πράξεις λαμβάνουν χώρα όχι στην ανοιχτή θάλασσα αλλά στον εθνικό θαλάσσιο χώρο. Αυτό σημαίνει ότι η πειρατεία έχει έναν εξωτερικό και διεθνή («κοσμοπολίτικο») χαρακτήρα απειλής για τα έννομα αγαθά του κράτους και των πολιτών του, παρά κατ’ ανάγκη και έναν εσωτερικό και εθνικό. Σε περίπτωση κατά την οποία η εγχώρια πειρατεία προβλέπεται ως έγκλημα, η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος ενδέχεται  να συμπίπτει με εκείνη της πειρατείας ως διεθνούς εγκλήματος αλλά μπορεί να είναι και διαφορετική. Σε κάθε περίπτωση, διευκρινίζεται ότι πολλές πράξεις πειρα-τείας γίνονται στην αιγιαλίτιδα ζώνη άλλων κρατών[138].

- Η πειρατεία μοιάζει με το άλλο έγκλημα του διεθνούς δικαίου, το δουλεμπόριο όπως αυτό γινόταν με τη θαλάσσια μεταφορά δούλων κυρίως από την Αφρική προς την Αμερική. Αν τις παλαιότερες εποχές ήταν στενά συνδεδεμένες οι δύο αυτές επικερδείς δραστηριότητες των θαλασσών, με χαρακτηριστική περίπτωση εκείνη του αραβικού καθεστώτος της Κρήτης όπως επισημάνθηκε, σήμερα βρίσκονται και οι δύο σε έξαρση σε διάφορες περιοχές του πλανήτη.

- Σε κάθε περίπτωση, η έννοια της «ασύμμετρης απειλής» μεταξύ κρατών και ιδιωτών (πειρατών), προσλαμβάνει πλέον μία ιδιαίτερη διάσταση, πέρα από τη γνωστή μεταξύ δυτικών κυρίως κρατών και της τρομοκρατικής οργά-νωσης Αλ Κάιντα, ιδίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Είναι επίσης αξιοπρόσεκτο ότι επαληθεύεται και το φαινόμενο του μαχητικού συγκρητι-σμού δεδομένου ότι το NATO και κυρίως η Ευρωπαϊκή Ένωση, αναπτύσ-σουν καινοτόμες δράσεις αντιπειρατείας. Ιδιαίτερα όσον αφορά την Ένωση, αυτή για πρώτη φορά ανέπτυξε στρατιωτική επιχείρηση του Πολεμικού Ναυτικού, στην οποία η Ελλάδα έπαιξε ηγετικό ρόλο στο χρονικό διάστημα της συμμετοχής της. Συνεπώς, για μία ακόμη φορά ο αγωνιστικός συγκρη-τισμός ενέχει καταστατικά στοιχεία διαμόρφωσης μίας δημόσιας πολιτικής, στον τομέα της ασφάλειας και άμυνας.

 

 

  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ

ΤΗΣ ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ

 

2.1. Μοντέλα ενάλιας λαθρομετανάστευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εντοπίζονται δύο μοντέλα λαθρομετανάστευσης, το ένα ονομάζεται «δυτικό» και αντιμετωπίζεται από την  Ισπανία και τη Μάλτα (μεγάλες θαλάσσιες αποστάσεις μεταξύ χώρας προέλευσης και χώρας προορισμού – χρήση μεγάλων πλοίων – μεταφορά αριθμητικά μεγά-λων φορτίων λαθρομεταναστών “on block”). Ειδικότερα, ο Κανονισμός Δουβλίνο II (ΕΚ 343/2003) είναι ένα από τα κύρια νομικά εργαλεία του κοινού συστήματος ασύλου, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και με λίγες εξαιρέ-σεις (κατά τα άρ. 6-10) η ευθύνη βαρύνει το κράτος μέλος διαμέσου του οποίου ο αιτών άσυλο για πρώτη φορά εισέρχεται στην ευρωπαϊκή επι-κράτεια. Συνεπώς, το Δουβλίνο ΙΙ δίνει μεγάλη έμφαση στις μεθοριακές χώρες, όπως η Μάλτα η οποία δέχθηκε το 90% των αιτήσεων ασύλου που κατατέθηκαν στην Ευρώπη κατά το πρώτο ήμισυ του 2010. Για παράδειγμα, από μία πρόσφατη έρευνα Σομαλών γυναικών που παράνομα εισήλθαν στη Μάλτα, εκτιμάται ότι ο συνοριακός έλεγχος που λειτουργεί στο σημείο της άφιξης ταυτόχρονα και συγκρατεί και τιμωρεί τις γυναίκες, ακόμη και όταν αυτές γίνονται νομικά δεκτές και απελευθερώνονται, διατηρώντας τες σε ένα συνεχές νομικό «καθεστώς άφιξης»[139]. Είναι ενδεικτικό ότι μία Σομαλή, που επέστρεψε στη Μάλτα από τη Σουηδία δυνάμει της σχετικής πρόβλεψης στο Δουβλίνο ΙΙ, δήλωσε ότι η Σουηδία είναι πολύ καλύτερη, ακόμη και η Ολλανδία, και έτσι είναι και η Ελλάδα.

Το σύστοιχο μοντέλο λαθρομετανάστευσης ονομάζεται «ανατολικό – ελληνικό». Περιλαμβάνονται σε αυτό μικρές διανυόμενες θαλάσσιες από-στάσεις, τελείως διαφορετικός modus operandi εγκληματικών δικτύων,  μεγάλος αριθμός περιστατικών με χρήση σκαφών διαφόρων τύπων, που μπορεί να μεταφέρουν, μεγάλου εύρους, αριθμούς λαθρομεταναστών. Τελευταία και με τις αποφάσεις τους τα αρμόδια όργανα, οι υπηρεσίες και οι οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης (π.χ. η Frontex), φαίνεται πως στρέ-φουν το ενδιαφέρον τους στη «δυτική» πύλη, προσεγγίζοντας σε δεύτερο βαθμό το πρόβλημα που διαχειρίζεται η Ελλάδα[140]. Ωστόσο, πλέον προβάλ-λει και η Κρήτη ως μία σημαντική θαλάσσια πύλη μεταναστών. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που γνωρίζει έξαρση εδώ και λίγο καιρό με αποτέλεσμα κρητικές αρχές να ζητούν τον έλεγχο των ακτών για την αποτροπή του φαινομένου αυτού. Για παράδειγμα, στις 9 Ιουλίου 2013 130 αλλοδαποί αραβικής καταγωγής εντοπίστηκαν από τις λιμενικές αρχές στη θαλάσσια περιοχή νοτιοανατολικά της Κρήτης. Λίγες ημέρες πριν, το Λιμενικό Σώμα - Ελληνική Ακτοφυλακή κλήθηκε να διαχειριστεί ένα ακόμα περιστατικό, στη θαλάσσια περιοχή της Βιάννου όπου 23 λαθρομετανάστες διασώθηκαν από το σκάφος που τους μετέφερε και το οποίο έπιασε φωτιά. Εκφράζεται προ-βληματισμός για την αύξηση των κρουσμάτων λαθρομετανάστευσης, με δεδομένη την πολιτική αστάθεια που επικρατεί στις αραβικές χώρες, στο πλαίσιο της αποκληθείσας «Αραβικής Ανοίξεως». Συναφής είναι και η προαναφερθείσα δυσμενής εξέλιξη με την εσωτερική πολιτική αστάθεια στη Λιβύη.  

 

2.2. Συσχέτιση της λαθροδιακίνησης με την πειρατεία και το δουλεμπόριο.

Η λαθροδιακίνηση μεταναστών δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και μεταφορά δούλων, πλην όμως συχνά χρησιμοποιείται ο εντυπωσιακός όρος «δου-λέμποροι» από τα ΜΜΕ για να δηλωθούν οι λαθροδιακινητές μεταναστών αδιακρίτως. Σε κάθε περίπτωση, η παράνομη διακίνηση μπορεί να παρα-βληθεί με τις πρακτικές της πειρατείας και να συσχετιστεί με τη δουλεία.

Ειδικότερα, τα δύο μοντέλα της ενάλιας λαθρομετανάστευσης παρου-σιάζουν σημαντικές ομοιότητες με τα δύο άτυπα μοντέλα της σύγχρονης πειρατείας. Από τη μια πλευρά, το δυτικό μοντέλο θυμίζει την περίπτωση των πειρατικών επιδρομών σε περιοχές εκτός του Κόλπου του Άντεν, ιδίως στα Στενά της Μάλακκας, καθώς και στις δύο περιπτώσεις χρησιμοποιούνται μεγάλα πλοία. Από την άλλη πλευρά, το «ανατολικό – ελληνικό» μοντέλο είναι συγκρίσιμο με τα κρούσματα πειρατείας στα ανοιχτά της Σομαλίας καθώς πρόκειται για επεμβάσεις από μικρά, ταχύπλοα σκάφη, όπως μικρά είναι τα σκάφη στην περίπτωση της περαίωσης από τα τουρκικά παράλια στις ακτές των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.

 

______________________________________________________________

 

ΣΧΗΜΑ 3.

ΜΟΝΤΕΛΑ ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΤΕΙΑΣ

 


Α. Δυτικό μοντέλο λαθρομετανάστευσης

1. Μεγάλες θαλάσσιες αποστάσεις       

μεταξύ χώρας προέλευσης και χώρας  προορισμού.

2. Χρήση μεγάλων πλοίων λαθρο-μετανάστευσης

3.Μεταφορά αριθμητικά μεγάλων φορτίων λαθρομεταναστών “on block”.

 

 

 

 

Β. Ανατολικό – Ελληνικό μοντέλο λαθρομετανάστευσης

1. Μικρές διανυόμενες θαλάσσιες αποστάσεις.

2. Τελείως διαφορετικός προς εκείνον του Δυτικού Μοντέλου modus operandi εγκληματικών δι-κτύων.

3. Μεγάλος αριθμός περιστατικών με χρήση σκαφών διαφόρων τύ-πων, που μπορεί να μεταφέρουν, μεγάλου εύρους, αριθμούς λαθρο-μεταναστών.


ΠΑΡΟΜΟΙΟ ΜΕ


Α. ΜΟΝΤΕΛΟ ΠΕΙΡΑΤΕΙΑΣ                    ΣΤΑ ΣΤΕΝΑ ΤΗΣ ΜΑΛΑΚΚΑΣ

1. Επεμβάσεις από σχετικώς μεγά-λα πλοία.

 

Β.   ΜΟΝΤΕΛΟ ΠΕΙΡΑΤΕΙΑΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΤΗΣ ΣΟΜΑΛΙΑΣ

1. Επεμβάσεις από μικρά ταχύ-πλοα.


______________________________________________________________

 

Ακόμη και η περίπτωση του δουλεμπορίου έχει επιβιώσει, και μάλιστα με χαρακτηριστική περίπτωση μία περιοχή στην οποία ανθεί η πειρατεία. Από τη Νιγηρία διάφοροι ντόπιοι αποπειρώνται να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ, μέσα από ένα διεθνές κύκλωμα δουλεμπορίου. Οι διακινούμενοι πληρώνουν για τη μεταφορά τους, με φορτηγά πλοία που παράνομα τους δέχονται ως επιβάτες, ενώ στις ΗΠΑ πληρώνεται και ο ατζέντης, ο οποίος τους υποδέ-χεται και τους απασχολεί με ένα ιδιότυπο καθεστώς «μαύρης εργασίας», χωρίς μισθό, αλλά αναλαμβάνοντας την κάλυψη βασικών βιοποριστικών τους αναγκών, όπως η σίτιση.

Η Αφρική συνεχίζει να τροφοδοτεί τον πέραν αυτής κόσμο όχι μόνον με σύγχρονους δούλους, αλλά γενικότερα με φτωχούς πολίτες οι οποίοι απο-πειρώνται να εισέλθουν, π.χ. από τον κάβο, και να κρυφτούν, π.χ. στην τσιμινιέρα, στα εμπορικά πλοία που φθάνουν στα λιμάνιά της. Για αυτό το λόγο στο πλαίσιο των προβλεπόμενων ναυτικών γυμνασίων («drills») το πλήρωμα του ελληνικού στόλου της εμπορικής ναυτιλίας τα τελευταία χρό-νια εκπαιδεύεται συστηματικά και επανειλημμένα ώστε να ενεργεί προσε-κτικό έλεγχο των χώρων του πλοίου, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της αυτόκλητης λαθρεπιβίβασης.     

 

2.3. Ανοχύρωτο το Αιγαίο έναντι εμπρησμών από την Τουρκία.

Το Δεκέμβριο 2011 ο τέως πρωθυπουργός της Τουρκίας κ. Γιλμάζ δήλω-σε σε δημοσιογράφους ότι κατά την πρωθυπουργία της προκατόχου του κας  Τσιλέρ (1993-1996), μυστικά κονδύλια είχαν διατεθεί για  δολιοφθορά κατά της Ελλάδας. Οι επιχειρήσεις αυτές περιλάμβαναν εμπρησμούς δασών σε νησιά του Βορειοανατολικού και Ανατολικού Αιγαίου αλλά και στην υπό-λοιπη Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της Αττικής. Το 1996 βουλευτής του κόμματος της κας Τσιλέρ είχε κάνει λόγο για επιχειρήσεις εμπρησμών σε ελληνικά νησιά από την τουρκική μυστική υπηρεσία «ΜΙΤ» και από την εθνικιστική παρακρατική οργάνωση «Γκρίζοι Λύκοι»[141]. Εμπρησμοί ωστόσο φαίνεται ότι έγιναν και μετά το τέλος της πρωθυπουργίας αυτής. Για παρά-δειγμα, την περίοδο των μεγάλων πυρκαγιών, 1998-1999, στη Χίο είχε εντο-πίσει  αξιωματικός της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας τουρκικό φουσκωτό που έριξε φωτοβολίδα αλεξίπτωτου (η οποία εκτοξεύεται ψηλά και πέφτει στα-διακά με αλεξίπτωτο) σε δασική περιοχή του νησιού και στη συνέχεια χάθη-κε στα χωρικά ύδατα της Τουρκίας. Ενημερώθηκε το Λιμενικό Σώμα, το οποίο καταδίωξε το χωρίς διακριτικά σκάφος μέχρι τα τουρκικά χωρικά ύδα-τα. Ακολούθησαν έρευνες και αμέσως βρέθηκε φωτοβολίδα στο δάσος[142].  Υποστηρίζεται η άποψη ότι τη δεκαετία του 1990 οι Τούρκοι, για να αντιμετωπίσουν τους Κούρδους αντάρτες, που κατέφευγαν στα δασωμένα βουνά, πυρπολούσαν τα δάση στο τουρκικό Κουρδιστάν. Τότε, με τη σειρά τους, οι Κούρδοι πυρπολούσαν τα δάση της δυτικής Τουρκίας, στα οποία εκπαιδεύονταν στον αγώνα κατά του αντάρτικου οι ειδικές δυνάμεις του στρατού και της «στρατοχωροφυλακής». Σύμφωνα με αυτήν την προσέγ-γιση, φέρεται το τουρκικό κράτος, που έβλεπε πίσω από τις ενέργειες αυτές «ελληνικό δάκτυλο», να πλήρωσε από τα μυστικά κονδύλια στελέχη των Γκρίζων Λύκων, τα οποία με τη σειρά τους πυρπόλησαν τα δάση στα ελλη-νικά νησιά, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη[143].

Στην Ελλάδα υποστηρίζεται η άποψη ότι «οι θεωρίες περί “ασύμμετρης απειλής” κατά της χώρας μας, όταν οι πυρκαγιές είναι πολλές, ασφαλώς δεν ευσταθούν», με το επιχείρημα ότι τις ίδιες ακριβώς χρονιές με την Ελλάδα, χάνουν λόγω πυρκαγιών τεράστιες δασικές εκτάσεις όλες οι χώρες με του ίδιου τύπου δάση (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Καλιφόρνια στις ΗΠΑ)[144]. Επιπλέον, το ελληνικό κράτος όχι μόνον δεν έκανε τίποτα το ουσιώδες μετά από αυτές τις αποκαλύψεις αλλά λίγους μήνες αργότερα από το «mea culpa» της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας, στις 18 Αυγούστου 2012, βρέθηκε αντιμέτωπο με εμπρησμό στη Χίο. Η νέα εμπρηστική εγκληματικό-τητα κατά του ίδιου νησιού πέρασε στην τοπική ιστορία ως η μεγαλύτερη καταστροφή μετά τη Σφαγή του 1822 και το σεισμό του 1881. Ενώ ακόμη φλεγόταν η Χίος, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) ερευνούσε την υπόθεση βάσει των αποκαλύψεων Τούρκου πράκτορα - Γκρίζου Λύκου περί προκλήσεως εμπρησμών στα δάση νησιών του Αιγαίου με σχέδιο της «ΜΙΤ», παράλληλα με αποκαλύψεις του τουρκικού Τύπου ότι το «Σχέδιο Βαριοπούλα» προέβλεπε φωτιές στα νησιά του Αιγαίου, πρόκληση επεισο-δίου στον εναέριο χώρο και κίνημα του Στρατού για την εκδίωξη του ανεπι-θύμητου για το στρατιωτικό κατεστημένο πρωθυπουργού, του κ. Ερντογάν. Παράλληλα, πιθανολογείται ότι στις πανίσχυρες τουρκικές Ένοπλες Δυνά-μεις υπάρχουν αξιωματικοί που παρά τα διαθέσιμα σύγχρονα μέσα τεχνο-λογίας, τα οποία τους επιτρέπουν να «ακτινογραφούν» τις κινήσεις της άλλης πλευράς, παραμένουν προσηλωμένοι σε παλιές τακτικές, όπως ένας μεγάλης κλίμακας εμπρησμός που θα εξωθήσει τον αντίπαλο να μετακινήσει μονάδες του στρατεύματος και να αποκαλύψει κεκαλυμμένες θέσεις του.

Το καλοκαίρι της εκατονταετηρίδας από την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, είχε αυξηθεί κατά το ένα τρίτο περίπου ο αριθμός των τουριστών από την Τουρκία, χάρη στην ικανοποίηση του αιτήματος φορέων της Χίου να χορηγούνται αμέσως στο οικείο Τελωνείο -και όχι στο προξενείο της Ελλάδας στη Σμύρνη- βίζες για τουριστική επίσκεψη. Ωστόσο, αυτή η εξέλι-ξη, που πριν από κάποια χρόνια θα φαινόταν μάλλον εξωπραγματική, φαίνε-ται ότι είχε ενοχλήσει τις ΗΠΑ. Ο Αμερικανός πρέσβης, ο οποίος επισκέ-φθηκε το νησί, φέρεται να εξέφρασε στο δήμαρχο της Χίου την ενόχληση της κυβερνήσεώς του, με το σκεπτικό ότι το άνοιγμα αυτό αποτελεί ανεξέ-λεγκτο δίαυλο εισδοχής προς την Ευρώπη. Η βίζα που χορηγείται από το ελληνικό κράτος επιτρέπει στους αλλοδαπούς να ταξιδέψουν ελεύθερα σε χώρες της ζώνης των συμβάσεων Schengen. Είναι ακριβές ότι υπήρχαν Τούρκοι τουρίστες που έσπευδαν να κάνουν προκράτηση δωματίου σε ξενοδοχεία του νησιού, ως απόδειξη του τουριστικού χαρακτήρα της μετά-βασής τους, αλλά τελικά την επόμενη ημέρα από την άφιξή τους αναχω-ρούσαν για την Αθήνα και με άγνωστο τελικό προορισμό. Φαίνεται πως το κλιμάκιο των Αμερικανών πρακτόρων στο νησί και στο απέναντι λιμάνι, τον Τσεσμέ, είχε εντοπίσει αντάρτες του κουρδικού κινήματος «PKK» και ισλαμιστές τρομοκράτες που παρίσταναν τους θαυμαστές της Χίου για να αποχωρήσουν από την Τουρκία[145].

 

2.4. Απελευθέρωση της αυτόνομης κατάδυσης στις ελληνικές θάλασσες.

Η αυτόνομη κατάδυση έχει πλέον απελευθερωθεί σε μεγάλο βαθμό, χάρη στο Ν. 3409/2005 «Καταδύσεις αναψυχής και άλλες διατάξεις» και σήμερα βρίσκεται σε άνοδο ο καταδυτικός τουρισμός. Κατά το άρ. 11 παρ. 1 η άσκη-ση υποβρύχιας δραστηριότητας στη θάλασσα με αναπνευστικές συσκευές ή άλλα υποθαλάσσια μέσα, χάριν αναψυχής, επιτρέπεται σε όλη την επικρά-τεια, ενώ απαγορεύεται: α) σε προσδιορισμένες από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού θαλάσσιες περιοχές εναλίων αρχαιολογικών χώρων σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρ. 12 και 15 του πολιτιστικού (ή αρχαιολογικού) Ν. 3028/2002 και β) σε συγκεκριμένα οικολογικά ευαίσθητα οικοσυστήματα[146]. Η οριοθέτηση πραγματοποιείται αντιστοίχως με κοινή απόφαση των Υπουργών Πολιτισμού και Εμπορικής Ναυτιλίας και των Υπουργών ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Εμπορικής Ναυτιλίας. Κατ’ εξαίρεση, κηρυγμέ-νοι ενάλιοι αρχαιολογικοί χώροι μπορούν να χαρακτηρίζονται ως υποβρύχια μουσεία, στα οποία επιτρέπεται καθοδηγούμενη κατάδυση, πάντα με συνο-δεία δυτών φυλάκων αρχαιοτήτων ή αρχαιολόγων. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα προβλέπεται η δημιουργία υποβρύχιων μουσείων, δηλαδή κατά-δυτικών πάρκων εντός κηρυγμένων ενάλιων αρχαιολογικών χώρων[147].

Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι στην Πάρο κέντρο εκμάθησης κατάδύσεων πραγματοποιούσε καταδύσεις αναψυχής πάνω σε αρχαίο ναυά-γιο στην Αντίπαρο, σε μη επιτρεπόμενη από την αρχαιολογική υπηρεσία θαλάσσια περιοχή, αντί των δύο μεγάλων θαλάσσιων περιοχών στην ίδια τη νήσο Πάρο, στις οποίες η υποβρύχια δραστηριότητα για αναψυχή ήταν ελεύθερη ήδη πριν από τη θέσπιση του καταδυτικού Ν. 3409/2005[148]. Συνεπώς, εκτιμάται ότι θα πρέπει να λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα για τη διασφάλιση της νομιμότητας σε καταδυτικά πάρκα και σε υποβρύχια μουσεία, όταν δημιουργηθούν, πράγμα που κατ’ αρχάς εξαρτάται από το Λιμενικό Σώμα το οποίο παραμένει ανεπαρκώς οργανωμένο. Για παρά-δειγμα, με το Ν. 3658/2008 για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών δόθηκε έμφαση στην αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας και όχι και του Λιμενικού. Ωστόσο, το Λιμενικό αποβαίνει χρήσιμο όχι μόνο για την αντι-μετώπιση της αρχαιοκαπηλίας στο βυθό αλλά και για το φράξιμο των θαλάσσιων οδών διαφυγής των αρχαιοκαπήλων, κυρίως στο Ιόνιο Πέλαγος, οι οποίοι εμπλέκονται σε υποθέσεις χερσαίας αρχαιοκαπηλίας, προς το εξωτερικό[149]. Στο μεταξύ, οι εξελίξεις για την τουριστική εκμετάλλευση των βυθών τρέχουν διεθνώς, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την κατασκευή ενός μουσείου στον πυθμένα του ποταμού Yangtze, στην Κίνα, το οποίο εγκαινιά-στηκε το 2009[150]. 

 

2.5. Στρατιωτικά συντεταγμένα σώματα και ενάλια λαθρομετανάστευση.

Με το Ν. 3922/2011 το Λιμενικό Σώμα, στρατιωτικά οργανωμένο ένοπλο σώμα ασφαλείας που παραδοσιακά είχε διττό ρόλο, τη διοίκηση του Εμπορικού Ναυτικού και την αστυνόμευση στη θάλασσα και στους χερ-σαίους χώρους ευθύνης του, μετονομάστηκε σε Λιμενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή (ΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ), όντας ήδη στη δομή του υπουργείου Προστα-σίας του Πολίτη ενώ οι υπηρεσίες του Σώματος  οργανώθηκαν με το ΠΔ 67/2011. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ίδιο νόμο, έχει ως αποστολή την εφαρμογή του νόμου στις περιοχές και τους χώρους αρμοδιότητάς του, η οποία εκτείνεται στο θαλάσσιο χώρο ευθύνης του, στα πλοία και στα πάσης φύσεως πλωτά ναυπηγήματα, στους λιμένες και στη χερσαία ζώνη αυτών, καθώς και σε άλλους χερσαίους, παράκτιους ή θαλάσσιους χώρους, όπως οι έννοιες των όρων αυτών καθορίζονται ιδίως στο Ν.Δ. 444/1970, στο Ν. 2971/2001, το Ν. 2242/1994, στο άρ. 12 του Ν. 2289/1995 ή άλλες ειδικές διατάξεις. Στις αρμοδιότητες του Λ.Σ. – ΕΛ.ΑΚΤ. ανήκουν, μεταξύ άλλων, η έρευνα και  διάσωση στη θάλασσα καθώς και η άσκηση αστυνόμευσης των θαλασσίων συνόρων.

Ειδικότερα, η έρευνα και διάσωση στη θάλασσα προβλέπεται ως μία από τις ενδεικτικά αναφερόμενες συνιστώσες της αποστολής του σώματος, στο άρ. 2 του Ν. 3922/2011 και περιλαμβάνει ιδίως:

α) Το συντονισμό του έργου έρευνας και διάσωσης στο θαλάσσιο χώρο ευθύνης της Ελλάδας.

β) Τη συνεργασία με τα Γενικά Επιτελεία Ναυτικού και Αεροπορίας, καθώς και  άλλους  φορείς, υπηρεσίες και ιδιώτες που υποχρεούνται ή προ-σφέρονται να συνδράμουν σε περίπτωση ατυχήματος στο θαλάσσιο χώρο ευθύνης της χώρας, περίπτωση συνεπώς που άπτεται και της παράνομης εισόδου λαθρομεταναστών από τη θάλασσα στην Ελλάδα.

γ) Τη συνεργασία με κέντρα συντονισμού έρευνας και διάσωσης άλλων χωρών.

δ) Την οργάνωση, υποστήριξη και λειτουργία των ηλεκτρονικών και τηλεπικοινωνιακών μέσων, καθώς και συστημάτων κυκλοφορίας που σχετί-ζονται με το έργο της έρευνας και διάσωσης και της επιτήρησης του θαλάσσιου χώρου ευθύνης της χώρας  (άρ. 2 παρ. 7 στοιχεία α΄ - δ΄ του Ν. 3922/2011 και 27 του Π.Δ. 67/2011). Στο Αρχηγείο αυτής της υπηρεσίας λειτουργούν το Ενιαίο Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (ΕΚΣΕΔ) και το Κέντρο Επιχειρήσεων (ΚΕΠΙΧ), τα οποία υπάγονται απευ-θείας στον Αρχηγό και υποστηρίζονται διοικητικά και λειτουργικά από τους καθ’ ύλην αρμόδιους κλάδους (άρ. 5 παρ. 3 του Ν. 3922/2011 και 1 παρ. 4 του Π.Δ. 67/2011), όπως αυτοί οργανώθηκαν και διαρθρώθηκαν με το Π.Δ. 67/2011 και είναι οι Κλάδοι Επιχειρήσεων, Ασφάλειας και Ασφάλειας Ναυσιπλοΐας[151].

Εξάλλου, η άσκηση αστυνόμευσης των θαλασσίων συνόρων περιλαμ-βάνει ιδίως:

α) Την οργάνωση μέτρων αστυνόμευσης και ελέγχου των θαλάσσιων συνόρων για την αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης και τη συνερ-γασία με άλλες αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες της Ελλάδας για το σκοπό αυτό.

β) Τη συμμετοχή και τη συνεργασία με αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρω-παϊκής Ένωσης, τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών για το σχεδιασμό και την υλοποίηση κοινών επιχειρησιακών δράσεων, αναφορικά με την αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης και την προστασία των θαλάσσιων συνόρων της Ελλάδας, καθώς και τη συμμετοχή του Λιμενικού Σώματος σε αντίστοιχες δράσεις άλλων χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

γ) Την πρόληψη και αντιμετώπιση κάθε άλλης παράνομης δραστηριό-τητας, συνεπώς καλύπτεται και η πρακτική της φυγάδευσης αρχαιοτήτων στο εξωτερικό, όπως συνήθως συμβαίνει από το Ιόνιο Πέλαγος προς την Ιταλία (και στη συνέχεια προς την Ελβετία), σύμφωνα με τα προαναφερ-θέντα.

Παραπλήσιο είναι το στοιχείο γ΄ του άρ. 5 του Ν. 4150/2013 που προ-βλέπει ότι στην αποστολή του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλα-κής περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων και «η διαμόρφωση όρων και η εξασφά-λιση συνθηκών ασφαλούς ναυσιπλοΐας, σε συνεργασία με τις Υπηρεσίες του Πολεμικού Ναυτικού για τα θέματα αρμοδιότητάς τους, ναυτικής ασφάλειας, ασφαλούς διαχείρισης στα πλοία και τις λιμενικές εγκαταστάσεις, σύμφωνα με τις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις και κανονισμούς και ο έλεγχος εφαρμογής του σχετικού θεσμικού πλαισίου».

Είναι αξιοσημείωτο ότι κατά πάγια πρακτική Πολεμικό Ναυτικό και Λιμενικό έχουν σχέσεις αγαστής συνεργασίας στο πρόβλημα της λαθρομετα-νάστευσης και δεν έχει υπάρξει περίπτωση «αντιδικίας», για παράδειγμα όταν το Πολεμικό Ναυτικό επεμβαίνει για τη διάσωση λαθρομεταναστών. Η αρμοδιότητα για την πρόληψη και καταστολή της λαθρομετανάστευσης ανήκει κατ’ αρχάς στο Λιμενικό Σώμα, πλην όμως το Πολεμικό Ναυτικό συνεργάζεται μαζί του, όπως και από τη φύση του πράγματος υπαγορεύεται. Αυτό μάλιστα που αναδύεται από την ίδια την πρακτική  του κλάδου των Ενόπλων Δυνάμεων είναι η σταθερά κατά την οποία οι λαθρομετανάστες που συλλαμβάνονται στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο από στελέχη του Πολε-μικού Ναυτικού να τους ζητούν άσυλο ενώ -κατά μαρτυρίες αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού- κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και ενώπιον των στρατιωτικών του Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής που προ-βαίνουν σε συλλήψεις λαθρομεταναστών.

Εξάλλου, σημαντική είναι η τάση για δραστικότερα μέτρα και αυστηρό-τερες κυρώσεις για την παράνομη μετανάστευση, πέρα από αυτές για τους ίδιους τους λαθρομετανάστες. Για παράδειγμα, με το Ν. 4052/2012 έχει ενσωματωθεί η Οδηγία 2009/52/ΕΚ, η οποία απαγορεύει, και με ποινικές κυρώσεις, την απασχόληση παράνομα διαμενόντων πολιτών τρίτων χωρών με στόχο την καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης. Ο βασικός νόμος για τη μετανάστευση, 3386/2005 «Είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια» έχει τροποποιηθεί σε διάφορα σημεία[152], με χαρακτηριστική περίπτωση αυτή του άρ. 88 που αφορά τις υποχρεώσεις μεταφορέων από το εξωτερικό στην Ελλάδα, υπη-κόων τρίτων χωρών που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος. Για τα σχετικά κακουργήματα αρμόδιο είναι το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, σε πρώτο βαθμό και το Πενταμελές Εφετείο σε δεύτερο βαθμό, όπως δηλαδή και στην προαναφερ-θείσα περίπτωση της πειρατείας στην ανοιχτή θάλασσα. Παρόμοια, εξαι-ρούνται από τις ευνοϊκές ρυθμίσεις του δικονομικού μέτρου της υπό όρο απόλυσης, των παρ. 1 και 2 του Ν. 4043/2012, όσοι έχουν καταδικαστεί για παράβαση του άρ. 88 του Ν. 3386/2005, σύμφωνα με τον ίδιο Ν. 4043/2012.

Επιπλέον, στα σχέδια του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη το 2013 αναφερόταν και η χάραξη νέας στρατηγικής αναφορικά με τη νομοθετική κάλυψη στην οπλοχρησία της Αστυνομίας, συμπεριλαμ-βανομένων και των συνοριακών φυλάκων. Οι αλλαγές στο Ν. 3169/2003 «Οπλοφορία, χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς, εκπαίδευσή τους σε αυτά και άλλες διατάξεις», ο οποίος αφορά την Ελληνική Αστυνομία και όχι και το Λιμενικό, θα στόχευαν στη δημιουργία ελαστικότερου πλαισίου στους πυροβολισμούς προειδοποίησης (όταν δεν στοχεύεται η πλήξη οποιου-δήποτε στόχου) και ακινητοποίησης (όταν στοχεύεται η πλήξη μη ζωτικών σημείων του σώματος ανθρώπου και ιδίως των κάτω άκρων αυτού). Οι αλλαγές αυτές θα ήταν προσανατολισμένες στην απόκρουση ένοπλων επιθέ-σεων και στην αποτροπή παράνομης εισόδου στη χώρα και αποδράσεων. Ως προς τις δύο τελευταίες κατηγορίες τονίζεται ότι ακόμα και η προειδοποίηση με πυροβολισμό στον αέρα, στα σύνορα, κατά διακινητών των λαθρομετα-ναστών μπορεί να προκαλέσει νομικά προβλήματα στους συνοριακούς φύ-λακες, περί άσκοπης χρήσης πυρομαχικών[153]. 

 

2.6. Ανοχύρωτο το Αιγαίο έναντι λαθρομετανάστευσης από την Τουρκία.

Η τεράστια ακτογραμμή και τα θαλάσσια πεδία, που καλείται το Λιμε-νικό Σώμα - Ελληνική Ακτοφυλακή να προστατεύσει και να αστυνομεύσει, απαιτούν αύξηση των στελεχών, του έτσι ώστε να ανέλθουν στον αριθμό των 10.500, όπως προβλέπει και η ισχύουσα νομοθεσία που ψηφίστηκε πριν από 11 έτη.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με την εξαμηνιαία έκθεση της Επιτρο-πής, ενώ από τον Ιούλιο μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2012 περισσότεροι από τους μισούς λαθρομετανάστες εισήλθαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω της Ελλάδας, από τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η κατάσταση άλλαξε δραστικά χάρη στην επιχείρηση «Ασπίδα», η οποία ξεκίνησε μετά την πρώτη εβδο-μάδα του Αυγούστου 2012 και περιλαμβάνει 1.800 συνοριακούς φύλακες. Το τελευταίο τρίμηνο του 2012 4.035 λαθρομετανάστες συνελήφθησαν στην Ελλάδα, κατά την προσπάθειά τους να εισέλθουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο κύριος όγκος αυτών χρησιμοποίησε τα θαλάσσια σύνορα της χώρας, για τα οποία η έκθεση της Επιτροπής εντοπίζει κενά.

Σημαντική συμβολή στο πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης από τον Έβρο, η οποία παραδοσιακά αποτελούσε την κύρια πύλη των ασιατικής κυρίως προέλευσης λαθρομεταναστών στην Ελλάδα, είχε η κατασκευή του φράχτη, η οποία ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο του 2012. Σε γενικές γραμμές θεωρείται ότι πλέον η χερσαία μεθόριος με την Τουρκία προστατεύεται επαρκώς, αν και αναφέρεται μόνον τον Ιούνιο 2014 πως συνελήφθησαν 18 διακινητές και 273 λαθρομετανάστες. Βέβαια, η εξέλιξη της επαρκούς παρεμπόδισης της διαπέρασης των συνόρων στον Έβρο δεν μπορούσε παρά να έχει παρενέργειες, με αύξηση των μεταναστευτικών ροών μέσω του Αιγαίου.

Η εισροή λαθρομεταναστών από την Τουρκία γίνεται μέσω Κωνσταντι-νούπολης και Σμύρνης, από τα κυκλώματα λαθροδιακίνησης. Οι διακινητές έχουν ορίσει ταρίφες, 1.200 ευρώ για τα ελληνικά νησιά, ενώ για την Αττική το ποσό αγγίζει τα 2.500 ευρώ. Για παιδιά κάτω των 12 ετών η ταρίφα είναι περίπου 600 ευρώ ενώ η διακομιδή στην πέραν της Ελλάδας Ευρώπη ανέρχεται στα 3.000 ευρώ. Κατά τις εκτιμήσεις των αρχών, τα κέρδη των κυκλωμάτων φθάνουν ή και ξεπερνούν τα 30.000.000 ευρώ ετησίως[154].

Η Κομισιόν θεωρούσε «κλειδί» για την επίλυση του προβλήματος της εισόδου λαθρομεταναστών στην Ελλάδα από τα θαλάσσια σύνορα, τη συνεργασία της Τουρκίας. Για το λόγο αυτό, στα τέλη Μαΐου 2013 ο αρμό-διος Επίτροπος για τη Διεύρυνση κάλεσε, στη διάρκεια του Συμβουλίου Σύν-δεσης Ε.Ε. - Τουρκίας, την Τουρκία να υπογράψει και να εφαρμόσει άμεσα τη συμφωνία επανεισδοχής λαθρομεταναστών. Η Τουρκία εξακολουθούσε να συνδέει το θέμα αυτό με την κατάργηση της θεώρησης εισόδου για τους πολίτες της που επιθυμούν να ταξιδέψουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία ωστόσο ζητούσε πρώτα την εφαρμογή της συμφωνίας επανεισδοχής και μετά την εξέταση της κατάργησης της βίζας[155]. Ο πρωθυπουργός κ. Ερντογάν βρέθηκε στη δίνη της εγχώριας πολιτικής αμφισβήτησης ελάχιστες ημέρες αργότερα, λόγω των γεγονότων διαμαρτυρίας που ξεκίνησαν στην πλατεία Ταξίμ, στην Κωνσταντινούπολη από μερίδα της τουρκικής κοινωνίας. Πα-ράλληλα, εντάθηκαν οι επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας στο Αιγαίο, όπως μεταξύ άλλων ότι έγιναν παραβιάσεις των χωρικών υδάτων της Ελλάδας από δύο τουρκικά πλοία τα οποία σε σχηματισμό περιπολίας μάχης έφτασαν μέχρι τα ανοιχτά των ακτών της Ανατολικής Αττικής. Ειδικότερα, πρόκειται για την πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησαν οι ανάλογες τουρκικές προκλή-σεις, τον Ιανουάριο 2008, που δύο τουρκικά πολεμικά σχημάτισαν στολίσκο μάχης και διέπλευσαν τον ελληνικό θαλάσσιο χώρο. Προέκυψε σκλήρυνση της τουρκικής στάσης στο Αιγαίο, ειδικά από τη χρονική στιγμή που ξεκίνησαν οι έρευνες για εξόρυξη φυσικού αερίου εντός της κυπριακής ΑΟΖ[156]. Τελικά, υπογράφηκε η εδώ και πολλά χρόνια επιδιωκόμενη Συμ-φωνία επανεισδοχής λαθρομεταναστών μεταξύ της Ε.Ε. και της Τουρκίας, στις 16 Δεκεμβρίου 2013 στην Άγκυρα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα επιθυμία της Ε.Ε. Στα τέλη Φεβρουαρίου 2014 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τη Συμφωνία, οπότε η Τουρκία πρέπει να εκπληρώνει τις σχετικές υποχρεώσεις της, προς άμεσο όφελος των όμορων χωρών της Ελλάδας και της Βουλγαρίας. Όσον αφορά την ιδιάζουσα περίπτωση της Κύπρου, κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΕ - Τουρκίας, στο Λουξεμβούργο στις 23.06.2014, με την Κοινή Θέση των 28 κρατών μελών καλείται η Τουρκία να εφαρμόσει και έναντι της Κύπρου τη Συμφωνία Επανεισδοχής. Ειδικό-τερα, η Συμφωνία προβλέπει τις υποχρεώσεις και τις διαδικασίες επιστροφής των μεταναστών που εισέρχονται ή διαμένουν παράνομα είτε στην Τουρκία είτε στην Ε.Ε. Υποχρεώνει τις δύο συμβαλλόμενες πλευρές να δέχονται πίσω τους πολίτες τους, τους υπηκόους τρίτων χωρών χωρίς τα απαραίτητα έγγρα-φα παραμονής και τους απάτριδες που εισήλθαν είτε στην ΕΕ μέσω της Τουρκίας είτε στην Τουρκία μέσω της ΕΕ. Αναμένεται να συμβάλει σημαν-τικά στον έλεγχο της παράνομης μετανάστευσης στην ΕΕ μέσω της Τουρ-κίας και να βοηθήσει στην πάταξη του διασυνοριακού εγκλήματος και ιδίως της εμπορίας ανθρώπων.

Αυτή η Συμφωνία με την Τουρκία έχει μεγάλη προϊστορία. Η χώρα αυτή είχε συνάψει μία αντίστοιχη διμερή συμφωνία με την Ελλάδα, η οποία δεν υλοποιήθηκε και η υπογραφή μίας νέας συμφωνίας, αυτή τη φορά σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ήταν η μόνιμη επωδός των ελληνικών κυβερνήσεων. Ακριβέστερα, η Τουρκία και η Ελλάδα έχουν ήδη υπογράψει από τις 20 Ιανουαρίου 2000 και θέσει σε ισχύ από τις 17.07.2001[157], τη  συμφωνία για την καταπολέμηση του εγκλήματος ιδιαίτερα της τρομοκρατίας, του οργανω-μένου εγκλήματος, της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και της λαθρο-μετανάστευσης. Τα συμβαλλόμενα κράτη δεσμεύονται να συνεργαστούν και για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών θησαυρών και ιστορικών έργων τέχνης. Κατά το άρ. 8 αυτής της συμφωνίας, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2926/2001, έως ότου συναφθεί συμ-φωνία επανεισδοχής, τα συμβαλλόμενα μέρη θα επιτρέπουν την επανείσοδο ατόμων, δηλαδή υπηκόων τους, καθώς και των υπηκόων τρίτων χωρών, οι οποίοι διέσχισαν ή πρόκειται να διασχίσουν παράνομα τα σύνορα ενός από τα μέρη, και οι οποίοι προέρχονται από το έδαφος του άλλου μέρους. Επι-πλέον, τα μέρη θα κοινοποιούν αμοιβαία, δια της διπλωματικής οδού, δείγματα των νέων ταξιδιωτικών εγγράφων, σφραγίδων και ειδών θεωρή-σεων εισόδου, για την πρόληψη και την καταπολέμηση της παράνομης διέλευσης των συνόρων.

Η εξελικτική πορεία προς την κατάρτιση και την εφαρμογή της Συμφω-νίας Επανεισδοχής αποτελεί ένα παράδειγμα ευρωπαϊκού συγκρητισμού, μέσα από την επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας για αναβίβαση αυτού του θεσμικού αναχώματος έναντι της λαθρομετανάστευσης από το ελληνικό στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Φυσικά, πρόκειται για ένα παράδειγμα συμμετρικό προς ένα άλλο πρόσφατο παράδειγμα συγκρητισμού στο Ναυτικό Δίκαιο, την προαναφερθείσα περίπτωση του Αντιπειρατικού Ευρωστόλου με την επιχεί-ρηση Αταλάντα. Και στις δύο περιπτώσεις η ελληνική άμυνα και διπλωματία έχει διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο, με το διακύβευμα για τον ελληνισμό να είναι πολύ μεγάλο.     

 

 

 

***

 

 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΑΓΩΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΑΓΩΓΕΣ

ΓΙΑ ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

 

1.1. Η φιγούρα «Διοτίμα».

Η Διοτίμα ήταν ένα πιθανόν μυθικό πρόσωπο, το οποίο αναφέρεται ως σοφή  ιέρεια από τη Μαντίνεια της Αρκαδίας, σύγχρονη με το Σωκράτη[158]. Δίδαξε το φιλόσοφο χρησιμοποιώντας τη μαιευτική μέθοδο εύρεσης της γνώσης, όντας η μοναδική γυναίκα σε ένα ανδροκρατούμενο συμπόσιο των Αθηνών. Το όνομα αυτής της διανοούμενης προέρχεται από τις λέξεις «Δίας» και «τιμώ», δεδομένου ότι ήταν αφιερωμένη στην απόδοση τιμών στον «Ύψιστο», κοινό παρονομαστή της αυτόχθονος θρησκείας και της νεότερης θρησκείας του ελληνικού έθνους, όπως έχει επισημανθεί.

Η Διοτίμα θεωρείται ως σύμβολο της ισότητας των φύλων, γυναίκα αυτή, σοφή και ιέρεια, στην αρχαία πατριαρχική και ανδροκρατούμενη κοινωνία. Ο περιορισμός των γυναικών στην εκπαίδευση και επομένως η ανισότητα των ευκαιριών στη μόρφωση ήταν καθεστώς στην αρχαία Ελλάδα όπως και γενικότερα στις αρχαίες κοινωνίες. Η Διοτίμα η Μαντινεία αποτελεί συνε-πώς την εξαίρεση, αν όχι και μία ανοιχτή πρόκληση για τη λειτουργική ενσωμάτωση ορισμένων επίκαιρων ακόμη και σήμερα εκφάνσεων της αρχετυπικής αποστολής της στο σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα.

Η Διοτίμα, κατά ενδεικτική αναφορά, προτείνεται να αναβιώσει ως ένας θεσμός της εκπαίδευσης, με σαφείς αναφορές στις ιδιαιτερότητες του φύλου της και της προσωπικότητάς της. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, θα μπορούσε να ενσαρκώνεται αποκλειστικά από γυναίκες εκπαιδευτικούς. Το γεγονός ότι προορίζεται να αποτελέσει ένα νομικό προνόμιο των καθηγητριών, των «διδασκαλισσών» και των γυναικών νηπιαγωγών εγείρει κατ’ αρχάς ενστά-σεις ενδεχόμενης παραβίασης της αρχής της ισότητας μεταξύ των φύλων.

Το άρ. 4 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Αυτό αποτελεί έκφανση της αρχής της ισότητας (ισότητας των τιμών), στην πλέον προχωρημένη μορφή (όχι απλώς της ισοπολιτείας) αλλά της ισονομίας, δηλαδή της ισότητας των δι-καιωμάτων. Οι γυναίκες, επομένως, δικαιούνται ίσα με τους άνδρες συμπο-λίτες τους δικαιώματα. Το γεγονός ωστόσο ότι μόνο γυναίκες εκπαιδευτικοί θα μπορούν να διασφαλίζουν το βάρος της Διοτίμας στον εκπαιδευτικό περίγυρο στον οποίο θα εργάζονται, θα μπορούσε να θεωρηθεί αντίθετο με την ίδια την αρχή της ισονομίας των φύλων, από τη σκοπιά της διάκρισης σε βάρος των ανδρών. Αυτή η «ισοπεδωτική» θεώρηση αποτελεί πλέον παρελ-θόν χάρη στην εξέλιξη που επέφερε στην ελληνική έννομη τάξη η αναθεώ-ρηση του Συντάγματος το 2001. Η παρ. 2 του άρ. 116, όπως η αρχική παράγραφος αντικαταστάθηκε, ορίζει ότι «Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών». Έτσι, αντικαταστάθηκε η αρχική διατύπωση της ίδιας παραγράφου, κατά την οποία «Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος». Η αναφορά στην αρμο-διότητα της Πολιτείας να αίρει τις ανισότητες, προφανώς όχι κατ’ αρχάς νομικές αλλά αναδυόμενες στην πράξη, επομένως κοινωνικού χαρακτήρα, με ρητή και μάλιστα εμφατική αναφορά στις γυναίκες, οι οποίες επομένως ρητά αναγνωρίζονται σε ελληνικό συνταγματικό κείμενο ως τα συνήθως αδύνατα μέλη της κοινωνίας που πέφτουν θύματα ποικίλων διακρίσεων, είναι όχι απλώς επιτρεπτική αλλά και προγραμματική για τη δυναμική που είναι συνταγματικά υποχρεωμένο το Κράτος να αναπτύξει στην κοινωνία. Αυτή η φεμινιστική διάταξη στηρίζει θεσμούς και πολιτικές όπως η ρήτρα του ενός τρίτου της συμμετοχής των γυναικών κατά ελάχιστο όριο στους εκλογικούς συνδυασμούς για τις βουλευτικές εκλογές.

Συνεπώς, η αποστολή της Διοτίμας προτείνεται κατ’ αρχάς να ανατίθεται σε γυναίκες  όλων των  βαθμίδων της εκπαίδευσης, ιδίως των σχολικών, υπό καθεστώς παροχής κινήτρων. Η Διοτίμα θα έχει διττό ρόλο συνιστάμενο σε:

α) Προώθηση της ισότητας των φύλων στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένης της μέριμνας για την άρση των ανισο-τήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών.

β) Προαγωγή του πολιτισμού, συμπεριλαμβανομένης της μαιευτικής μεθόδου και ιδιαίτερα της μέριμνας για την άρση των ανισοτήτων σε βάρος περιόδων της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η τελευταία αυτή μέριμνα κατά των διακρίσεων εναντίον είτε της αρχαίας περιόδου (δηλαδή σύμφωνα με τον προαναφερθέντα πολιτιστικό Ν. 3028/2002, όσον αφορά  τα μνημεία μέχρι και το 1830 μ.Χ.) είτε της νεό-τερης περιόδου (για τα μνημεία μετά από το προαναφερθέν ορόσημο) έχει για παράδειγμα τις εξής συνεπαγωγές:

1. Ανάδειξη του κατ’ ουσίαν μονοθεϊστικού χαρακτήρα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Αυτή η καινοτόμος προσέγγιση προκύπτει μέσα από τα προαναφερθέντα ευρήματα της ανασκαφής στο Δίον, όπου η λατρεία ήταν αφιερωμένη στο «Δία τον Ύψιστο», όπως «Ύψιστος» είθισται να ονομάζεται και ο Θεός στη μονοθεϊστική χριστιανική θρησκεία με την τριαδική υπόσταση του Θεού (Θεός, Χριστός και Άγιο Πνεύμα).

2. Καταπολέμηση του καταλοίπου που ονομάζεται «αρχαιοκεντρισμός», το οποίο συνίσταται στην υπερτίμηση της αξίας των αρχαίων μνημείων σε βάρος του νεότερου. Αυτό το δόγμα έχει εγκαταλειφθεί νομικά ήδη με το Ν. 3028/2002, ο οποίος καθιερώνει την αρχή της ισοτιμίας μεταξύ των αρχαίων μνημείων και των νεότερων. Για παράδειγμα, η αποδοκιμασία του αρχαιο-κεντρισμού, ο οποίος δεν βρίσκει έρεισμα στην ισχύουσα νομοθεσία, επιβε-βαιώθηκε ρητά, και από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην περίπτωση των νεότερων ακινήτων μνημείων (διατηρητέων πολυκατοι-κιών) στους αριθμούς 17 και 19 της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στην Αθήνα, σε σχέση με το νέο Μουσείο της Ακρόπολης.

Με βάση τα παραπάνω, η Διοτίμα θα μπορούσε να προβαίνει σε καινο-τόμες δράσεις όπως μεταξύ άλλων να:

- διδάσκει και να επιμορφώνει για το δίκαιο αντιμετώπισης της ενδοοικο-γενειακής βίας, όπως ρητά επιβάλλει στη γαλλική έννομη τάξη ο N. 2010-769 της 9ης Ιουλίου 2010, σχετικός με τις πράξεις βίας που διαπράττονται ειδικά στις γυναίκες, τις πράξεις βίας στον κόλπο των ζευγαριών και με τις επιπτώσεις αυτών των τελευταίων στα παιδιά, η θεματική αυτή περιοχή να ενσωματωθεί συστηματικά στο γαλλικό σχολικό σύστημα[159],

- λειτουργεί ως πρόσθετο μέλος επιτροπών κρίσης πτυχιακών ή διπλωμα-τικών εργασιών στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα, επιτελώντας την προαναφερθείσα αποστολή της στο πλαίσιο αυτού του διδακτικού - ερευνη-τικού έργου. 

 

1.2. Η Διοτίμα ως σύμβολο του συγκρητισμού.

Είναι αυτονόητο ότι μία πρωτοπόρος του πνεύματος σε καιρούς ανδρο-κρατίας μπορεί να εμπνεύσει μία εκπαιδευτική φιγούρα προώθησης της ισότητας των φύλων. Το ζητούμενο είναι να συνδεθεί, μεταξύ των άλλων που ενδεικτικά έχουν αναφερθεί, και με το φαινόμενο του συγκρητισμού. Κατ’ αρχάς, είναι προφανές, με βάση αυτά που προηγήθηκαν για την ιδεο-λογική επιλογή του Σωκράτη να μην αποφύγει να πιεί το κώνειο, ως άτυπη πράξη συγκρητισμού, ότι η γυναίκα που δίδαξε το Σωκράτη έχει λόγο να συνδεθεί με το ήδη υπαρκτό στις μέρες της φαινόμενο του συγκρητισμού, παρά το γεγονός ότι εκείνη δεν καταγόταν από την Κρήτη. Πράγματι, εκτι-μάται ότι θα ήταν επιτυχής επιλογή εφόσον οι γυναίκες που διασφαλίζουν το βάρος της διδασκαλίας στο εκπαιδευτικό σύστημα επιφορτιστούν με την ανάδειξη μίας ισότητας συγκρητιστικής. Είναι καιρός κατ’ αρχάς οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί να επιμορφωθούν σε αυτό το ρεύμα του συγκερασμού και του συναδελφωμένου πατριωτισμού, προκειμένου να μπορέσουν να λειτουργή-σουν διδακτικά έναντι των εκπαιδευομένων. Άλλωστε, η ίδια η δυναμική της ισότητας και της καταπολέμησης των διακρίσεων και των προκαταλήψεων (στερεοτύπων), που συνιστάται να αναπτύξει η Διοτίμα, συνάδει πλήρως με τη συγκρητιστική λογική του μέτρου και, εφόσον υπαγορεύεται από τη φύση του πράγματος, της αρμονικής σύνθεσης, με έμφαση σε θέματα του δικαίου. Αυτή η εποικοδομητική επιστημονική προσέγγιση δεν θα πρέπει να είναι όμως άνευρη και «απολίτικη» αλλά ενδείκνυται να επηρεάζεται διαρκώς από τις εσωτερικές και τις διεθνείς εξελίξεις, όλως ιδιαιτέρως για την προστασία της πατρίδας ιδίως από βίαιες επιβουλές.

Μακριά από αδόκιμες συγχύσεις μεταξύ δογμάτων ή ρευμάτων, χωρίς να διολισθαίνει προς ένα είδος θεολογικού συγκρητισμού, το σύμβολο του συγκρητισμού θα αναδεικνύει το πατριωτικό αλλά και ευρωπαϊκό και πανανθρώπινο μήνυμα μίας κοινωνίας που αποφασίζει και δρα συλλογικά, για την υπεράσπιση του κοινωνικού της ιστού, κατά μείζονα λόγο από εξωτερικούς εχθρούς. Ο συγκρητισμός πρέπει να είναι εκπολιτιστικός και μοντέρνος, σε καμία περίπτωση προσκολλημένος σε θεσμούς και πολιτικές που ενδεχομένως ευσταθούσαν στα αρχαία και επόμενα χρόνια αλλά σήμερα δεν συνάδουν με το δημοκρατικό και φιλελεύθερο πολίτευμα, όπως αυτό περιβάλλεται από την πλούσια συνταγματική παράδοση ενός κράτους που διαθέτει μία από τις πλουσιότερες συνταγματικές ιστορίες στον πλανήτη. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η διδασκαλία του ίδιου του Σωκράτη, ο οποίος, όπως έχει επισημανθεί, ήταν ο μόνος αντίθετος, στα προχριστιανικά χρόνια, στο αντιπεπονθός δίκαιο, με το οποίο είναι συνυφασμένη η βεντέτα.        

 

1.3. Η φιγούρα «Μέντορας».

Ο Μέντωρ ήταν ένα πρόσωπο της Οδύσσειας και συγκεκριμένα ο άνδρας στον οποίο ο βασιλιάς της Ιθάκης, ο Οδυσσέας, εμπιστεύθηκε τα του οίκου του όταν αναχωρούσε για να λάβει μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Τη μορφή του Μέντορα έπαιρνε η θεά Αθηνά σε πολλές περιστάσεις, όπως για να συνοδεύσει τον Τηλέμαχο στην Πύλο και στη Σπάρτη σε αναζήτηση του πατέρα του, ή για να προστρέξει σε βοήθεια του Οδυσσέα κατά την εξόντω-ση των μνηστήρων της Πηνελόπης. Μεταφορικά, ο Γάλλος συγγραφέας Φρανσουά Φενελόν, στο έργο του «Οι περιπέτειες του Τηλέμαχου», το 1699, παρουσιάζει το Μέντορα - Αθηνά να συνοδεύει τον Τηλέμαχο στο ταξίδι του, να του δίνει κατευθύνσεις με τη φιλική του γνώμη και να τον επανα-φέρει τελικά κοντά στον πατέρα του, τον Οδυσσέα. Με αυτόν τον τρόπο, η λέξη «Μέντωρ», στη γαλλική γλώσσα και από αυτή και σε άλλες ευρωπαϊ-κές γλώσσες, και ως μερικό αντιδάνειο και στη νέα ελληνική, σημαίνει και γενικά το σύμβουλο και φίλο που δρα ως πνευματικός οδηγός και καθοδηγη-τής. Στην αγγλική γλώσσα υπάρχουν και τα παράγωγα «mentoring», «mentorship», που σημαίνουν τη λειτουργία ή την πράξη του Μέντορα, του επιβλέποντος στην πρακτική άσκηση και υποδηλώνουν την παιδαγωγική σκοπιμότητα της ανάπτυξης ενός πολυπρόσωπου Δικτύου Μεντόρων για την επιτέλεση αυτής της λειτουργίας, και «mentoree» / «mentee», όρος που σημαίνει το μαθητευόμενο στο πλευρό του Μέντορα, τον εκπαιδευόμενο σε έναν εκπαιδευτή (με τη μέθοδο της μαθητείας).

Για λόγους αρχαιοελληνικής παράδοσης, σε Μέντορα προτείνεται να μετεξελιχθεί ο επιβλέπων (ο κατά την ορολογία για την επίβλεψη των διδα-κτορικών διατριβών στα γαλλικά Πανεπιστήμια «διευθυντής έρευνας») των ερευνητικών εργασιών, ιδίως των πτυχιακών ή διπλωματικών εργασιών των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών καθώς και των διδακτορικών διατριβών. Αυτό ισχύει και για τον επόπτη πρακτικής άσκησης εκπαιδευομένων εκ μέρους του εκπαιδευτικού ιδρύματος στο πλαίσιο του οποίου φοιτούν οι εκπαιδευόμενοι, χωρίς να αποκλείεται κάτι τέτοιο και για τον επόπτη εκ μέρους του φορέα που εξασκεί τον εκπαιδευόμενο. Πρό-σφατα, ο Μέντορας θεσμοποιήθηκε κατόπιν νομοθετικής πρωτοβουλίας του Υπουργείου Παιδείας ως ο καθοδηγητής του νέου σχολικού εκπαιδευτικού ο οποίος διατελεί δόκιμος δημόσιος υπάλληλος για τα πρώτα δύο έτη της σταδιοδρομίας του. Ειδικότερα, στην παρ. 5 του  άρ. 4 του Ν. 3848/2010 ορίζεται ότι «Ο νεοδιοριζόμενος εκπαιδευτικός υπηρετεί επί δύο έτη ως δόκιμος εκπαιδευτικός προκειμένου να προετοιμασθεί για να αναλάβει πλήρως το διδακτικό και παιδαγωγικό του έργο. Η προετοιμασία περιλαμ-βάνει, μεταξύ άλλων, την εξοικείωση του νεοδιοριζόμενου εκπαιδευτικού με το εκπαιδευτικό περιβάλλον και την εισαγωγική επιμόρφωση». Στην παρ. 6 προστίθεται ότι «Για την καθοδήγηση και υποστήριξη του νεοδιοριζόμενου εκπαιδευτικού ορίζεται από τον αρμόδιο σχολικό σύμβουλο σε συνεργασία με τον διευθυντή της σχολικής μονάδας ο μέντοράς του. Ο μέντορας πρέπει να έχει μεγάλη εκπαιδευτική και διδακτική εμπειρία και να υπηρετεί ως εκπαιδευτικός στην ίδια σχολική μονάδα ή την ίδια ομάδα σχολείων».

Ο νόμος αυτός ορίζει τα κριτήρια επιλογής σχολικών συμβούλων, μεταξύ των οποίων η υπηρεσιακή κατάσταση, καθοδηγητική και διοικητική εμπει-ρία, και με άσκηση καθηκόντων μέντορα, η οποία μπορεί να μοριοδοτείται με 0,25 μονάδες για κάθε έτος και με μέχρι 3 μονάδες κατ’ ανώτατο όριο. Η μαθητεία αποτελεί την αρχαιότερη μέθοδο εκπαίδευσης στην ιστορία της ανθρωπότητας, σε ισχύ πολύ πριν τη δημιουργία των πρώτων Πανεπι-στημίων. Συνεπώς, αν στο επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα κυριαρχεί η εισή-γηση, δηλαδή η διάλεξη σε ορισμένη εκπαιδευτική ύλη από τον εκπαιδευ-τικό προς τους διδασκόμενους, η μάθηση μίας τέχνης ή ενός επαγγέλματος στην πράξη, στο πλευρό ενός έμπειρου ειδικού αποτελεί όχημα επαγωγό της αναγκαίας τεχνικής ή επαγγελματικής γνώσης. Ο ειδικός αυτός, ο «μάστο-ρας», είναι αυτός που, σύμφωνα και με όσα επισημάνθηκαν, με βάση την παιδαγωγική επιστήμη είναι ενδεδειγμένο να ονομάζεται Μέντωρ.

Ο Μέντωρ στο εκπαιδευτικό σύστημα θα συγγενεύει και με τη Διοτίμα, λόγω του λανθάνοντος χαρακτήρα του ως της γυναίκας - θεάς της σοφίας και μάλιστα κόρης του Δία, ιέρεια του οποίου υπήρξε η Διοτίμα. Η γυναικεία φιγούρα προτείνεται να λειτουργεί ως η οιονεί επιβλέπουσα, συνεπικου-ρώντας το Μέντορα στο πλαίσιο της επιτροπής αξιολόγησης των πτυχιακών ή διπλωματικών εργασιών που εκείνος επιβλέπει. Το ορθότερο θα ήταν ο Μέντορας να δημιουργεί ένα Δίκτυο Μεντόρων, με πυρήνα τον ίδιο και τη Διοτίμα, ως την εκπαιδευτικό που προάγει το φεμινισμό, τη φιλοσοφική μαιευτική και την καταπολέμηση των διακρίσεων σε βάρος οποιασδήποτε φάσεως της ιστορίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Συνεπώς, συνιστά-ται και το άνοιγμα προς την κοινωνία και την αγορά, με την εισδοχή και άτυπων (εξωτερικών σε σχέση με την εκπαιδευτική μονάδα) Μεντόρων, παρά το γεγονός ότι αυτοί δεν θα μετέχουν στην επιτροπή αξιολόγησης της εργασίας. Επομένως, ο Μέντορας έχει κυρίως ακαδημαϊκές (διδακτικές με την έννοια του «εκπαιδευτικού έργου» Εκπαιδευτή και ερευνητικές) αρμο-διότητες ως προς τις πτυχιακές και διπλωματικές εργασίες ενώ ως προς τη σχέση του με τους δοκίμους εκπαιδευτικούς επιτελεί υποστηρικτική λειτουρ-γία χωρίς να αποκλείεται και η καθοδηγητική του εμπλοκή, εφόσον παρί-σταται ανάγκη.

 

1.4. Η φιγούρα «Νέστορας».

Η λέξη «Νέστωρ» προέρχεται από το ρήμα «νέομαι» που σημαίνει έρχομαι, επιστρέφω ενώ από το ίδιο ρήμα προκύπτει και το ουσιαστικό «νόστος». Συνεπώς, ετυμολογικά ερμηνεύεται ως αυτός που επιστρέφει από μακριά, ο ταξιδεμένος. Ο Νέστορας ήταν μυθικός ήρωας της αρχαίας Ελλά-δας και βασιλιάς της Πύλου. Παρουσιάζεται από τον Όμηρο ως ο σοφός και συνετός γέροντας, του οποίου οι συμβουλές ακούγονται με σεβασμό από όλους τους Αχαιούς. Συναντήθηκε με τον Τηλέμαχο, ο οποίος συνοδευόταν από το Μέντορα (στον οποίον ήταν μεταμορφωμένη η Αθηνά), όταν ο Τηλέμαχος μετέβη στην Πύλο και στη Σπάρτη σε αναζήτηση του πατέρα του, του Οδυσσέα.

Παρατηρείται μία γλωσσική, εννοιολογική και ιστορική αντιστοιχία στο δίπολο «Νέστωρ – Τηλέμαχος». Πράγματι, ο πρώτος ήταν πολυταξιδεμένος, έφυγε μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα του για να λάβει μέρος στις  μάχες του Τρωικού Πολέμου, ενώ ο δεύτερος ήταν αυτός που γεννήθηκε ενώ ο πατέρας του ήταν μακριά, έλειπε στις ίδιες προαναφερθείσες μάχες αλλά και πιο μετά, στην Οδύσσεια του Νόστου για την Ιθάκη. Ο Τηλέμαχος λοιπόν επιδιώκει το Νόστο, ζει για το «νόστιμον ήμαρ» (ημέρα της επιστροφής) του πατέρα του, στο πλευρό του Μέντορα (ή της Αθηνάς, με τη μεταμόρφωσή της σε Μέντορα, στον αρχετυπικό του ρόλο) και του Νέστορα στο φερώνυμο αρχετυπικό ρόλο. Ο Νέστορας επιτελεί τη λειτουργία του υποψήφιου πληρο-φοριοδότη και συμβούλου, έχοντας το βάρος της ηλικίας, το βάθος της ωριμότητας, το στίγμα του ήδη διαγεγραμμένου κύκλου. Μεταφορικά χαρακτηρίζεται με αυτόν τον όρο, που ταυτίζεται με την εικόνα του σοφού γέροντα, το παλαιότερο μέλος μίας ομάδας ανθρώπων ή μίας εταιρείας καθώς και κάθε ηλικιωμένος με πολύτιμες εμπειρίες. Το όνομα αυτό θεω-ρείται επίσης τιμητικός τίτλος για το γηραιότερο από τους παρευρισκό-μενους, σε επιστημονικούς κύκλους, για το βετεράνο της διανόησης. Ωστόσο, εκτιμάται ότι ο  Νέστορας είναι κάτι περισσότερο από άρχοντα που δεσπόζει με τη σοφία της προχωρημένης ηλικίας του: είναι ο Ελεύθερος Άνθρωπος!

Αυτό προκύπτει από την ετυμολογία της λέξης «Νέστορας» και της λέξης «Ελευθερία», που σύμφωνα με τα προαναφερθέντα δηλώνει τον ερχομό. Μέσα από την άσκηση της ελευθερίας, ο άνθρωπος κερδίζει σε γνώσεις, σε εμπειρίες, συνεπώς γίνεται σοφότερος μαθαίνοντας από τα λάθη του, επιβιώνοντας στην κοινωνική διαδρομή της ζωής του. Συνεπώς, ο Νέστορας είναι «αυτός που έρχεται» (κυριολεκτικά και μεταφορικά), έναντι του νέου ο οποίος μπορεί να υποστηριχθεί από εκείνο.

Σε αντίθεση με το Μέντορα για την καθοδήγηση και υποστήριξη του δόκιμου εκπαιδευτικού, ο Νέστορας δεν αποτελεί μία φερώνυμη φιγούρα του εκπαιδευτικού συστήματος. Ωστόσο, σε αυτόν συνιστάται να μετεξελι-χθεί ο σχολικός σύμβουλος, ο οποίος και ηλικιακά πλησιάζει προς τον αρχέτυπο Νέστορα.

 

1.5. Αξιολόγηση τεχνοκρατική ή ανθρωπιστική - πλουραλιστική

από τον «Νέστορα»;

Την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών παραδοσιακά ρύθμιζε το άρ. 5 του Ν. 2986/2002, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3149/2003, ενώ έχουν πρόσφατα δρομολογηθεί εξελίξεις για την υποχρεωτική και λεπτομερή αξιολόγηση. Σύμφωνα με το παγιωμένο νομικό καθεστώς, η αξιολόγηση αφορά όλους τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και πιο συγκεκριμένα τις εξής περιπτώσεις: α) τους εκπαιδευτικούς που πρόκει-ται να κριθούν για μονιμοποίηση και υπηρεσιακή εξέλιξη, β) τους εκπαιδευ-τικούς που πρόκειται να κριθούν για την κάλυψη θέσεων στελεχών της εκπαίδευσης, γ) τα στελέχη εκπαίδευσης, δ) τους εκπαιδευτικούς που επιθυ-μούν να αξιολογηθούν και ε) κάθε περίπτωση που κρίνεται αναγκαία.

Για την ατομική αξιολόγηση ακολουθείται η εξής διαδικασία: α) πριν από τη σύνταξη της έκθεσης υποβάλλεται στο κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο αξιολόγησης, μετά από πρόσκλησή του και σε δεκαπενθήμερη προθεσμία, έκθεση προσωπικής αυτοαξιολόγησης του εκπαιδευτικού, βάσει των στοι-χείων αξιολόγησης, αλλά χωρίς αριθμητική βαθμολογία, β) ο εκπαιδευτικός αξιολογείται από το Διευθυντή της σχολικής μονάδας και τον οικείο Σχολικό Σύμβουλο, γ) ο Σχολικός Σύμβουλος αξιολογείται από τον Περιφερειακό Διευθυντή Εκπαίδευσης ως προς το διοικητικό του έργο και από τον Προ-ϊστάμενο του οικείου Τμήματος Επιστημονικής και Παιδαγωγικής Καθοδή-γησης ως προς το επιστημονικό - παιδαγωγικό του έργο κ.ο.κ. Τέλος, ο αξιολογούμενος έχει το δικαίωμα ένστασης κατά των εκθέσεων αξιολόγησης σε προθεσμία ενός μήνα από την κοινοποίηση σε αυτόν της έκθεσής του, ενώπιον επιτροπής που συγκροτείται κατά τις διατάξεις της παρ. 6 του άρ. 5 του Ν. 2986/2002.

Ζήτημα γεννάται αν οι Νέστορες θα πρέπει να έχουν και καθοδηγητικό ρόλο, εξοπλισμένο με (ελεγκτική) αξιολόγηση του έργου των κατωτέρων τους, καθοριστική για την υπηρεσιακή εξέλιξη των κρινόμενων, ή κατ’ αρχάς μόνο υποστηρικτικό ρόλο. Ειδικότερα, διακρίνονται δύο γενικά υπο-δείγματα για την αξιολόγηση του έργου του εκπαιδευτικού προσωπικού καθώς και του ίδιου του προσωπικού. Το πρώτο είναι το τεχνοκρατικό μοντέλο, το οποίο υποστηρίζει μια αξιολόγηση παραδοσιακού τύπου, που εστιάζει στην ιεραρχική αξιολόγηση και στο αποτέλεσμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η αδυναμία αυτού του προτύπου που ακολουθεί τις αρχές της κλασικής σχολής της διοίκησης (διαχείρισης), είναι ότι δεν δίνει ποιοτικά στοιχεία για την ερμηνεία των δυνατοτήτων και των αδυναμιών του αξιολο-γούμενου μεγέθους και άρα δεν συντελεί στη βελτίωσή του. Ο αξιολο-γούμενος δεν έχει καμιά συμμετοχή στην κρίση του, καθώς όλα είναι προ-σαρμοσμένα σε μια ποσοτική κλίμακα. Τέτοιου τύπου αξιολόγηση υπήρχε στην Ελλάδα κατά την περίοδο της παντοδυναμίας του επιθεωρητή.

Εξάλλου, κατά το ανθρωπιστικό - πλουραλιστικό υπόδειγμα, η αξιολο-γική διαδικασία δίνει έμφαση, αντί του ελέγχου των στόχων, εγγενούς στο τεχνοκρατικό υπόδειγμα, στις αλληλεπιδράσεις των συμμετεχόντων στην εκπαιδευτική διαδικασία και στα νοήματα που διαμορφώνονται. Η αξιο-λόγηση ενσωματώνεται στη  διαδικασία τη διδακτική, που συμπορεύεται με τις δράσεις των υποκειμένων σε ένα ευέλικτο πλαίσιο διαρκών προσαρ-μογών ενώ η λειτουργία της αξιολόγησης υπηρετεί όχι τιμωρητικό χαρα-κτήρα αλλά παιδαγωγικό. Στο κέντρο της αξιολόγησης βρίσκεται ο αξιολο-γούμενος, ο οποίος συμμετέχει στο αξιολογικό έργο μέσω της αυτοαξιολό-γησής του. Επιπρόσθετα, επιδιώκεται η διεύρυνση της συμμετοχής των συντελεστών της διαδικασίας της εκπαίδευσης (εκπαιδευτικοί, εκπαιδευό-μενοι κλπ.) στις διαδικασίες αξιολόγησης και λήψης των αποφάσεων. Συνεπώς, ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να ασκηθεί και στο ρόλο του ερευνητή για να μπορεί να καταγράφει και να αξιολογεί ο ίδιος τις απαραίτητες πληροφορίες. Με βάση την ιδιότητά του ως ερευνητή και στοχαστικού επαγγελματία, μπορεί να αποδώσει καλύτερα στην καριέρα του, αποδεχό-μενος την αξιολόγηση και υιοθετώντας εναλλακτικές τεχνικές: -είτε με τη συμμετοχή του σε μια ερευνητική ομάδα συναδέλφων, -είτε με την υιοθέ-τηση της πρακτικής του «κριτικού φίλου», ο οποίος «φίλος» στην ουσία θα είναι ο εξωτερικός, ειλικρινής και αυστηρός αξιολογητής του, όπως δηλαδή θα μπορούσε να λειτουργεί η προτεινόμενη γυναίκα εκπαιδευτικός «Διοτί-μα» (με άξιο παραβολής το έθιμο του αδελφοποιητού ως παράδειγμα συγκρητιστικής συλλογικότητας, στην Κρήτη, στην Πελοπόννησο και σε άλλες περιοχές)[160], -είτε της αποδοχής του «μέντορα» που θα είναι δίπλα του[161], συνεπώς όπως θεσπίστηκε στην Ελλάδα με ακριβώς αυτόν τον τίτλο η φιγούρα δίπλα στο νεοδιόριστο, δόκιμο εκπαιδευτικό για μία διετία αν και αυτή η τεχνική αξιολόγησης επιβλήθηκε ως υποχρεωτική, -είτε με την καθι-έρωση ατομικού φακέλου αξιολόγησης (portfolio), που θα τον βοηθάει στην αυτοαξιολόγησή του, -είτε με άλλες τεχνικές τις οποίες θα συναποφασίσει.

Η κατά κανόνα πλήρης έλλειψη υποχρεωτικής αξιολόγησης του τακτικού λειτουργού, όσο αυτός παραμένει διδάσκων στη  σχολική τάξη και δεν διεκ-δικεί θέση στελέχους της εκπαίδευσης, όχι μόνο από το σχολικό σύμβουλο, αλλά και από το διευθυντή του σχολείου, μπορεί να ιδωθεί νομικά κατά δύο αντιτιθέμενους τρόπους.

Από τη μια πλευρά, υπάρχει η προσέγγιση υπέρ της τακτικής υπηρεσι-ακής κρίσης. Η έλλειψη αξιολόγησης επικρίνεται ως μία κακή διοικητική πρακτική, η οποία εκθέτει το Υπουργείο Παιδείας και στην ουσία προσβάλ-λει την ίδια την επιστημονική έρευνα. Ο λόγος είναι ότι τα άτομα τα οποία επιλέχθηκαν να εκπληρώσουν μία επιτελική αποστολή στην εκπαίδευση, χάρη και στο ερευνητικό και σύστοιχο συγγραφικό τους έργο, de facto έχουν υποβιβαστεί σε έναν κοινωνό του εκπαιδευτικού συστήματος, περιθωριακό και αδύναμο. Από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε να μην παραγνωρίζεται μία διοικητική πρακτική, σχεδόν πλήρως ομοιόμορφη ιδίως στην πρωτο-βάθμια εκπαίδευση, περίπου  30 ετών, η οποία μάλιστα εδώ και μία δεκαετία προβιβάστηκε σε κανόνα δικαίου. Το γεγονός ότι η τρέχουσα γενιά εκπαι-δευτικών, συνεπώς και των σχολικών συμβούλων, όχι μόνο δεν βίωσε επιθεώρηση από επιθεωρητές αλλά ούτε και (προσυνεννοημένη) παρακολού-θηση της διδασκαλίας από τους σχολικούς συμβούλους μέσα στη σχολική τάξη, πολλώ μάλλον δεν αξιολογήθηκε επίσημα από αυτούς, έχει το δικό του θεσμικό αντίκρισμα. Η Δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα ελεύθερων πολιτών, το οποίο για το εκπαιδευτικό σύστημα συνεπάγεται τη θεμελιώδη αρχή: «Η αξιολόγηση χωρεί για προαγωγή σε ανώτερη βαθμίδα», καθιερωμένη στο Ν. 2986/2002, όπως τροποποιημένος με το Ν. 3149/2003 ισχύει.

Προφανώς, αυτή η μοντέρνα αρχή συνάδει και με την πρακτική της επανάληψης της αξιολόγησης σε περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερό-μενος ζητεί να ανανεωθεί η θητεία του, εφόσον κατέχει μία θέση για ορισμέ-νη θητεία, ανανεώσιμη, όπως αυτή του διευθυντή σχολείου ή του σχολικού συμβούλου. Αλλιώς, προσβάλλεται η έννοια του δημοσίου λειτουργού, η οποία προσιδιάζει όχι μόνο στους λειτουργούς των Πανεπιστημίων αλλά, τηρουμένων των αναλογιών, και στους σχολικούς εκπαιδευτικούς. Εκτιμάται ότι σε γενικές γραμμές είναι αναχρονιστική πλέον η θεώρηση των δασκάλων και των καθηγητών μέσης εκπαίδευσης ως δημοσίων υπαλλήλων, πέρα από το γεγονός ότι αυτοί παραδοσιακά υπάγονταν σε ιδιαίτερο νομοθετικό καθεστώς, διακριτό από αυτό των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων. Πρόκειται για επιστήμονες και παιδαγωγούς, οι οποίοι δικαιούνται να επιχειρούν και έρευνα στον επιστημονικό και παιδαγωγικό  τους τομέα. Αυτή η αποστολή τους ελάχιστα προσιδιάζει σε καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου, πολύ περισ-σότερο αν ληφθεί υπόψη και η έννοια της παιδαγωγικής ελευθερίας την οποία απολαμβάνουν. Συνεπώς, η αξιολόγηση θα μπορούσε να έχει έναν πραγματικά ουσιαστικό και όχι «διακοσμητικό» ρόλο, όπως παραδοσιακά έχει στην πράξη, για τους δοκίμους δημοσίους υπαλλήλους, προκειμένου να μετεξελιχθούν σε τακτικούς, ύστερα από την ευδόκιμη συμπλήρωση της διετούς δοκιμής τους. Η έλλειψη αξιολόγησης, αρχικά de facto και στη συνέχεια de iure αποτελεί επιχείρημα υπέρ του καθεστώτος των εκπαιδευτικών ως λειτουργών παρά ως υπαλλήλων.

Σε κάθε περίπτωση, η αξιολόγηση πρέπει να συνδέεται με κίνητρα και με μισθολογικές ή βαθμολογικές προαγωγές, τηρώντας την αρχή της αξιοκρα-τίας, όπως η αρχή αυτή  απορρέει από την αρχή της δημοκρατίας (άρ. 1 του Συντάγματος) σε συνδυασμό με την αρχή της ισότητας (άρ. 4 παρ. 1 του Συντάγματος), καθώς και από την αρχή της αναλογίας (κατά το άρ. 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος, όπως έχει επισημανθεί) και όπως είναι ρητά διατυ-πωμένη, για πρώτη φορά με την αναθεώρηση του 2001, στο άρ. 103 παρ. 7 εδ. β΄ του ίδιου κειμένου. Ομοίως, η υποστήριξη από τους εκπαιδευτικούς προς συναδέλφους τους πρέπει να συνδέεται με όλους τους εκπαιδευτικούς στο σύνολο των τεχνοκρατικού χαρακτήρα υπηρεσιακών τους λειτουργιών, τηρώντας την αρχή της δημοκρατίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, συνάδει με τη φύση του Νέστορα να προβαίνει αυτός σε κρίση, συντάσσοντας σχετική έκθεση κατ’ εξαίρεση, όπως για τη μετεξέ-λιξη των δόκιμων δημοσίων υπαλλήλων σε τακτικούς. Ωστόσο, και σε αυτήν την περίπτωση είναι θεσμοθετημένο και ένα στοιχείο ανθρωπιστικής – πλου-ραλιστικής αξιολόγησης, συνιστάμενο στην έκθεση προσωπικής αυτοαξιο-λόγησης του αξιολογούμενου. Οι δόκιμοι συνιστάται να υποστηρίζονται και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, και να καθοδηγούνται (με τη μορφή «εκπαιδευ-τικού έργου» του Μέντορα, δηλαδή με τη μέθοδο της μαθητείας σε Εκπαι-δευτή) από οργανωμένο Δίκτυο Μεντόρων, το οποίο θα υποστηρίζεται από το Νέστορα, θα διευθύνεται από τον προαναφερθέντα εκπαιδευτικό - Μέντορα και θα συμπληρώνεται από μία γυναίκα εκπαιδευτικό ως Διοτίμα, η οποία και θα επιτελεί όχι τόσο τον τυπικό για το ρόλο του Μέντορα (καθοδηγητικό και υποστηρικτικό) ρόλο, αλλά κυρίως την ανταποκρινόμενη στην ιστορική της φυσιογνωμία αποστολή (προαγωγή της ισότητας των φύλων, καταπολέμηση των διακρίσεων και των προκαταλήψεων σε βάρος φάσεων της ιστορίας, μαιευτική μέθοδος, συγκρητισμός…). Ο δικτυακός ρόλος του Νέστορα σε σχέση με το Μέντορα και κατ’ επέκταση και με τη Διοτίμα, εφόσον αυτή προσομοιάζει προς το Μέντορα, ενδείκνυται να είναι διακριτικός έναντι των επιχειρησιακών καθηκόντων των δύο άλλων εκπαι-δευτικών, περίπου όπως ένας τεχνικός διευθυντής, ή έστω ένας τεχνικός σύμβουλος λειτουργεί σε σχέση με τον προπονητή μίας αθλητικής ομάδας. Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη ενός Δικτύου Μεντόρων ενισχύει τον ανθρω-πιστικό - πλουραλιστικό χαρακτήρα της συνιστώμενης αξιολόγησης. Προφα-νώς, ανθρωπομορφικές φιγούρες με θετικό ιστορικό φορτίο ταιριάζουν με τον ανθρωπιστικό προσανατολισμό των υπηρεσιακών κρίσεων.

Με βάση και τις παραπάνω παρατηρήσεις, αντί του πιστοποιητικού καθο-δήγησης το οποίο προβλέφθηκε ως ένα νέο προσόν για τους υποψήφιους σχολικούς συμβούλους, ενδείκνυται το εκπαιδευτικό σύστημα να παρέχει πιστοποιητικό απελευθέρωσης, για τη διεκδίκηση του λειτουργήματος του Νέστορα!

 

1.6. Ο «Νέστορας» στο πλαίσιο της εκπόνησης πτυχιακής

ή διπλωματικής εργασίας.

Ο Νέστορας συνιστάται να θεσμοθετηθεί και στο πλαίσιο των επιτροπών συμβούλευσης ή και αξιολόγησης των πτυχιακών ή διπλωματικών εργασιών, ιδίως όσων φοιτούν στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα. Θα είναι και πάλι ο πρώτος, στο πλαίσιο της Ακαδημαϊκής Ομάδας, αποτελούμενης και από το Μέντορα ως τον επιβλέποντα της εργασίας και την οιονεί επιβλέ-πουσα Διοτίμα. Οι δύο Μέντορες θα αποτελούν τη στοιχειώδη συγκρότηση ενός Δικτύου Μεντόρων έναντι του φοιτητή, κατά παρόμοιο τρόπο με το προαναφερθέν Δίκτυο Μεντόρων ως προς το δόκιμο εκπαιδευτικό. Συγκρί-σιμες είναι άλλωστε κατά κάποιο τρόπο και οι περιπτώσεις του τελειόφοιτου φοιτητή που εκπονεί την πτυχιακή ή ιδίως τη μεταπτυχιακή διπλωματική του εργασία και του αρχάριου εκπαιδευτικού. Ο Νέστορας για την εκπόνηση των τελικών εργασιών προτείνεται να έχει ιδίως υποστηρικτικές αρμοδιότητες. Το όργανο αυτό συνιστάται να ενσαρκώνει κατά το δυνατό εκπαιδευτικός με επαρκή αρχαιότητα στην επίβλεψη και αξιολόγηση εργασιών αυτής της κατηγορίας. Θα είναι ο κατ’ εξοχήν υποστηρικτής της μάθησης του φοιτητή στο χρονικά και γνωσιολογικά τελευταίο στάδιο των σπουδών του. Το ενδιαφέρον είναι ότι η υποστήριξη πρέπει όχι απλώς να μην απορροφάται από το διοικητικό ρόλο αλλά να εκλαμβάνεται ως μία ιδιαίτερη λειτουργία μορφωτικού χαρακτήρα, ισότιμη με τις υπόλοιπες τεχνοκρατικές λειτουρ-γίες. Η υποστήριξη αποτελεί θεσμό καθώς συντείνει σημαντικά στη διασφάλιση της ποιότητας της μάθησης και της έρευνας των φοιτητών (ή κατά περίπτωση μαθητών), επομένως είναι όχημα επαγωγό της «εκμάθησης» (καλής μάθησης, αριστείας στη μάθηση) και της «εξερεύνησης» (καλής έρευνας, αριστείας στην έρευνα).

Ο Νέστορας (το κατ’ εξοχήν επιτελικό μέλος της Ακαδημαϊκής Ομάδας, δηλαδή της Ομάδας της Ακαδημαϊκής Λειτουργίας που συνίσταται είτε σε τριτοβάθμιου επιπέδου διδασκαλία είτε σε έρευνα είτε και στις δύο) ενδεί-κνυται να έχει μεταξύ άλλων και τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α) Υποστηρίζει επιμορφώνοντας ως προς τη μεικτή (διδασκαλία της μεθόδου συγγραφής της διπλωματικής εργασίας και διεύθυνση της έρευνας της διπλωματικής εργασίας) και υποστηρικτική (συμβούλευση επί της ουσίας και εμψύχωση του φοιτητή), αποστολή  τους το Μέντορα και τη Διοτίμα. Επομένως, υποστηρίζει εμμέσως (με την επιμόρφωση του Δικτύου Μεντόρων, όπως αυτό αποτελείται από το Μέντορα και τη Διοτίμα) τη μάθηση (π.χ. ως προς τη μέθοδο συγγραφής της διπλωματικής εργασίας) και την επιστημονική έρευνα του φοιτητή που εκπονεί την εργασία, χωρίς βέβαια να υποκαθιστά τους αρμόδιους εκπαιδευτές (Μέντορα και Διοτίμα) στο δικό τους εκπαιδευτικό έργο (μαθητεία).

β) Υποστηρίζει με τη μορφή της τεχνικής υποβοήθησης το Δίκτυο Μεντόρων, το οποίο αποτελείται κατά ελάχιστη τιμή από το Μέντορα, ο οποίος έχει την αρμοδιότητα της διευθύνσεως του Δικτύου, και τη Διοτίμα, η οποία συνεπώς λειτουργεί και αυτή ως Μέντορας ιδίως σε θέματα που προσιδιάζουν στη φερώνυμη αποστολή της. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ένα από τα πολλά κενά που εντοπίζονται στην τρέχουσα πρακτική της εκπαίδευσης είναι η περιθωριοποίηση, ακαδημαϊκή και μισθολογική, τους ενός ή περισ-σότερων εκπαιδευτικών που συμπράττουν με τον επιβλέποντα στην επί-βλεψη ή έστω στην αξιολόγηση των πτυχιακών και διπλωματικών εργασιών ενώ και σε αυτούς συνάδει η επιτέλεση αρμοδίως πιστοποιημένου «εκπαι-δευτικού έργου». Το Δίκτυο συνιστάται στο μέτρο του δυνατού να περιλαμ-βάνει και άλλους άτυπους επιβλέποντες και λοιπούς συμπράττοντες από το χώρο της πρακτικής. Ο Νέστορας, για παράδειγμα, συμβουλεύει το Μέντορα ως προς το ζήτημα της εξεύρεσης από το Μέντορα πρόσθετων μελών.

γ) Επικουρικά, υποστηρίζει το φοιτητή μέσα από τη συμβούλευσή του σε ακαδημαϊκά θέματα που αφορούν την ουσία της αποστολής του φοιτητή δεδομένου ότι ο Νέστορας διαχρονικά θεωρείται ως ο έγκυρος Σύμβουλος, εμφυσώντας του την ακαδημαϊκή ελευθερία. Διευκρινίζεται ότι η υποστή-ριξη αυτή παίρνει τη μορφή της τεχνικής υποβοήθησης, όχι όμως και της εμψυχώσεως του φοιτητή σε θέματα προσωπικής υφής. Η εμψύχωση απο-τελεί υποστηρικτικής φύσεως αρμοδιότητα του Μέντορα κυρίως, και δευτε-ρευόντως της Διοτίμας, και όχι του Νέστορα. Στο πλαίσιο του συμβου-λευτικού ρόλου του Νέστορα, υπάγεται και η υποχρέωση του ιδίου να λαμβάνει και να σχολιάζει εποικοδομητικά την τυχόν Αρχική Έκθεση ή και την τυχόν Ενδιάμεση Έκθεση πεπραγμένων και προγραμματισμού που συντάσσει και υποβάλλει ο φοιτητής κατά τη διαδικασία εκπόνησης της εργασίας.

δ) Σε τελευταία ανάλυση, επιτελεί οριακά τις λειτουργίες της έρευνας και της διδασκαλίας, π.χ. εγκρίνοντας τη διπλωματική εργασία για προφορική υποστήριξη και αξιολογώντας τη με βαθμό, στη διαδικασία της προφορικής υποστήριξης.

Η αποστολή και της σχολικής και της ακαδημαϊκής εκδοχής του Νέστορα είναι σφραγισμένη από τις αξίες κυρίως της Ελευθερίας, δευτερευόντως της Σοφίας και της Υποστηρίξεως. Ο Νέστορας είναι η προσωποποίηση της αυτοτελούς υπηρεσιακής λειτουργίας της υποστήριξης προς τη διπλή (διδα-κτική και ερευνητική) ακαδημαϊκή λειτουργία των εκπαιδευτικών καθώς και σε καθεμία από τις συνιστώσες της (διδασκαλία σχολική ή τριτοβάθμιου επιπέδου, έρευνα). Σχηματικά, το δίπολο των ατομικών θεμελιωδών δικαιω-μάτων «Ελευθερία - Ισότητα» συμβολίζεται από το δίπολο φιγουρών «Νέ-στορας - Διοτίμα» ενώ ο Μέντορας συμβολίζει την εκπαιδευτική μύηση, δηλαδή τη Μαθητεία, και επομένως έχει έναν κομβικό ρόλο στην εκπαι-δευτική διεργασία, όπως άλλωστε και στην οικεία τριάδα, «Νέστορας - Μέντορας - Διοτίμα». Πάντως, ο Μέντορας είναι εγγύτερα, σε φιλοσοφικό επίπεδο, προς το Νέστορα καθώς μαθητεύει (διδάσκει) τον εκάστοτε μαθη-τευόμενο σε μία πρακτική τέχνη, σε μία ευχέρεια κινήσεων, συνεπώς στην Ελευθερία.  

______________________________________________________________

 

ΣΧΗΜΑ 4.

ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

ΤΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (Δ.Ε.)

(Ή ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ) ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥΣ

 

1. ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ Δ.Ε.  = ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΟΜΑΔΑ

ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΟΜΑΔΑ = ΝΕΣΤΟΡΑΣ + ΔΙΚΤΥΟ ΜΕΝΤΟΡΩΝ (=ΜΕΝΤΟΡΑΣ + ΔΙΟΤΙΜΑ)

(τα μέλη της Ακαδημαϊκής Ομάδας είναι τακτικοί σχολιαστές της τυχόν αρχικής έκθεσης και της τυχόν ενδιάμεσης έκθεσης του φοιτητή Δ.Ε. και τακτικοί αξιολογητές της Δ.Ε.).

 

2Α. ΝΕΣΤΟΡΑΣ – σύμβολο της Ελευθερίας.

(Επιτελικό στέλεχος με ιδίως αρμοδιότητα υποστήριξης της ακαδημαϊκής, δηλαδή διδακτικής και ερευνητικής, λειτουργίας του Μέντορα και της Διοτίμας).

 

2Β. ΜΕΝΤΟΡΑΣ – σύμβολο της Μαθητείας, δηλαδή του «εκπαιδευτικού έργου» εκπαιδευτή προς εκπαιδευόμενο δια της Μαθητείας.

(Διευθυντής: α) της έρευνας του φοιτητή Δ.Ε. (=Επιβλέπων, ο κεντρικός επιχειρησιακός λειτουργός), β) του Δικτύου Μεντόρων, φιγούρα με ιδίως ακαδημαϊκές, δηλαδή διδακτικές και ερευνητικές αρμοδιότητες)

 

2Γ. ΔΙΟΤΙΜΑ – σύμβολο της Ισότητας και του Συγκρητισμού.

(Οιονεί επιβλέπουσα, επιχειρησιακή λειτουργός – μέλος του Δικτύου Μεντό-ρων, φιγούρα ιδίως με ακαδημαϊκές, δηλαδή διδακτικές και ερευνητικές, αρμοδιότητες και με αποστολή προώθησης:

α) της ισότητας των φύλων, β) του πολιτισμού όπως η Μαιευτική Μέθοδος, και χωρίς διακρίσεις σε βάρος στοιχείων οποιασδήποτε φάσεως της πολιτι-στικής κληρονομιάς, γ) του συγκρητισμού, ιδίως στη νομική θεωρία και πράξη.

______________________________________________________________

 

1.7. Η διοικητική λειτουργία των εκπαιδευτικών.

Η τέχνη της διοίκησης μίας εκπαιδευτικής μονάδας ή ευρύτερης υπηρεσίας αποτελεί ένα σημαντικό λειτούργημα. Η διαχείριση του εκάστοτε οργανισμού αναδεικνύει την ανάγκη της ανάδειξης ενός ικανού ηγέτη, ο οποίος και θα τον διευθύνει. Κατ’ αρχάς, είναι έκφανση της δημοκρατίας ο εκπαιδευτικός να έχει και την ιδιότητα του διευθυντικού στελέχους, να μπορεί να εξελίσσεται βαθμολογικά και να διοικεί τον οργανισμό στον οποίο ανήκει. Πράγματι, δεν θεωρείται βέλτιστη πρακτική η ανάθεση της διοί-κησης των υπηρεσιών, ιδίως των σχολικών μονάδων, σε εξωτερικά στελέχη. Αντιθέτως, η παραδοσιακή πρακτική είναι τα σχολεία να διοικούνται από εκπαιδευτικούς οι οποίοι δεν είναι πλήρως απαλλαγμένοι και από τα διδακτικά τους καθήκοντα, επομένως δεν έχουν χάσει την επαφή με την καθημερινή διεργασία της διδασκαλίας και μάθησης. Με αυτόν τον τρόπο, εξοικονομούνται και πόροι, πέρα από το γεγονός ότι δίνεται και ένα ισχυρό κίνητρο καριέρας στο διδακτικό προσωπικό. Η ηγετική διοίκηση συνεπώς ενδείκνυται να θεσπίζεται ως δικαίωμα και όχι ως υποχρέωση. Πράγματι, είναι συνεπές προς απαιτήσεις όπως η αξιοκρατία και η ποιότητα στην παροχή υπηρεσιών τα επίλεκτα αξιώματα να μην αποτελούν καθήκον, όπως συνέβαινε παλιότερα, αλλά κίνητρο για διάκριση. Εξάλλου, με βάση τις προαναφερθείσες παρατηρήσεις, στο πλαίσιο του δημοκρατικού ιδεότυπου του εκπαιδευτικού συστήματος η τέχνη της διοίκησης συνιστάται να απο-τελεί μία λειτουργία βάσης, έναντι της λειτουργίας της υποστήριξης προς την έρευνα και τη διδασκαλία, η οποία μπορεί να παίρνει και τη μορφή της συγγραφής μονογραφιών και διδακτικών εγχειριδίων αντίστοιχα, και την ίδια τη διπλή λειτουργία «ακαδημία» (έρευνα και διδασκαλία).

Επομένως, συνιστάται ο έλλογος περιορισμός της διοίκησης καθώς αποτελεί στοιχειώδη εργασία για τη διασφάλιση ότι η μόρφωση συντελείται απρόσκοπτα. Αυτή η καινοτομία δεν πρέπει να παρεξηγηθεί λαμβάνοντας την έννοια του υποβιβασμού της διοικητικής λειτουργίας σε βαθμολογικά αξιώματα και κατ’ αρχήν και σε μισθολογικές αποδοχές των στελεχών της. Πρόκειται για μία άτυπη, κατά την έννοια της επιστήμης της διοίκησης, αναστροφή της πυραμίδας των υπηρεσιακών λειτουργιών των εκπαιδευ-τικών, όπως αυτή η αναστροφή αποτελεί χαρακτηριστικό της σχολής σκέψης «Νέα Δημόσια Διοίκηση». Το Νέο Δημόσιο Μάνατζμεντ αποτελεί την κρα-τούσα στον αναπτυγμένο κόσμο σχολή για το δημόσιο τομέα, με κεντρική φιλοσοφία την υιοθέτηση προτύπων που κατ’ αρχάς συνάδουν στον ιδιωτικό τομέα και την ενθάρρυνση της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας.  

______________________________________________________________

 

ΣΧΗΜΑ 5.

Η ΤΡΙΑΔΑ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ

ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

ΑΚΑΔΗΜΙΑ

 

               ΕΡΕΥΝΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ

 

 

 

 

 

ΕΠΙΤΕΛΕΣΗ  ΥΠΟΒΟΗΘΗΣΗ  ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ

                   (ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ)               ΥΠΟΒΟΗΘΗΣΗ                            ΥΠΟΒ                                                                      (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ)

                                                                                                                                                               

 

 

 

 

                   ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΔΙΟΙΚΗΣΗ

______________________________________________________________

 

1.8. Σχεδίασμα για την αναθεώρηση διατάξεων του άρ. 16 του Συντάγματος.

Ενδείκνυται σε προσεχή αναθεώρηση του Συντάγματος να αναθεωρηθεί το άρ. 16, το οποίο δεν έχει αλλάξει από το 1975, οπότε τέθηκε σε ισχύ. Η αναθεώρηση αυτή θα ήταν σκόπιμο να υιοθετήσει μία πλούσια σε περιεχό-μενο κατεύθυνση. Ειδικότερα, ενδείκνυται να έχει μία ανθρωποκεντρική - δημοκρατική κατεύθυνση, συνιστάμενη στον εκδημοκρατισμό λειτουργιών που επιτελούνται στο εκπαιδευτικό σύστημα. Ωστόσο, θα ήταν σκόπιμο να ακολουθηθεί και μία αρχετυπικά ανθρωπομορφική κατεύθυνση (φιγουρών), κατά προτίμηση από την ιστορία ή τη μυθολογία. Η προσωποποίηση αυτή τονίζει τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης και φυσικά ανταποκρίνεται ιδιαίτερα στον παιδαγωγικό προσανατολισμό, ιδίως των σχολικών βαθμίδων της εκπαίδευσης.

Ειδικότερα, με βάση και τις παραπάνω επισημάνσεις προτείνεται ενδει-κτικά η υιοθέτηση των εξής μεταρρυθμιστικών προβλέψεων στο συγκεκρι-μένο άρθρο, με χαρακτηριστική περίπτωση τη για πρώτη φορά συνταγματική καθιέρωση του συγκρητισμού:

1. H παιδεία του πολιτεύματος της Ελλάδας είναι Παιδαγωγική Ακαδη-μαϊκή Δημοκρατία (κατά το πρότυπο του άρθρου 1 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος που ορίζει ότι «Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία»),

2. Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή της Δημοκρατίας και έχει σκοπό τη συγκρητιστική, ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους κατά το πρότυπο του Νέστορα και υπεύθυνους κατά το πρότυπο της Διοτίμας πολίτες (κατά το πρότυπο του άρθρου 16 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος που ορίζει ότι «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες»),

3. Οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης έχουν δικαίωμα να επιτελούν τις υπηρεσιακές λειτουργίες της διοίκησης, της υποστήριξης και της ακαδημίας, όπως η ακαδημία συνίσταται τουλάχιστον στην έρευνα.

4. Η διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος διασφαλίζει την ακαδημία και την υποστήριξη της ακαδημίας. Η υποστήριξη υποστηρίζει την ακαδη-μία, η οποία περιλαμβάνει την έρευνα και τη διδασκαλία των εκπαιδευτικών καθώς και την έρευνα και τη μάθηση των εκπαιδευομένων.

5. Οι εκπαιδευτικοί έχουν δικαίωμα να ενσαρκώνουν τα όργανα του Νέ-στορα και του Μέντορα και οι γυναίκες εκπαιδευτικοί και της Διοτίμας, τα οποία συμβολίζουν την Ελευθερία, τη Μαθητεία καθώς και την Ισότητα και το Συγκρητισμό, αντίστοιχα.

 

1.9 Ο κίνδυνος του Δούρειου Ίππου.

Ο Μέντορας αποτελεί μία ακόμη αποτυχία του εκπαιδευτικού συστή-ματος στην αλλαγή του προς το καλύτερο. Στη δημόσια διαβούλευση του Υπουργείου Παιδείας για το θεσμό αυτό, σχετικά με την αναγκαιότητά του τοποθετήθηκαν 164 άτομα, από τα οποία μόλις τα 51 εξέφρασαν την από-δοχή της αναγκαιότητας. Τα 89 υπολειπόμενα ήταν κατηγορηματικώς αντίθετα και κάποια από αυτά έκαναν ουσιαστικές προτάσεις όπως μεταξύ άλλων αξιοποίηση της επιμόρφωσης, της αποστολής του  σχολικού συμβού-λου και των συνεδριάσεων του συλλόγου διδασκόντων[162]. Εκτιμάμε ότι το πρόβλημα δεν είναι αν –πέρα από τα ενδιαφέροντα και θετικά μέτρα που προτάθηκαν από το λαό– υπάρχει και ένας μέντορας στο νεοδιόριστο εκπαιδευτικό, ο οποίος προφανώς δεν διεκδικεί δάφνες εμπειρίας σε αυτό που καλείται να πράξει ως επάγγελμα. Το ζήτημα είναι η λειτουργία του Μέντορα να εφαρμοστεί πράγματι σε πλήρη ανάπτυξη, με τη χρήση επαρκών κινήτρων, και χωρίς η αξιολόγηση στην οποία έστω και εμμέσως εμπλέκεται να λειτουργεί ως ο Δούρειος Ίππος της πολιτικής των μνημονίων, σε βάρος των συναδέλφων του, που κινδυνεύουν να απολυθούν ενώ έχουν ήδη κριθεί με επίσημες ακαδημαϊκές διαδικασίες όπως λήψη βασικού πτυχίου ή και πιστοποιητικού παιδαγωγικής επάρκειας, εξετάσεις με το σύστημα του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού.

Χαρακτηριστική των προβλημάτων που μπορεί να προκαλέσει μία εκ πρώτης όψεως εκσυγχρονιστική πολιτική είναι η ταυτόχρονη με τη θέσπιση αυτού του θεσμικού πλαισίου, που ούτως ή άλλως τυπικά ισχύει αλλά είναι αμφίβολο αν έχει αρχίσει να εφαρμόζεται στην πράξη, πολιτική για τις Δημόσιες Βιβλιοθήκες. Το ίδιο εμπλεκόμενο Υπουργείο υπέβαλε ανοικτή πρόσκληση για υποβολή αιτήσεων όσων ενδιαφέρονταν να καλύψουν θέσεις του Διοικητικού Συμβουλίου των νομικών προσώπων των Δημοσίων Βιβλιο-θηκών. Για αυτό το καθαρά τιμητικό - χωρίς κανένα χρηματικό κίνητρο – αξίωμα υποβλήθηκε παραδεκτά, μέσω της σχετικής ηλεκτρονικής πλατφόρ-μας του Υπουργείου, μόλις μία αίτηση για το Διοικητικό Συμβούλιο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Καλαμάτας. Το «ευχαριστώ» του Υπουργείου είναι ότι η αίτηση δεν απαντήθηκε ποτέ και έγινε «απευθείας ανάθεση» με πλήρη αγνόηση του υποψηφίου!


 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΑΓΩΓΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΔΙΤ

 

2.1. Εναλλακτικό contracting out.

Οι συμβάσεις Σύμπραξης Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) είναι ένας νεοπαγής θεσμός, ο οποίος κατά κανόνα εισάγεται με έναν ειδικό νόμο σε κάθε έννομη τάξη κράτους που επιλέγει να τον υιοθετήσει. Αυτός ο σχετι-κώς πρόσφατα διεθνοποιημένος μηχανισμός δεν επιβλήθηκε από την Ευρω-παϊκή Ένωση αλλά κατάγεται απευθείας από την έννομη τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου, στην οποία χρησιμοποιήθηκε ο όρος «Ιδιωτική Χρηματοοικονο-μική Πρωτοβουλία» (Private Finance Initiative), το 1992 για πρώτη φορά ως πρόγραμμα για σχολεία, φυλακές και νοσοκομεία, και αργότερα ο τρέχων όρος «Public Private Partnership (PPP)». Ωστόσο, η τελευταία αυτή έκφρα-ση, της οποίας ο όρος ΣΔΙΤ αποτελεί την επίσημη μετάφραση στα ελληνικά, εμφανίζεται στα χρόνια 70-80 στην περίπτωση πολεοδομικών εργασιών στις ΗΠΑ, πριν επαναληφθεί στην Αγγλία στα χρόνια 90 με μία έννοια ελαφρώς διαφορετική[163]. Οι ΣΔΙΤ θεωρούνται ως  παράδειγμα της προαναφερθείσας Σχολής Σκέψης του Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ, συναποτελώντας με τις συμβάσεις παραχώρησης το φαινόμενο «εναλλακτικό contracting out», στο οποίο κυρίως στηρίζεται πλέον η Σχολή (παρά στη μερική ή πλήρη ιδιωτικο-ποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων). Το contracting out συνίσταται στις συμβάσεις της Δημόσιας Διοίκησης με εξωτερικούς συνεργάτες, οι οποίες έχουν τη νομική φύση σύμβασης έργου (εργολαβίας), όχι δηλαδή σύμβασης (εξαρτημένης) εργασίας που δημιουργούν υπαλληλικές σχέσεις.

Ωστόσο, η σύμβαση ΣΔΙΤ στην ουσία αποτελεί μία ουσιώδη παραλλαγή της σύμβασης παραχώρησης δημοσίων τεχνικών έργων, σε σημείο που σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ο όρος ΣΔΙΤ καλύπτει εννοιολογικά και τις παραχωρήσεις, πράγμα όμως που δεν ισχύει στην ελληνική έννομη τάξη και στην ελληνική νομική θεωρία.  

 

2.2. Αρχαιοελληνική καταγωγή της παραχώρησης

και της τεχνικής νομοθεσίας.

Η αποστράγγιση της λίμνης Πτεχών, κοντά στην Ερέτρια της Εύβοιας αποτέλεσε αντικείμενο σύμβασης παραχώρησης δημοσίου έργου με το σύστημα της αυτοχρηματοδότησης, η οποία εξασφαλίστηκε από τον εργο-λάβο με την παραχώρηση του δικαιώματος καλλιέργειας των εκτάσεων που θα προέκυπταν για μία δεκαετία. Τα κίνητρα που δόθηκαν για το έργο αυτό, στο οποίο συνεργάστηκαν περισσότερες από δέκα πόλεις – κράτη, ήταν ότι τα εισαγόμενα υλικά για την κατασκευή του ήταν ελεύθερα δασμών, οι ξένοι εργάτες εργάζονταν ελεύθερα και τα παραγόμενα προϊόντα ήταν ελεύθερα φόρων. Οι ρυθμίσεις για τη δασμολογική και φορολογική ατέλεια και την ελευθερία παροχής υπηρεσιών αλλοδαπών ηχούν επίκαιρες αλλά υιοθε-τήθηκαν στα μέσα του τέταρτου αιώνα π.Χ. στην Ελλάδα. Πρόκειται για την πρώτη γνωστή σύμβαση κατασκευής δημοσίου έργου με τη συνεργασία περισσότερων κρατών και μάλιστα με το σύστημα της παραχωρήσεως[164].

Αντίστοιχα, αν ο Χαιρεφάνης παραδίδεται ως ο πρώτος εργολάβος που  ανέλαβε με δημόσια σύμβαση την κατασκευή και εκμετάλλευση ενός έργου, ο Ιππόδαμος θεωρείται ως ο πρώτος ρυμοτόμος. Στο μεγάλο αυτό αρχιτέ-κτονα και πολεοδόμο της κλασικής αρχαιότητας ο Περικλής ανέθεσε την αναδόμηση του Πειραιά και του λιμανιού του. Ο μεγαλοφυής Μιλήσιος ανασυγκρότησε το επίνειο της Αθήνας καθιστώντας το ωραιότερο και από αυτήν, εφαρμόζοντας ένα σχέδιο το οποίο η Ιστορία της Πολεοδομίας ανα-φέρει ως «Ιπποδάμειον τρόπον»[165]. Εξάλλου, οι Αθηναίοι είχαν καθορίσει «Βιομηχανική Ζώνη», με την έννοια ότι οι ρυπαίνουσες «βιομηχανίες» υποχρεωτικά εγκαθίσταντο μακριά από το άστυ, ανάλογα με τον κλάδο τους και  μόνο για την κεραμική και αγγειοπλαστική επιτρεπόταν η ίδρυσή τους στον Κεραμικό[166]. Είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι η βόρεια αυτή συνοικία της Αθήνας συνδέεται ετυμολογικά με την ασκούμενη τέχνη της κεραμικής.

Αυτό που έγινε με τη γλυπτική, το δράμα, τους νόμους και τη φιλοσοφία επαναλήφθηκε και με την αρχιτεκτονική: αναζητήθηκε η τελειότητα, μέσα σε αυστηρά καθορισμένα πλαίσια. Οι αρχαίοι Έλληνες διέπρεψαν σε πολλούς τομείς, και μάλιστα και ως μηχανικοί[167]. Ενδεικτικά μπορεί να ανα-φερθεί ότι το υδραυλικό σύστημα της αποχετεύσεως των ομβρίων υδάτων των μινωικών ανακτόρων είναι το τελειότερο της αρχαίας ιστορίας[168]. Επιπροσθέτως, είναι αξιομνημόνευτο το μεγαλύτερο τεχνικό έργο της μυκη-ναϊκής περιόδου, η αποστράγγιση της λίμνης της Κωπαΐδας από τους Μινύες του Ορχομενού γύρω στο 1.400 π.Χ.[169].

Εξάλλου, οι  Έλληνες δεν αποτέλεσαν ναυτικό λαό μόνο με την έννοια ότι εμπορεύονταν αρκετά, φθάνοντας μέχρι την Ισπανία στη Δύση και μέχρι τον Εύξεινο Πόντο στην Ανατολή[170]. Έχοντας τελειοποιήσει τη ναυπηγική τέχνη, επέδειξαν μία σημαντική παρουσία στις θάλασσες του τότε γνωστού κόσμου, αξιοποιώντας ιδιαίτερα την προαναφερθείσα εθιμικά καθιερωμένη αρχή της ελευθερίας της ανοιχτής θάλασσας. Παρόμοιες παρατηρήσεις ισχύουν, όπως έχει επισημανθεί, για τους Μινωίτες, που ανέλαβαν την προστασία από τους πειρατές. Το ελληνικό έθνος δεν ασχολήθηκε με τη ναυτιλία αποκλειστικά για την εμπορία αλλά και για τη θεωρία, μελετώντας τη φύση και τις ανθρώπινες κοινωνίες πέρα από τη μητροπολιτική Ελλάδα. 

 

2.3. Έννοια των ΣΔΙΤ και επιλέξιμοι φορείς.

Στην Ελλάδα ο Ν. 3389/2005[171], όπως τροποποιημένος ισχύει, έχει δημιουργήσει για πρώτη φορά νομικό πλαίσιο για τις συμβάσεις σύμπραξης μεταξύ δημόσιου τομέα και ιδιωτικού. Ως «Δημόσιοι Φορείς» νοούνται οι ακόλουθοι[172]: α) το Δημόσιο, β) οι Ο.Τ.Α. και οι τοπικές ενώσεις Δήμων και κοινοτήτων[173], γ) τα (υπόλοιπα) Ν.Π.Δ.Δ., δ) οι ανώνυμες εταιρείες των οποίων το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου ανήκει στους παραπάνω υπό (α) έως (γ) φορείς ή σε άλλη ή άλλες ανώνυμες εταιρείες που υπάγονται στην παρούσα περίπτωση.

Οι φορείς αυτοί, ως εκπρόσωποι δηλαδή του δημόσιου τομέα, έχουν τη διακριτική ευχέρεια σε τομείς της αρμοδιότητάς τους να συνάπτουν έγγρα-φες συμβάσεις συνεργασίας από επαχθή αιτία, οι οποίες ονομάζονται «Συμβάσεις Σύμπραξης» με νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα για την εκτέλεση έργων ή και την παροχή υπηρεσιών. Αυτή η διατύπωση του νόμου είναι κακότεχνη, έχοντας προκαλέσει σε μερίδα της θεωρίας την αντίληψη ότι ο νόμος προβλέπει ως ΣΔΙΤ μόνο τις συμβάσεις εκτέλεσης τεχνικών έργων και τις μεικτές συμβάσεις εκτέλεσης τεχνικών έργων και παροχής υπηρεσιών, αποκλείοντας δηλαδή την εναλλακτική περίπτωση των συμβά-σεων παροχής υπηρεσιών. Μία τέτοια ερμηνεία όχι απλώς δεν είναι η κρατούσα αλλά συνιστά παρερμηνεία του νόμου, όπως φαίνεται και από τη διατύπωση που χρησιμοποιείται σε άλλες διατάξεις του ίδιου κειμένου, ιδίως της παρ. 1 του άρ. 14 που κάνει λόγο για συμβάσεις έργου, υπηρεσιών και μεικτές. Συνεπώς, εκτιμάμε ότι συνιστάται να αναδιατυπωθεί ο ορισμός ως εξής:

Συμβάσεις σύμπραξης (ΣΔΙΤ) είναι έγγραφες συμβάσεις συνεργασίας, από επαχθή αιτία, των δημόσιων φορέων με νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα είτε για την εκτέλεση έργων είτε για την παροχή υπηρεσιών. Παρεπό-μενα σύμφωνα είναι συμβάσεις στις οποίες συμβάλλονται δημόσιοι φορείς με τρίτους ή και ιδιωτικοί φορείς με τρίτους (π.χ. δανειακές συμβάσεις) και αποτελούν παρεπόμενα σύμφωνα συμβάσεων σύμπραξης ή συνάπτονται σε εκτέλεση συμβάσεων σύμπραξης.

Για την εξασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων των τραπεζών, οι οποίες δανείζουν σε μία σύμβαση ΣΔΙΤ είτε το Δημόσιο Φορέα Σύμπραξης είτε, δυσκολότερα, τον Ιδιωτικό Φορέα Σύμπραξης, και δεν επενδύουν (όπως, λόγου χάρη, ο Δημόσιος Φορέας Σύμπραξης σε μία ανταποδοτική σύμβαση ΣΔΙΤ ή παραχώρησης), προβλέπεται ότι στις συμβάσεις σύμπρα-ξης ή στα οικεία παρεπόμενα σύμφωνα οι ιδιωτικοί φορείς συμβάλλονται μέσω των Α.Ε. ειδικού σκοπού. Αυτό το δόκιμο σε διεθνή κλίμακα για τις συμβάσεις ΣΔΙΤ νομικό σχήμα του εμπορικού δικαίου χρησιμοποιείται για να εξυπηρετήσει αποκλειστικά τους σκοπούς της εκάστοτε σύμβασης σύμπραξης. Οι επιχειρήσεις αυτές εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του κωδικοποιητικού Ν. 2190/1920. Μέτοχοι μίας εταιρείας αυτού του τύπου επιτρέπεται να είναι μόνο οι ιδιωτικοί φορείς κατά την έννοια του νόμου για τις ΣΔΙΤ, καθώς και τρίτοι που μπορούν να αποκτήσουν μετοχές σύμφωνα με τις ειδικές προβλέψεις του ίδιου νόμου, το καταστατικό της εταιρείας και τυχόν ειδικές προβλέψεις της σύμβασης σύμπραξης, με εξαίρεση τους δημόσιους φορείς.

 

2.4. Πεδίο εφαρμογής του νόμου για τις ΣΔΙΤ.

Αντανακλώντας τη μέχρι τη θέσπιση του νόμου για τις ΣΔΙΤ σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο νόμος προβλέπει ότι δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο Σύμπραξης οι δραστηριότητες που κατά το Σύνταγμα ανήκουν άμεσα και αποκλειστικά στο Κράτος και ιδίως: - η εθνική άμυνα, -η αστυνόμευση, -η απονομή της δικαιοσύνης και -η εκτέλεση των ποινών που επιβάλλονται από τα αρμόδια δικαστήρια[174].

Οι Συμπράξεις μπορούν να υπάγονται στις διατάξεις του νόμου αυτού εφόσον πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση έργων ή και την παροχή υπηρεσιών που ανήκουν στην αρμοδιότητα των Δημόσιων Φορέων με βάση διάταξη νόμου ή σύμβα-ση ή το καταστατικό τους, β) προβλέπουν ότι οι Ιδιωτικοί Φορείς, έναντι ανταλλάγματος που καταβάλλεται εφάπαξ ή τμηματικά από τους Δημόσιους Φορείς ή τους τελικούς χρήστες των έργων ή υπηρεσιών αυτών, αναλαμβά-νουν ουσιώδες μέρος των κινδύνων που συνδέονται με τη χρηματοδότηση, την κατασκευή, τη διαθεσιμότητα ή τη ζήτηση του αντικειμένου της Σύμπραξης και των συναφών κινδύνων, όπως, κατά ενδεικτική αναφορά, το διαχειριστικό και τον τεχνικό κίνδυνο, γ) Προβλέπουν ότι η χρηματοδότηση, ολικά ή μερικά, της κατασκευής των έργων ή της παροχής των υπηρεσιών θα γίνει με κεφάλαια και πόρους που εξασφαλίζουν οι Ιδιωτικοί Φορείς (πράγ-μα που σημαίνει ότι δεν αποκλείεται η δημόσια συγχρηματοδότηση), δ) το συνολικό συμβατικό προϋπολογιζόμενο κόστος της υλοποίησης του αντικει-μένου της Σύμπραξης δεν υπερβαίνει το ποσό των 500.000.000 ευρώ χωρίς συνυπολογισμό του αναλογούντος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας[175]. Χωρίς να παρίσταται καμία ανάγκη για πρόβλεψη ανώτατου ορίου κόστους, προ-βλεπόταν αρχικά στο νόμο το ποσό των 200.000.000 ευρώ το οποίο αντί να καταργηθεί πλήρως απλώς υπερδιπλασιάστηκε με την παρ. 2 του άρ. 10 του Ν. 4146/2013, σύμφωνα με τα παραπάνω. Πρόκειται για μία ακόμη από τις πολλές αστοχίες του νόμου, σαν και την προαναφερθείσα ήδη στην  εννοιο-λογική οριοθέτηση των συμβάσεων σύμπραξης. Σε κάθε περίπτωση, και στα δύο αυτά επιμέρους ζητήματα λανθάνει ένας αδικαιολόγητος συντηρητισμός του νομοθέτη, ο οποίος άλλωστε προβάλλεται και στην ίδια την κυβερνητική πολιτική για τις ΣΔΙΤ, όπως φαίνεται με τη σιωπηρή επιφύλαξή του κατ’ αρχάς μόνο σε μη ανταποδοτικά φυσικά αντικείμενα.

Προφανώς είναι θετική η πρόβλεψη μίας ασφαλιστικής δικλείδας για τη δυνατότητα υπαγωγής στο πεδίο εφαρμογής του νόμου. Ειδικότερα, προβλέ-πεται ότι επιτρέπεται η υπαγωγή Συμπράξεων χωρίς να συντρέχει μία ή περισσότερες από τις τρεις τελευταίες προϋποθέσεις, σε εξαιρετικές περι-πτώσεις, εφόσον ληφθεί σχετική ομόφωνη απόφαση του αρμόδιου κυβερνη-τικού οργάνου[176].

 

2.5. Κεντρικός υποστηρικτικός μηχανισμός.

Οι ΣΔΙΤ αποτελούν ζήτημα μείζονος πολιτικής επιλογής, κυβερνητικού επιπέδου. Ειδικότερα, η ελληνική νομοθεσία σε αντίθεση με τη γαλλική προβλέπει μία  Διυπουργική Επιτροπή Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (Δ.Ε.Σ.Δ.Ι.Τ.). Αρχικά προβλεπόταν ότι το κυβερνητικό αυτό όργανο αποτελείται από τον προεδρεύοντα Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, τον Υπουργό Ανάπτυξης και τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, ως τακτικά μέλη, και τον Υπουργό ή τους Υπουργούς που εποπτεύουν καθένα από τους Δημόσιους Φορείς που προβλέπεται να συμμε-τάσχουν στη Σύμπραξη ή και να συμβληθούν στη Σύμβαση Σύμπραξης ή και στα Παρεπόμενα Σύμφωνα, ως έκτακτα μέλη. Με την παρ. 3 του άρ. 10 του Ν. 4146/2013 προβλέπεται ότι αποτελείται από τον Υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, τον Υπουργό Οικονομικών και τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής ως τακτικά μέλη με τους νόμιμους αναπληρωτές τους και τον Υπουργό ή τους Υπουργούς που εποπτεύουν καθέναν από τους Δημόσιους Φορείς, οι οποίοι προβλέπεται να συμβληθούν στη Σύμπραξη ή και να συμβληθούν στη Σύμβαση Σύμπραξης ή και στα Παρεπόμενα Σύμφωνα, ως έκτακτα μέλη, ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους. Ο Υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων ή ο νόμιμος αναπληρωτής του προεδρεύει του οργάνου, εποπτεύει το έργο του και έχει την ευθύνη της υποβολής των σχετικών εισηγήσεων προς αυτό. Αποφασίζει κατόπιν εισηγήσεων της συσταθείσας στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικο-νομικών Ειδικής Γραμματείας Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα[177] εξειδικεύοντας την κυβερνητική πολιτική για την εκτέλεση έργων και την παροχή υπηρεσιών με τη συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων.

Ειδικότερα, με αποφάσεις της η Δ.Ε.Σ.Δ.Ι.Τ.: (α) εγκρίνει την υπαγωγή Συμπράξεων στις διατάξεις του νόμου αυτού ή ανακαλεί τέτοιες εγκρίσεις, (β) αποφασίζει την ένταξη στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του καταβλητέου στους Ιδιωτικούς Φορείς συμβατικού ανταλλάγματος, (γ) απο-φασίζει για τη συμμετοχή ή μη του Δημοσίου στη χρηματοδότηση της κατα-σκευής των έργων ή της παροχής των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικεί-μενο της Σύμπραξης και (δ) λαμβάνει κάθε άλλη συναφή απόφαση[178].

 

2.6. Περιθωριοποίηση της κοινωνίας στην πρόταση αντικειμένων ΣΔΙΤ.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι η πρώτη από τις αρμοδιότητες της Ειδικής Γραμματείας είναι «ο εντοπισμός των έργων ή υπηρεσιών που μπορούν να εκτελεσθούν ή να παρασχεθούν μέσω Συμπράξεων και να υπαχθούν στις διατάξεις του νόμου αυτού». Η διάταξη αυτή είναι μία από περισσότερες, που καθιστούν πρόδηλα εσφαλμένη την προαναφερθείσα ερμηνεία της έννοιας των ΣΔΙΤ. Η Ειδική Γραμματεία γνωστοποιεί στους κατά περίπτωση αρμό-διους Δημόσιους Φορείς την ένταξη έργων ή υπηρεσιών της αρμοδιότητάς τους στο μη δεσμευτικό «Κατάλογο Προτεινόμενων Συμπράξεων» και τους καλεί σε αποκλειστική δίμηνη προθεσμία από τη λήψη της σχετικής ειδο-ποίησης να υποβάλουν αίτηση στη Διυπουργική Επιτροπή για την υπαγωγή της συγκεκριμένης σύμπραξης στις διατάξεις του νόμου αυτού. Το κυβερνη-τικό όργανο μέσα σε δύο μήνες από τη διαβίβαση σε αυτό των αιτήσεων εκδίδει «Απόφαση Υπαγωγής», με την οποία εγκρίνει ή απορρίπτει, ολικά ή μερικά, τις αιτήσεις[179]. Ο νόμος προβλέπει ως μία από τις γενικές αρμοδιό-τητες της Ειδικής Γραμματείας να  μελετά ολοκληρωμένες προτάσεις που επεξεργάζονται Δημόσιοι ή Ιδιωτικοί Φορείς για την εκτέλεση έργων ή την παροχή υπηρεσιών ή να καλεί Δημόσιους ή Ιδιωτικούς Φορείς να επεξεργα-στούν τέτοιες προτάσεις και να παρέχει σε αυτούς κάθε εύλογη συνδρομή[180]. Στις ΗΠΑ φαίνεται ότι δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στη δυνατότητα κατάθεσης, από τον ιδιωτικό τομέα, μη ζητηθεισών προτάσεων κατασκευής έργων με ΣΔΙΤ, από ό,τι σε ευρωπαϊκές έννομες τάξεις. Η υιοθέτηση αυτής της πρακτικής από την πλευρά άλλων κρατών θα μπορούσε να εκμεταλ-λευθεί ιδιαίτερα τις ικανότητες και τις καινοτομίες του ιδιωτικού τομέα, αφού αυτός ενδέχεται να είναι πιο ικανός από το δημόσιο τομέα στη διάγνωση αναγκών για τα απαιτούμενα έργα και κυρίως στην εξεύρεση κατάλληλων λύσεων. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, στην ελληνική έννομη τάξη  αποτελεί θετικό δίκαιο το δικαίωμα των ιδιωτών να επιχειρούν την ενεργοποίηση της προαναφερθείσας διαδικασίας της προαναφερθείσας εκτί-μησης. Εκτιμάμε ότι συνιστάται η προσθήκη ρυθμίσεων που να αναφέρουν αυτοτελώς και εμφατικά αυτό το δικαίωμα, με την πρόβλεψη σημαντικών βραβείων για τις καλύτερες αυτόκλητες ολοκληρωμένες προτάσεις, άλλων για τα ιδιωτικά φυσικά πρόσωπα, ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσω-πικότητα και Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου και άλλα για τους δημό-σιους φορείς.   

  

2.7. Γενικές αρχές.

Στο πλαίσιο των Διαδικασιών Ανάθεσης και στις σχέσεις του Δημόσιου Φορέα που ενεργεί ως Αναθέτουσα Αρχή με τους Υποψήφιους ή Προσφέ-ροντες, καθώς και με κάθε τρίτο εμπλεκόμενο πρόσωπο, πρέπει να τηρούνται οι εξής οκτώ αρχές: (α) της ίσης μεταχείρισης, (β) της διαφάνειας, (γ) της αναλογικότητας, (δ) της αμοιβαίας αναγνώρισης, (ε) της προστασίας του δημόσιου συμφέροντος, (στ) της προστασίας των δικαιωμάτων των ιδιωτών (αιτιολογία των αποφάσεων και δικαίωμα προσβολής τους με ένδικη προστασία των ιδιωτών), (ζ) της ελευθερίας του ανταγωνισμού και (η) της προστασίας του περιβάλλοντος και της βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης.

Πρόκειται για γενικές αρχές οι οποίες ορίζονται στην παρ. 2 του άρ. 9 του νόμου. Έτσι, η αναλογικότητα είναι η αναλυθείσα στην παρούσα μελέτη αναλογία, η οποία κατά τη ρητή διατύπωση αυτού του νόμου σημαίνει ότι κάθε μέτρο που επιλέγεται από την αναθέτουσα αρχή πρέπει να είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την επίτευξη του στόχου, στον οποίο αποβλέπει, και να προκαλεί τα λιγότερα δυνατά προβλήματα στην άσκηση μιας οικονομικής δραστηριότητας. Ιδίως στα πλαίσια των διαδικασιών ανάθεσης δεν επιτρέπεται να αξιώνονται τεχνικές, επαγγελματικές και χρηματοοικονο-μικές ικανότητες δυσανάλογες και υπερβολικές σε σχέση με το αντικείμενο της σχετικής σύμβασης έργου ή υπηρεσιών ή της μεικτής σύμβασης. Είναι αξιοσημείωτο ότι πρόκειται ίσως για τη μοναδική στην ελληνική έννομη τάξη νομοθετική διάταξη που δίνει ορισμό της αναλογικότητας. Χρησιμο-ποιεί τη νομολογιακή θέση των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων για τα κριτήρια της έννοιας αυτής και όχι την εναλλακτική του ελληνικού Συμβου-λίου της Επικρατείας και μερίδας της ελληνικής νομικής θεωρίας (κριτήρια «σύμφυτο» και «σύμμετρο»).

Η αμοιβαία αναγνώριση σημαίνει ότι η Αναθέτουσα Αρχή υποχρεούται να δεχθεί τις τεχνικές προδιαγραφές, τους ελέγχους, καθώς επίσης τους τίτλους, τα πιστοποιητικά και τα προσόντα που απαιτούνται σε άλλο κράτος – μέλος της Ε. Ε., στο μέτρο που αναγνωρίζονται ως ισοδύναμα με εκείνα τα οποία απαιτούνται στην Ελλάδα.  

    

2.8. Κριτήρια επιλογής και ανάθεσης.

Ως προς την ανάθεση των συμβάσεων σύμπραξης  ενσωματώθηκαν στο νόμο οι βασικές διατάξεις της οδηγίας 2004/18/ΕΚ η οποία ρυθμίζει γενικό-τερα τις δημόσιες συμβάσεις, περίπτωση των οποίων ενδέχεται να αποτελεί η εκάστοτε σύμβαση σύμπραξης που μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις αυτού του νόμου.

Προβλέπονται οι εξής κατηγορίες κριτηρίων ανάθεσης:

α. Κριτήρια καταλληλότητας των υποψηφίων. Πρόκειται για κριτήρια συνδεδεμένα αποκλειστικά με το πρόσωπο των υποψηφίων και τα ιδιαίτερα προσόντα τους (προσωπική αξιοπιστία, χρηματοοικονομική φερεγγυότητα, τεχνική ικανότητα).

β. Κριτήρια για την αξιολόγηση των προσφορών και την ανάθεση της σύμ-βασης. Η ανάθεση των συμβάσεων από το Δημόσιο Φορέα που ενεργεί ως αναθέτουσα αρχή γίνεται με τα κριτήρια: -της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς ή -της χαμηλότερης τιμής, η οποία αποκλεί-εται στις διαδικασίες της διαπραγμάτευσης και του ανταγωνιστικού διαλό-γου.

Όταν η ανάθεση γίνεται με βάση το κριτήριο της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, η αναθέτουσα αρχή εξετάζει και συνεκτιμά, πλην των οικονο-μικών παραμέτρων, και διάφορες άλλες παραμέτρους του αντικειμένου της Σύμβασης, όπως κατά ενδεικτική αναφορά είναι: -η ποιότητα, -η τιμή, -η τεχνική αρτιότητα, -τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, -τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, -το κόστος λειτουργίας, -η αποδοτικότητα και η τεχνική συνδρομή, -η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παρά-δοσης ή εκτέλεσης.

Τα κριτήρια αυτά πρέπει να προσδιορίζονται με σαφήνεια από την αναθέτουσα αρχή στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάθεσης και σχετική στάθ-μιση που προσδίδεται σε καθένα από αυτά για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας προσφοράς να γνωστοποιείται στους υποψηφίους. Η στάθμιση μπορεί να εκφράζεται και με τον καθορισμό ανώτατου και κατώτατου ορίου (εύρους). Αν η στάθμιση είναι αδύνατη, η αναθέτουσα αρχή προσδιορίζει την προτεραιότητα των κριτηρίων που έχει επιλέξει με την κατάρτιση πίνακα, στον οποίο τα κριτήρια εμφαίνονται κατά φθίνουσα σειρά σπουδαιό-τητας. Σε περίπτωση ανάθεσης κατά το κριτήριο της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, η αρχή μπορεί να επιτρέπει την υποβολή εναλλακτικών προσφορών.

Εξάλλου, όταν οι προσφορές που κατέθεσαν οι προσφέροντες στην αρχή εμφανίζονται ασυνήθιστα χαμηλές σε σχέση με το εκτιμώμενο κόστος του αντικειμένου της σύμβασης, αυτή οφείλει, πριν να τις απορρίψει, να ζητήσει γραπτώς διευκρινίσεις από τους προσφέροντες. Οι διευκρινίσεις μπορούν να αφορούν ιδίως: -στη μέθοδο εκτέλεσης των έργων ή της παροχής των υπηρεσιών, -στις τεχνικές λύσεις που προτείνονται, -στις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες που ενδεχομένως συντρέχουν για την εκτέλεση των έργων ή την παροχή των υπηρεσιών και -στην ενδεχόμενη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης στον προσφέροντα.

Εφόσον διαπιστωθεί ότι μια προσφορά είναι ασυνήθιστα χαμηλή λόγω κρατικής ενίσχυσης που θα χορηγηθεί στον προσφέροντα, η προσφορά μπορεί να απορρίπτεται αποκλειστικά για το λόγο αυτό μόνο μετά από διαβούλευση με αυτόν, και εφόσον αυτός δεν είναι σε θέση να αποδείξει, μέσα σε εύλογη προθεσμία την οποία τάσσει η αρχή, ότι η ενίσχυση θα χορηγηθεί σε νόμιμα πλαίσια. 

    

2.9. Διαδικασίες ανάθεσης.

Οι βασικές διαδικασίες ανάθεσης που προβλέπει ο νόμος είναι η ανοικτή διαδικασία και η κλειστή, η οποία είναι και η σχεδόν μοναδική που έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα. Σε αυτούς τους παραδοσιακούς μηχανισμούς προϋποτίθεται ότι η αναθέτουσα αρχή γνωρίζει εκ των προτέρων ακριβώς τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του έργου ή της υπηρεσίας που προτίθεται να δημοπρατήσει και μπορεί να τα περιγράψει με ακρίβεια στα τεύχη δημο-πράτησης και αποκλείεται η επαφή μεταξύ αναθέτουσας αρχής και των ενδιαφερόμενων ιδιωτών με στόχο τη μεταβολή του φυσικού αντικειμένου της σύμβασης ή και την αποσαφήνισή του. Για αυτούς τους λόγους, οι διαδι-κασίες αυτές θεωρούνται ουσιαστικά ακατάλληλες ως μέθοδοι σύστασης μίας ΣΔΙΤ με σύνθετο αντικείμενο, για την οποία επιδιώκεται η ενεργός συμμετοχή των ενδιαφερομένων οικονομικών φορέων του ιδιωτικού τομέα στην επιλογή της βέλτιστης από τεχνική άποψη λύσης.

Ως εναλλακτική λύση προβάλλει η διαδικασία της διαπραγμάτευσης, μετά από τη δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, στις ακόλουθες περιπτώ-σεις:

(α) Μετά από διαδικασία ανοικτή, κλειστή ή ανταγωνιστικού διαλόγου εφόσον: αα) οι προσφορές που κατατέθηκαν είτε ήταν απαράδεκτες με βάση διάταξη νόμου είτε δεν ανταποκρίνονταν στους όρους και στις προϋποθέσεις του νόμου αυτού ή της προκήρυξης, ββ) οι όροι της προτεινόμενης σύμβα-σης δεν τροποποιούνται ουσιωδώς σε σχέση με τους όρους που είχαν προ-ταθεί κατά την προηγηθείσα διαδικασία.

β) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν πρόκειται για έργα ή υπηρεσίες των οποίων η φύση ή διάφοροι αστάθμητοι παράγοντες δεν επιτρέπουν το συνο-λικό προκαθορισμό των τιμών.

γ) Όταν πρόκειται για σύμβαση υπηρεσιών και μάλιστα για παροχές διανοητικής εργασίας, εφόσον η φύση των υπηρεσιών ή εργασιών αυτών είναι τέτοια ώστε οι προδιαγραφές της σύμβασης να μην είναι δυνατό να καθορίζονται με επαρκή ακρίβεια και για το λόγο αυτό να μην είναι εφικτή η ανάθεση της σύμβασης με επιλογή της καλύτερης προσφοράς, σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν την ανοικτή ή την κλειστή διαδικασία.

(δ) Στις συμβάσεις έργων, για τα έργα που εκτελούνται αποκλειστικά για σκοπούς έρευνας, δοκιμής ή τελειοποίησης και όχι για να εξασφαλίζουν την αποδοτικότητα ή την κάλυψη των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης.

Λόγω της εξαιρετικής φύσης αυτής της διαδικασίας πρέπει οι διατάξεις για την περιπτωσιολογία αυτή να ερμηνεύονται συσταλτικά. Η αναθέτουσα αρχή διαπραγματεύεται με τους προσφέροντες τις προσφορές που αυτοί υποβάλλουν, προκειμένου να τις προσαρμόζουν στις προδιαγραφές της προκήρυξης, με απώτερο σκοπό να επιτυγχάνεται η καλύτερη προσφορά. Εξασφαλίζει την ίση μεταχείριση όλων των προσφερόντων μεριμνώντας, μεταξύ άλλων, για την παροχή της ίδιας επακριβώς πληροφόρησης σε όλους. Δύναται να προβλέψει ότι διαδικασία διαπραγμάτευσης μπορεί να διεξαχθεί και σε διαδοχικές φάσεις, με τρόπο ώστε να ελαττώνει τον αριθμό των προσφορών που εξετάζονται με την εφαρμογή των κριτηρίων ανάθεσης, τα οποία αναφέρονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού.

Εξάλλου, ο νόμος επιφυλάσσει την καινοφανή διαδικασία του ανταγωνι-στικού διαλόγου στις ιδιαίτερα πολύπλοκες συμβάσεις, οι οποίες ορίζονται ως οι συμβάσεις των οποίων οι βασικές παράμετροι (τεχνικές, χρηματο-οικονομικές, λειτουργικές, νομικές και άλλες) δεν μπορούν αντικειμενικά να προσδιοριστούν εξαρχής από την αναθέτουσα αρχή. Σε μία σύμβαση αυτής της κατηγορίας και εφόσον η αναθέτουσα αρχή κρίνει ότι η τήρηση ανοικτής ή κλειστής διαδικασίας δεν επιτρέπει την ανάθεση της σύμβασης, είναι δυνατή η χρήση αυτής της διαδικασίας, πράγμα που έχει σχετικώς πρόσφατα συμβεί για φυσικά αντικείμενα διαχείρισης απορριμμάτων στην Αττική. Για παράδειγμα, ανταγωνιστικός διάλογος μπορεί να προκύψει για την περί-πτωση κατασκευής μεγάλων δικτύων πληροφορικής και για την εκτέλεση έργων που απαιτούν περίπλοκη και διαρθρωμένη χρηματοδότηση, των οποίων η χρηματοοικονομική και νομική οργάνωση δεν είναι δυνατό να καθοριστεί εκ των προτέρων.

Η αναθέτουσα αρχή δημοσιεύει προκήρυξη διαγωνισμού που περιλαμ-βάνει περιγραφή των αναγκών και απαιτήσεών της οι οποίες μπορούν να περιέχονται, εφόσον αυτό απαιτείται, και σε παραρτήματα της προκήρυξης. Η διαδικασία διχοτομείται στο διάλογο της αναθέτουσας αρχής με τους προεπιλεγμένους και στην υποβολή των προσφορών με βάση τις επιλεγμένες λύσεις.

 

2.10. Εξαιρετική διαδικασία εφαρμογής διατάξεων νόμου

περί ιδιωτικοποιήσεων.

Ο νόμος για τις ΣΔΙΤ αποσκοπεί να επιτρέψει την αποτελεσματική αντιμετώπιση ειδικών συνθηκών που μπορεί να εμποδίζουν την ανάθεση και υλοποίηση ορισμένων συμβάσεων σύμπραξης (π.χ. αντικειμενική αδυναμία του αρμόδιου Δημόσιου Φορέα να προχωρήσει ο ίδιος στην ανάθεση και υλοποίηση της Σύμβασης Σύμπραξης για λόγους όπως η αδυναμία ανάληψης του σχετικού κόστους). Για αυτό ορίζεται ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κατά παρέκκλιση των διαδικασιών ανάθεσης, η Δ.Ε.Σ.Δ.Ι.Τ., με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή της και με τήρηση των προαναφερθεισών γενικών αρχών, δύναται να ενεργήσει ως αναθέτουσα αρχή. Εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρ. 5, 6 και 7 του Ν. 3049/2002, δηλαδή του νόμου περί ιδιωτικοποιήσεων. Στην περίπτωση αυτή  κάθε αναφορά στη Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων νοείται ως αναφορά στη Δ.Ε.Σ.Δ.Ι.Τ. και κάθε αναφορά στην Ειδική Γραμματεία Αποκρατικοποιήσεων ως αναφορά στην Ε.Γ.Σ.Δ.Ι.Τ. Επομένως, η Διυπουργική Επιτροπή αποκτά, μεταξύ άλλων, και τις  δυνατότητες: -να ενεργεί η ίδια ως αναθέτουσα αρχή αντί του αρμόδιου Δημόσιου Φορέα καθορίζοντας με απόφασή της τη διαδικασία ανάθεσης που θα ακολουθηθεί και -να προσλαμβάνει εξειδικευμένους συμβούλους οι οποίοι θα κάνουν εισηγήσεις ως προς τη μορφή της διαδικασίας ανάθεσης αλλά και την αξιολόγηση των υποψηφίων.

 

2.11. Συμβατικό πλαίσιο και ειδικές ρυθμίσεις.

Ίσως η πλέον συζητήσιμη διάταξη του νομοθετήματος για τις ΣΔΙΤ είναι εκείνη που αφορά το συμβατικό πλαίσιο και την εφαρμοστέα νομοθεσία. Ο νόμος προβλέπει ότι οι συμβάσεις σύμπραξης και τα παρεπόμενα σύμφωνα περιλαμβάνουν τους όρους και τις ρυθμίσεις που καθορίστηκαν από το Δημόσιο Φορέα με τη σχετική προκήρυξη κατά τη διαδικασία ανάθεσης και συνιστούν το μόνο συμβατικό πλαίσιο που δεσμεύει τους εμπλεκόμενους Δημόσιους και Ιδιωτικούς Φορείς.

Ρητά προβλέπεται ότι στις συμπράξεις που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς αυτού του νόμου εφαρμόζονται: -οι συμβατικοί όροι (που περιλαμβάνονται στη σύμβαση σύμπραξης) και -συμπληρωματικά ο Αστικός Κώδικας.

Στην αιτιολογική έκθεση διευκρινίζεται ότι κατ’ αρχήν δεν έχει εφαρμογή η νομοθεσία περί δημοσίων έργων, όπως ο βασικός κατασκευαστικός Ν. 1418/1984 και το αντίστοιχο Π.Δ. 609/1985 (πλέον ο κωδικοποιητικός Ν. 3669/2008). Αυτή όμως η αποκοπή από το παραδοσιακό δίκαιο δεν φαίνεται να επαληθεύεται στην πράξη. Ειδικότερα, δεν αποκλείεται η εκάστοτε σύμβαση να υιοθετήσει ρυθμίσεις του μελετητικού ή του κατασκευαστικού δικαίου των δημοσίων έργων, εφόσον αυτές δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του ίδιου του νόμου για τις συμβάσεις σύμπραξης. Στην πράξη οι νομοθετικές ρυθμίσεις διεισδύουν στις συμβάσεις, είτε με την αυτούσια επανάληψη του περιεχομένου τους είτε με την τεχνική της παραπομπής.

Στο νόμο επιχειρείται να διασφαλιστεί ότι η σύμβαση θα περιλαμβάνει ρυθμίσεις για όλα τα ζητήματα που κρίνονται αναγκαία για την απρόσκοπτη εκτέλεσή της. Ορίζεται στο άρ. 17 ότι οι συμβάσεις σύμπραξης και τα παρεπόμενα σύμφωνα περιλαμβάνουν σαφή και αναλυτική περιγραφή των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών σε σχέση με το αντικείμενο της σύμπραξης. Παρατίθεται και ένας μακροσκελής κατάλογος με τα κυριότερα θέματα προς συνομολόγηση. Για παράδειγμα, η σύμβαση θα πρέπει να ρυθμίζει τον τρόπο άσκησης της εποπτείας της εκτέλεσης και λειτουργίας του έργου ή της παροχής της υπηρεσίας είτε μέσω ανεξάρτητων εταιρειών που ο Δημόσιος και ο Ιδιωτικός Φορέας προσλαμβάνουν από κοινού για το σκοπό αυτό είτε μέσω αρμόδιων υπηρεσιών του Δημοσίου, το ζήτημα του εφαρμοστέου στη συμβατική σχέση δικαίου καθώς επίσης τις απαιτήσεις υγιεινής και ασφάλειας. Περαιτέρω, το άρ. 18 ρυθμίζει ζητήματα που αφορούν τη χρηματοδότηση. Ειδικότερα, επιβάλλεται στην Εταιρεία Ειδικού Σκοπού η απόδειξη της διαθεσιμότητας της απαιτούμενης χρηματο-δότησης κατά το χρόνο που απαιτεί η προκήρυξη έτσι ώστε να εξασφα-λίζεται η έγκαιρη εμπλοκή των δανειστών της στις διαδικασίες ανάθεσης και να διευκολύνεται η ολοκλήρωσή τους.

Η χρηματοδότηση περιλαμβάνει ιδίως: (α) τα κεφάλαια της Εταιρείας Ειδικού Σκοπού τα οποία ανήκουν στην ίδια, (β) τα κεφάλαια που εξασφα-λίζει η Εταιρεία Ειδικού Σκοπού με οποιαδήποτε μορφή δανείου ή πίστωσης και κυρίως με δάνεια, ομολογίες και τιτλοποίηση μελλοντικών ή υφιστά-μενων απαιτήσεων, (γ) τις αναγκαίες εγγυήσεις ή εξασφαλίσεις που απαι-τούνται για την παροχή των (α) και (β) ανωτέρω κεφαλαίων ή πιστώσεων, (δ) τους πόρους από την εκμετάλλευση του αντικειμένου της Σύμπραξης κατά την κατασκευαστική περίοδο.

Όπως έχει επισημανθεί, επιτρέπεται η συμμετοχή, σε χρήμα ή σε είδος, των Δημοσίων Φορέων στη χρηματοδότηση της σύμπραξης. Αν η συμ-μετοχή είναι σε είδος, μπορεί να έχει τη μορφή ανταλλαγμάτων, για τα οποία τα δικαιώματα που παρέχονται στην Εταιρεία αποκλείεται να εκτείνονται και στο διάστημα που ακολουθεί μετά τη λήξη της Σύμβασης Σύμπραξης.

Οι Δημόσιοι Φορείς μπορούν να συμμετέχουν και στην εκμετάλλευση του αντικειμένου της σύμπραξης. Επιτρέπεται η σύναψη άμεσων συμβάσεων των Δημόσιων Φορέων και των δανειστών της Εταιρείας Ειδικού Σκοπού, για τις ανάγκες της ρύθμισης ειδικών θεμάτων, όπως η υποκατάσταση της Εταιρείας μετά από απόφαση των δανειστών, και γενικά η διευκόλυνση της χρηματοδότησης της εκτέλεσης των έργων ή της παροχής των υπηρεσιών. Με το άρ. 78 του Ν. 3746/2009, έχει συμπληρωθεί η αρχική σχετική ρύθμιση, προβλέπεται για παράδειγμα και δυνατότητα σύναψης συμβάσεων με τους δανειστές της Εταιρείας Ειδικού Σκοπού ή / και τους Ιδιωτικούς Φορείς (της παρ. 2 του άρ. 1 του νόμου για τις ΣΔΙΤ) ή / και με το Ελληνικό Δημόσιο. Προστέθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να εγγυάται έναντι της Εταιρείας Ειδικού Σκοπού ή των Ιδιωτικών Φορέων και υπέρ των Δημόσιων Φορέων την καταβολή του συνόλου ή μέρους των συμβατικών ανταλλαγμάτων που προβλέπονται στις συμβάσεις των παρ. 2 και 3 του άρ. 1, εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των διατάξεων του Αστικού Κώδικα και ιδίως των άρ. 847 επ. (Κεφάλαιο για τη σύμβαση της εγγύησης). Επιπλέον ορίστηκε ότι οι ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις για την εφαρμογή αυτών των ρυθμίσεων καθορίζεται συμβατικά. Για την υπογραφή των συμβάσεων που αναφέρονται σε αυτές, εξουσιοδοτείται ρητώς ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.  

 

2.12. Νομικά θέματα.

Το άρ. 25 του νόμου για τις ΣΔΙΤ ρυθμίζει την εκχώρηση απαιτήσεων, αντανακλώντας τη βασική αρχή της χρηματοδότησης έργων ή υπηρεσιών, σύμφωνα με την οποία η αποπληρωμή των δανείων ή άλλων πιστώσεων που παρέχονται από τις τράπεζες στην Εταιρεία Ειδικού Σκοπού θα πρέπει να μπορεί να γίνεται  από τα έσοδα του ίδιου του έργου ή της υπηρεσίας που αποτελεί το συμβατικό αντικείμενο. Οι Εταιρείες Ειδικού Σκοπού που συμ-βάλλονται σε συμβάσεις σύμπραξης δύνανται να εκχωρούν μέρος ή το σύνο-λο των συμβατικών τους αξιώσεων, υφιστάμενων και μελλοντικών, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατό να προσδιοριστούν με οποιοδήποτε τρόπο. Εκδοχείς, δηλαδή αντισυμβαλλόμενοι των Εταιρειών στις συμβάσεις εκχώρησης, μπορεί να είναι  πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή οποια-δήποτε άλλα χρηματοδοτικά ιδρύματα που υπόκεινται σε εποπτεία κεντρικής τράπεζας ή άλλης ανεξάρτητης αρχής, τα οποία συμμετέχουν στη χρηματο-δότηση της υλοποίησης του αντικειμένου της σύμβασης σύμπραξης ή συμβάλλονται με τέτοια πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα που υπό-κεινται σε εποπτεία υπό οποιαδήποτε ιδιότητα, όπως εκδοχέα, διαδόχου ή αντισυμβαλλομένου προς εξασφάλιση των απαιτήσεών τους από τη χρημα-τοδότηση αυτή. Επιτρέπεται επίσης η εκχώρηση, όπως παραπάνω ανα-φέρεται, σε αλλοδαπές ή ημεδαπές εταιρείες ειδικού σκοπού προς το σκοπό τιτλοποίησης κατ’ εφαρμογή του άρ. 10 του Ν. 3156/2003.

Άλλα νομικά θέματα που ρυθμίζονται στο νόμο είναι το κύρος των εμπράγματων ασφαλειών, τα φορολογικά ζητήματα με την απονομή κινή-τρων στον ιδιωτικό Τομέα για τη συμμετοχή του σε σχέδια που υλοποιούνται μέσω Σ.Δ.Ι.Τ. και οι εταιρικοί μετασχηματισμοί. Για την τελευταία περίπτω-ση βασικός στόχος της ρύθμισης είναι να αποτραπεί η ανέλεγκτη έξοδος του αρχικά επιλεγμένο Ιδιωτικού Φορέα από την Εταιρεία Ειδικού Σκοπού. Για το σκοπό αυτό προβλέπεται η υποχρέωση έγκρισης για τη μεταβίβαση μετοχών της εταιρείας ή την εισαγωγή της σε χρηματιστηριακή αγορά.

 

2.13. Μεθοδολογία επίλυσης διαφορών.

Μία από τις πιο κακότεχνες νομοτεχνικά και προβληματικές επί της ουσίας πτυχές του νόμου για τις ΣΔΙΤ είναι αυτή που αφορά τους τρόπους επίλυσης των διαφορών από τις σχετικές συμβάσεις. Ειδικότερα, ο προ-αναφερθείς θεματικός κατάλογος, του άρ. 17, περιλαμβάνει στο στοιχείο (κ) το θέμα  «Η διαδικασία επίλυσης διαφορών» και μετά από πέντε στοιχεία, τα οποία είναι άσχετα με τη μεθοδολογία επίλυσης διαφορών, το με υπερβολική αοριστία διατυπωμένο θέμα «Η τυχόν διαδικασία επίλυσης διαφορών από Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων που ορίζουν από κοινού τα συμβαλλόμενα μέρη». Αυτό το στοιχείο, υπ’ αριθμόν (κε) είναι το τελευταίο σε αυτόν τον κατά-λογο, δίνοντας την εντύπωση ότι ο νομοθέτης αυτoσχεδίαζε χωρίς να ταξινο-μεί την ύλη του με βάση τη θεματική συγγένεια των στοιχείων της. Σε άλλο άρθρο, το υπ’ αριθμόν 31, ορίζεται ότι κάθε διαφορά που προκύπτει σχετικά με την εφαρμογή, την ερμηνεία ή το κύρος συμβάσεων σύμπραξης ή των παρεπόμενων συμφώνων επιλύεται με διαιτησία, η οποία αποτελεί αντικεί-μενο ρύθμισης με τη σύμβαση σύμπραξης ή τα παρεπόμενα σύμφωνα, κατά παρέκκλιση των διατάξεων που ισχύουν για τις διαιτησίες του Δημοσίου.

Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν απαγορεύεται ρητά η προσφυγή σε δίκη αλλά αυτό προκύπτει κυρίως από την αιτιολογική έκθεση, η οποία προτίμησε τη διαιτησία χάριν της ταχύτητας αυτής της μεθόδου έναντι της δικαστικής. Η απαγόρευση της προσφυγής σε δίκη έχει ορθά επικριθεί ως αντίθετη στο άρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος, σχετικού με το δικαίωμα παροχής έννομης προ-στασίας από τα δικαστήρια. Επιπλέον, παραλείπεται οποιαδήποτε συσχέτιση της διαιτησίας με τις ηπιότερες μεθόδους επίλυσης των διαφορών (π.χ.  συνδιαλλαγή, διαμεσολάβηση) που προβλέπονται στο άρ. 17, κατά τα προ-αναφερθέντα. Η διαιτητική απόφαση είναι οριστική και αμετάκλητη και δεν υπόκειται σε κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο. Αυτή η δικαστικά απρόσβλητη πράξη αποτελεί εκτελεστό τίτλο χωρίς να χρειάζεται να κηρυ-χθεί αυτό από τα τακτικά δικαστήρια και τα αντίδικα μέρη δεσμεύονται να συμμορφωθούν αμέσως με τους όρους της. Για την επίλυση της διαφοράς που αναφέρεται στην ερμηνεία ή στην εφαρμογή ή σε κύρος της σύμβασης σύμπραξης εφαρμόζεται το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο.

 

2.14. Η συγκρητιστική προσέγγιση για τις ΣΔΙΤ

και η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων

Προτείνεται η νομοθεσία για τις ΣΔΙΤ να πρωτοτυπήσει, για μία ακόμη φορά μετά την παράθεση ορισμού και ενδεικτικής περιπτωσιολογίας της εφαρμογής της αρχής της αναλογίας ειδικά για τις συμβάσεις αυτές. Συνι-στάται λοιπόν να προβλεφθεί ότι ο συγκρητισμός, είτε ως έκφανση εύλογου συγκερασμού επιστημονικών ή καλλιτεχνικών ρευμάτων και πολιτιστικών στοιχείων είτε ως τάση συμβολής στη συλλογική πολιτική της ασφάλειας και της άμυνας, αποτελεί ένα κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη για την απόφαση για την ανάθεση της σύμβασης, π.χ. αρχιτεκτονικές καινοτομίες συγκρητι-στικής προσέγγισης σε κτιριακά φυσικά αντικείμενα ή μέθοδοι και τεχνικές για την αντεγκληματική πολιτική.

Προφανώς, αυτή η συνιστώμενη δυναμική θα αντιστοιχεί κατεξοχήν σε περιπτώσεις φυσικών αντικειμένων που αφορούν την ίδια την Κρήτη ή επιμέρους περιοχές της. Ενδεικτικό της στρεβλής εφαρμογής του θεσμού των ΣΔΙΤ μέχρι σήμερα, αλλά και της περιθωριοποίησης της Κρήτης από το ελληνικό κράτος, είναι το γεγονός ότι μέχρι εννέα έτη μετά τη θέσπιση του οικείου νομικού πλαισίου κανένα φυσικό αντικείμενο δεν έχει ακόμη δημο-πρατηθεί στο πεδίο αυτού του πλαισίου, παρά την υπαγωγή κάποιων εδώ και πολλά χρόνια, όπως σχολικά κτίρια και το δικαστικό μέγαρο Ηρακλείου. Ο συγκρητισμός ενδείκνυται να διέπει γενικά το πνεύμα του θεσμού των ΣΔΙΤ, από τη σύλληψη - πρόταση της αρχικής ιδέας για μία νέα σύμβαση σύμπρα-ξης μέχρι την εκτέλεσή της.

Για αυτό κυρίως προτείνεται η αξιοποίηση μίας πρωτοτυπίας του ελληνικού δικαίου, για τα διεθνή δεδομένα. Πρόκειται για την Ενιαία Ανε-ξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων, η οποία ιδρύθηκε με το Ν. 4013/2011 και διέπεται από το νόμο αυτό και τα ΠΔ 122/2012, 123/2012 και 43/2013. Αποσκοπεί στην ανάπτυξη και προαγωγή της εθνικής στρατηγικής πολιτικής και δράσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, στη διασφάλιση της διαφάνειας, αποτελεσματικότητας, συνοχής και εναρμόνισης των διαδικα-σιών ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων προς το εθνικό και ενωσιακό δίκαιο, τη διαρκή βελτίωση του νομικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων, καθώς και τον έλεγχο της τήρησής του από τα δημόσια όργανα και τις αναθέτουσες αρχές. Προτείνεται αυτή η νεοπαγής ανεξάρτητη διοικη-τική αρχή να αναλάβει επίσημα πρωτεύοντα ρόλο στην όλη διαδικασία της υποβολής προτάσεων για ΣΔΙΤ – προκαταρκτικής τους εκτίμησης. Με άλλα λόγια, καθώς πάσχει σε μεγάλο βαθμό αυτή η κρίσιμη φάση της διαδικασίας και για να τονωθεί το κίνημα του συγκρητισμού στον ελληνικό λαό, είναι σημαντικό να επιχειρηθεί όσμωση μεταξύ των δύο καινοτομιών, της οργανι-κής (Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων) και της επιχειρη-σιακής (ΣΔΙΤ). Η Αρχή μπορεί να διαδεχθεί την ΕΓΣΔΙΤ στο στάδιο αυτό, χωρίς να την καταργήσει καθώς η Ε.Γ.Σ.Δ.Ι.Τ. θα συνεχίσει να υπάρχει, ασκώντας το σύνολο των υπολειπόμενων δραστηριοτήτων της. Η Αρχή θα πρέπει ωστόσο συστηματικά να κάνει το θεσμό των ΣΔΙΤ πιο γνωστό και πιο φιλικό για τον απλό άνθρωπο και για τις συλλογικότητες της κοινωνίας, προωθώντας και την έννοια του συγκρητισμού. Ειδικότερα, ενδεικτικά θα πρέπει η Αρχή να αποκτήσει τις εξής αρμοδιότητες:

α. Διάδοση του θεσμού των ΣΔΙΤ και του συγκρητισμού στην ελληνική κοινωνία, β. Ενθάρρυνση τόσο του δημοσίου τομέα όσο και του ιδιωτικού τομέα για την υποβολή μη ζητηθεισών, ολοκληρωμένων προτάσεων για φυσικά αντικείμενα ΣΔΙΤ, γ. Παραλαβή απλών αλλά συγκεκριμένων ιδεών για ΣΔΙΤ, από τον ιδιωτικό τομέα, οι οποίες συνάδουν με την αρχή της καλής πίστης, και μετεξέλιξη ενός ενδεικτικού αριθμού από αυτές σε ολο-κληρωμένες προτάσεις, δ. Αυτεπάγγελτη δημιουργία ολοκληρωμένων προ-τάσεων ΣΔΙΤ, ε. Δημιουργία του μη δεσμευτικού «Καταλόγου Προτεινό-μενων Συμπράξεων», στον οποίο θα συμπεριλαμβάνονται και οι τυχόν προτάσεις της ΕΓΣΔΙΤ που εκπονούνται και κατατίθενται στην Αρχή με πρωτοβουλία και για λογαριασμό της Δ.Ε.Σ.Δ.Ι.Τ.

Φυσικά, η Αρχή θα έχει εν δυνάμει έναν ανεξάρτητο ρόλο παρεμβαί-νοντος, τόσο με βάση το ισχύον ήδη νομικό καθεστώς (π.χ. για τη διενέργεια ελέγχων) όσο και στη βάση των εκάστοτε Συμβάσεων Σύμπραξης και των Παρεπόμενων Συμφώνων, ιδίως για την εξοικονόμηση χρηματικών πόρων, με αξιοποίηση του ανεξάρτητου χαρακτήρα της και της τεχνογνωσίας της (π.χ. επιτέλεση της λειτουργίας της επίβλεψης της εκτέλεσης της σύμβασης ΣΔΙΤ ως ανεξάρτητος τρίτος, διενέργεια συνδιαλλαγής, μεσολάβησης, διαιτησίας για την επίλυση των διαφορών από την εκτέλεση της σύμβασης ΣΔΙΤ ή των παρεπόμενων συμφώνων…). Προτείνουμε μάλιστα στο συμβού-λιο αυτής της Αρχής να περιλαμβάνεται ως ισότιμο μέλος με τα υπόλοιπα η Διοτίμα, όπως έχει αναφερθεί, δηλαδή μία εν ενεργεία γυναίκα εκπαιδευ-τικός – σύμβολο της Ισότητας και του Συγκρητισμού. Πολλά θα έχει να προ-τείνει η εκπρόσωπος του συγκρητισμού, για  μία μεθοδολογία συμβάσεων που αναλίσκονται στις κατασκευές τεχνικών έργων αντί στην προστασία και προαγωγή της δημόσιας υγείας, στην «πράσινη» ενέργεια και στις σιδηρο-δρομικές μεταφορές, στην προστασία και προαγωγή του πολιτισμού με έμφαση στα μουσεία, και μάλιστα με περιθωριοποιημένη την Κρήτη, όπως αυτή είναι γενικότερα περιθωριοποιημένη (π.χ. ενδείκνυται να δημιουργηθεί ακτοπλοϊκή σύνδεση με τη Βόρειο Αφρική)…

Τελευταίο αλλά όχι ήσσον, προτείνουμε ο ίδιος ο θεσμός των ΣΔΙΤ να σταματήσει να ονομάζεται με το, χωρίς συγκεκριμένο ιστορικό φορτίο, όρο «σύμπραξη», που δεν είναι άλλωστε και τόσο εύηχος. Προκρίνεται το όνομα «συγκρητισμός», με βάση την ιστορία και τη δυναμική του όρου αυτού, ενώ πλεονέκτημα για τη συγκεκριμένη μετονομασία θεωρείται ότι η τυχόν υιοθέτησή του δεν προκαλεί αλλαγές στο καθιερωμένο και εύχρηστο αρκτικόλεξο ΣΔΙΤ. Το ευκταίο είναι βέβαια ότι εφόσον καθιερωθεί αυτή η καινοτομία, να αποτελέσει ένα «εξαγώγιμο προϊόν» στο συγκριτικό δίκαιο, μαζί με τη σύστοιχη καινοτομία της ανεξάρτητης αρχής.  

 

 

***

 

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ:

Ο ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΛΟΓΟΣ

ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ

 

1. Το Αιγαίο Πέλαγος ως θάλασσα Ελευθερίας.

Υπενθυμίζεται ότι η υπόθεση εργασίας, με την οποία άρχισε η παρούσα μελέτη, συνίστατο στην εικασία ότι ο συγκρητισμός είναι ένα νομικό μέγε-θος, το οποίο μπορεί να εκφραστεί σε παραμέτρους.

Αρχικά προσεγγίστηκε η θεμελιώδης αρχή της αναλογίας, η οποία ξεκί-νησε να καλλιεργείται στο Αιγαίο Πέλαγος, που κλείνεται στο νότιο άκρο του από την Κρήτη. Η «Άσπρη Θάλασσα» είναι μία θάλασσα ελευθερίας, τουλάχιστον στα εξής επίπεδα:

1. Ετυμολογικά, καθώς Αιγαίο σημαίνει θάλασσα που κινείται με άλματα, και η κίνηση υποδηλώνει ελευθερία,

2. Μυθολογικά, καθώς το Αιγαίο συνδέεται με το μύθο του Μινώταυρου, με τη συντριβή του τέρατος να συνεπάγεται όχι μόνο επικράτηση της ανα-λογίας αλλά και λύτρωση των Αθηναίων από τον κεφαλικό φόρο, άρα τη ζωή και την  ελευθερία τους,

3. Νομικά, καθώς πρόκειται για ανοιχτή θάλασσα, συνεπώς υπαγόμενη στην αρχή της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας και γενικότερα των δραστηριο-τήτων, που διέπει την ανοιχτή θάλασσα.

  

2. Το Αιγαίο Πέλαγος ως θάλασσα Αναλογίας.

Φυσικά, όπως υπονοήθηκε, το Αιγαίο είναι και μία θάλασσα συνδεδεμένη με την αρχή της αναλογίας. Αυτό δεν προκύπτει μόνο από  την Κρήτη, με το μύθο του Μινώταυρου, αλλά από διάφορα σημεία του και σύμβολά του, όπως ιδίως είναι:

- Η Σάμος, από την οποία καταγόταν ο πατέρας της μαθηματικής επιστήμης Πυθαγόρας, ο οποίος συνέλαβε το θεώρημα της αναλογίας τριγώ-νων και επισκέφθηκε μεταξύ άλλων χώρων για μύηση, το Ιδαίον Άντρο μαζί με το σοφό Επιμενίδη,

- Η Μίλητος της Μικράς Ασίας, από την οποία καταγόταν ο άλλος μεγά-λος Έλληνας διανοητής, που μελέτησε το φαινόμενο της αναλογίας, ο Θαλής,

- Η Λίνδος, στην οποία τύραννος ήταν ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας, ο Κλεόβουλος ο Ρόδιος, στον οποίο αποδίδεται το απόφθεγμα «Μέτρον άριστον»,

- Η Πάτμος, το νησί της Αποκάλυψης, όπου ο Ευαγγελιστής Ιωάννης συνέθεσε  την Αποκάλυψη, η οποία ξεκινά με την εμβληματική φράση «Εν αρχή ην ο Λόγος».

 

3. Το Αιγαίο Πέλαγος ως θάλασσα Συγκρητισμού.

Το Αιγαίο αποτέλεσε και τη θαλάσσια οδό για τον επιτόπιο, κυρίως πολιτικού, αλλά και θρησκευτικού χαρακτήρα, «συγκρητισμό» στην Κρήτη, μεταξύ Κρητών (ντόπιων) και Αχαιών (Μυκηναίων), για αυτό και ονομά-ζεται αυτή η περίοδος  «μινωικο-μυκηναϊκή» (εκτός από «μινωική – αχα-ϊκή»). Συνεπώς, ο συγκρητισμός, και στη θρησκευτική του έκφανση είναι αρχετυπικά αυτόχθων, πολύ πριν τη σύμμειξη των θρησκειών της ελληνι-στικής περιόδου η οποία παραδοσιακά παραδίδεται ως συγκρητισμός. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η πρόσφατη ανακάλυψη ότι και οι Κρήτες (δηλαδή οι Μινωίτες) δεν προέρχονται από την Αίγυπτο, πράγμα που σημαί-νει ότι δεν χρησιμοποιήθηκε το Λιβυκό Πέλαγος για να οικιστεί η Κρήτη. Κατά κάποιον τρόπο το Αιγαίο είναι ως προς τη βιολογία των Κρητικών και τη ναυσιπλοΐα της μετανάστευσης, σε αντιδιαστολή με το Λιβυκό, το πέλαγος της Κρήτης, άρα και του συγκρητισμού!

Είναι αξιοσημείωτο επίσης το γεγονός ότι ο συγκρητισμός αυτός σηματο-δοτεί μία μακρά τάση αφομοίωσης –μάλιστα κατά περίπτωση εμβλημα-τικής– πολιτιστικών στοιχείων από αλλότριους πολιτισμούς, που εισάγονται στο νησί ιδίως από διάφορους κατακτητές ή πειρατές, όπως πιθανόν η λύρα από τους Άραβες.   

 

4. Το Λιβυκό Πέλαγος ως θάλασσα εμπορίου και πολιτισμού.

Αν το Αιγαίο είναι η οικεία για τον ελληνισμό θάλασσα των αξιών με το πολυσήμαντο περιεχόμενο και αντίκτυπο, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και η σπουδαιότητα του πελάγους μεταξύ των νότιων ακτών της Κρήτης και των ακτών της Βόρειας Αφρικής. Το Λιβυκό είναι το συμμετρικό προς το Αιγαίο και διασυνδέει την Κρήτη κυρίως με την Αφρική, ιδιαίτερα με την Αίγυπτο, αλλά και με την Ασία. Είναι πλάνη ότι οι αρχαίοι κάτοικοι του νησιού δεν είχαν τη δυνατότητα μεγάλων ταξιδιών και ότι δεν είχαν επαφές με τους Αιγύπτιους. Αντίθετα, υπήρχε αμφίδρομη επαφή και μάλιστα είναι χαρακτη-ριστική η στενότητα των σχέσεων στην περίοδο της ελληνιστικής κυριαρχίας στην Αίγυπτο. Σε αυτή τη συγκυρία, είναι χαρακτηριστικό για τη δυναμική της Κρήτης ότι το νησί εξάγει τους ίδιους της τους άνδρες, ως μισθοφόρους. Επομένως, παρατηρείται μία όσμωση του ιδιωτικού (Κρητικοί μετανάστες) με το δημόσιο (βασίλειο των Πτολεμαίων), ένα είδος σύμπραξης επαγγελ-ματικού χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, σημασία ιδιαίτερη έχει το εμπόριο μεταξύ της Κρήτης και των νότιων χωρών, όπως άλλωστε και η προανα-φερθείσα παρατήρηση ότι οι αρχαίοι Έλληνες ταξίδευαν «δι’ εμπορίαν και θεωρίαν». Πάντως, φαίνεται η ελληνοκεντρική προσέγγιση του Αιγαίου να κυριαρχεί και για το Λιβυκό, καθώς το αρχαιοελληνικό τοπωνύμιο «Αίγυ-πτος» σήμαινε τη χώρα σε ύπτια θέση, κάτω από το Αιγαίο.

Με βάση την προσέγγιση της αρχής της αναλογίας, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η Κρήτη είναι ο λόγος του Αιγαίου «προς» (με τη συγκοινω-νιακή και τη μαθηματική έννοια του όρου) το Λιβυκό Πέλαγος. Αυτή η αρχετυπική σχέση παριστάνεται με τη γραμμή του κλάσματος, όπως η στενόμακρη Μεγαλόνησος  «κλείνει» το Αιγαίο και «ξεκινά» το Λιβυκό. Κατά κάποιον τρόπο το νησί αυτό αποτελεί την αρμονική συνισταμένη δύο θαλασσών και των οικείων πολιτισμών.

 

______________________________________________________________

 

ΣΧΗΜΑ 6.

Η ΚΡΗΤΗ ΩΣ ΛΟΓΟΣ ΠΕΛΑΓΩΝ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

 

ΑΙΓΑΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ

 

________________   (ΚΡΗΤΗ)  ________________

 

ΛΙΒΥΚΟ ΠΕΛΑΓΟΣ

____________________________________________________________

 

5. Η Γαύδος ως ομφαλός θαλάσσης.

Με σημείο αναφοράς την ιερή επίκληση των Ελευσινίων Μυστηρίων, το μόριο/ρίζα «ομ», υποστηρίζεται η άποψη ότι επειδή το ομ- κάνει τα πράγματα όμοια, τα ζεύγει, μόνον ο Ζευς (ο κατ’ εξοχήν θεός της ζεύξεως) ήταν αυτός που έφερε επίθετα από της ρίζα αυτή. Το ομ, ομόει (ομόω = ενώνω, συνδέω) με την ομφή (τη φωνή του θεού), η οποία είναι ομφαία (μαντική, προγνωστική). Προστίθεται ότι το ομ θα φέρει ομιλία και ομο-λογία (=συμφωνία). Επίσης, υποστηρίζεται ότι οι χρήστες του «ομ» συνδέ-ονται με τον «ομφαλό», το κέντρο, τον ακρογωνιαίο λίθο της γεννήσεως του ανθρώπου ή τον «ομφαλό της Γης», το μεγάλο μυητικό κέντρο αναφοράς, τους Δελφούς, το κατ’ εξοχήν μαντείο του Απόλλωνα. Θαλάσσια προβολή του «ομφαλού της Γης» ήταν ο «ομφαλός της θαλάσσης», που εθεωρείτο η νήσος της Καλυψούς Ωγυγία[181]. Ο Όμηρος αναφέρει στην Οδύσσεια: «Νήσω εν αμφιρύτη, όθι τα ομφαλός εστι θαλάσσης[182]».

Στην Κρήτη, άλλωστε, όπου γεννήθηκε ο Ζευς, υπήρχε το Ομφάλιον πεδίον, όπου έγινε από την ειδική ομφαλητόμο μαία Ειλειθυία η ομφαλη-τομία /ομφαλεκτομία, δηλαδή αποκόπηκε ο ομφαλός του Δία. Με το ειδικό μαχαίρι, τον ομφαλιστήρα / ομφαλοτόμο, απέκοψε την ομφαλίδα (ομφάλιο λώρο) και επίδεσε την περιοχή προσεκτικά με ομφαλεπίδεσμο / ομφαλό-δεσμο. Ειδικός μάντης με τον ομφάλιο λώρο του αρτιγέννητου έκανε ομφαλοσκοπία / ομφαλοσκόπηση / ομφαλομαντεία. Οι έχοντες ομφαλό, αυτοί δηλαδή που έφεραν το σημάδι της αρχής, της γεννήσεως, ήταν ομοιόαρκτοι (είχαν την ίδια αρχή), ομόκεντροι και εν τέλει θα ήταν και ομοιοκατάληκτοι ή ομοιοτέλευτοι[183].

Η Γαύδος είναι κατά πάσα πιθανότητα το νησί της Ωγυγίας, το οποίο ισαπέχει από το Σούνιο της Αττικής και το Τομπρούκ της Λιβύης. Όπως έχει επισημανθεί στην παρούσα μελέτη, το 2010 στον Πλακιά της νότιας Κρήτης και στη Γαύδο ανακαλύφθηκαν λίθινα εργαλεία, ηλικίας 125.000 ετών. Νωρίτερα από το 2010,  είχε  εντοπιστεί οψιανός μεταφερμένος από τη Μήλο στη Γαύδο, χρονολογημένος στο γύρω στο 11.000 π.Χ., και είχε διαπι-στωθεί ότι επιπρόσθετα στη θέση του νησιού Άγιος Παύλος λειτουργούσε ένα είδος πρώιμου «εργαστηρίου» παραγωγής εργαλείων. Η Γαύδος συνεπώς έχει μία πολύ μακρόχρονη και σημαντική ιστορία, στενά συνδε-δεμένη με την κοντινή γη της Κρήτης. Τόσο η Κρήτη, ιδίως η Δυτική στην οποία κοντά είναι η Γαύδος, όσο και η Γαύδος μπορεί να θεωρηθεί ότι βρί-σκονται στη «Μεσόγειο της Μεσογείου», συνεπώς αποτελούν τον ομφαλό του γνωστού στην αρχαιότητα κόσμου! Πράγματι, είναι αξιοπρόσεκτο ότι η Γαύδος δεν βρίσκεται απλώς ενδιάμεσα στον πλου από την Κρήτη για την Αίγυπτο, ιδίως το σημαντικό από την αρχαιότητα λιμάνι της Αλεξάνδρειας, στο Λιβυκό Πέλαγος, αλλά σχεδόν στη μέση της Μεσογείου, από ανατολικά προς τα δυτικά.

Με βάση τα παραπάνω, και ιδιαίτερα με βάση το γεγονός ότι ο ομφαλός της θάλασσας, η Γαύδος, δεν είναι ακριβώς στη μέση του Λιβυκού Πελάγους αλλά κοντύτερα στην Κρήτη και κατ’ επέκταση σχετικώς κοντά στο Αιγαίο, προκύπτει ότι το Λιβυκό είναι «ομόλογο» (με βάση την ορολογία τη σχετική με την αρχή της αναλογίας) του πελάγους της αναλογίας, δηλαδή του Αιγαί-ου. Συνεπώς, «συνομολογεί» από κοινού με το Αιγαίο Ελευθερία, Αναλογία, Συγκρητισμό.  

 

6. Ο μαθηματικά διατυπωμένος ορισμός του συγκρητισμού.

Με βάση και τις πιο πάνω παρατηρήσεις, καταλήγουμε ότι η υπόθεση εργασίας έχει κατ’ αρχάς επαληθευτεί. Διευκρινίζεται ότι ο συγκρητισμός, στο μέτρο που είναι ένα νομικό μέγεθος –και όχι για παράδειγμα ένα θρησκευτικό μέγεθος– παριστάνεται σε μαθηματικά εκφρασμένους όρους. Ειδικότερα, ο συγκρητισμός είναι η συλλογικότητα (σύσκεψη – συλλογική απόφαση ή / και σύμπραξη, ενδεχομένως και με τη μορφή της συμμαχίας) των Κρητικών, ακόμη και μίας μειονότητας των κατοίκων, η οποία συστη-ματικά λαμβάνει υπόψη, επομένως αναλογίζεται (με βάση τη μαθηματική θεωρία και τη νομική αρχή της αναλογίας, στην απλή της μορφή, δηλαδή του τύπου α/β) τη θεμελιώδη αρχή της ελευθερίας. Συγκεκριμένα, η ελευ-θερία αυτή αφορά τουλάχιστον την κλασική έκφανση της κατά το διεθνές δίκαιο νοούμενης, διαχρονικής ελευθερίας στην ανοιχτή θάλασσα, η οποία άλλωστε είναι και η μοναδική περίπτωση υδάτων που βρέχει το νησί της Κρήτης. Συνεπώς, νομικός (αλλά και ευρύτερα στο χώρο των κοινωνικών επιστημών) συγκρητισμός είναι η σύμπραξη των Κρητικών η οποία αναλογί-ζεται την ελευθερία της ανοιχτής θάλασσας που περιβρέχει την Κρήτη.


 _____________________________________________________________

 

ΣΧΗΜΑ 7.

Ο ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ

 

Συγκρητισμός = Σύμπραξη Κρητικών* / Ελευθερία της ανοιχτής θάλασσας**

Επεξηγήσεις.

*Δικαίωμα συλλογικής (ή ομαδικής) δράσης.

** Νομική αρχή διαχρονικής ισχύος κατά το διεθνές δίκαιο: έλλειψη  κυριαρχίας των κρατών και ελευθερία (δικαίωμα) της ανθρωπότητας στην ανοιχτή θάλασσα.

______________________________________________________________

 

Διευκρινίζεται ότι ο συγκρητισμός έχει κυρίως έναν πατριωτικό – μαχη-τικό χαρακτήρα της κοινωνίας των Κρητικών, και δη των Ελλήνων, εφόσον ευσταθεί η υπόθεση ότι οι προελληνικής καταγωγής κάτοικοι δεν είχαν αυτήν την υπερασπιστική τάση, όπως συνάγεται από την έλλειψη αρχιτεκτο-νικών τεκμηρίων οχύρωσης της Κνωσού στη μινωική Κρήτη. Ωστόσο, ως προς αυτήν την παρατήρηση δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι οι Μινωίτες αποτελούσαν το αντίπαλον δέος των πειρατών στο Αιγαίο.

Σε κάθε περίπτωση, η ελευθερία αυτή νοείται ως μία νομική και δη νόμιμη αρχή, επομένως ασύμβατη με εγκλήματα του διεθνούς δικαίου, όπως η δουλεία και το διαμετακομιστικό δουλεμπόριο στη θάλασσα και η πειρα-τεία. Ακόμη και για τις παρωχημένες εποχές, κατά τις οποίες η πειρατεία δεν ήταν παράνομη πράξη ή τουλάχιστον θεωρούνταν ένα κοινωνικά αποδεκτό επάγγελμα, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν νοείται συγκρητισμός για την επίδοση σε πειρατεία, ακόμη και όταν η πειρατεία είχε ως δράστες Κρητι-κούς, γιατί η πειρατεία δεν ήταν παρά κατάχρηση της άσκησης της ελευ-θερίας.

Ο συγκρητισμός εμπεριέχει την ισότητα μεταξύ των Κρητικών, οι οποίοι παραιτούνται από τις τυχόν έριδες που τους αναλώνουν οι εσωτερικές προστριβές ή και εμφύλιους πολέμους και υποδηλώνει το διάλογο για την τάση του συγκερασμού μεταξύ διαφορετικών προσεγγίσεων. Αυτή η φύση του συγκρητισμού συμβολίζεται με την προτεινόμενη φιγούρα της γυναίκας, της Διοτίμας, όπως συνιστάται και ενσαρκώνεται από γυναίκες επαγγελ-ματίες του εκπαιδευτικού συστήματος, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε διεθνή κλίμακα. Εξάλλου, ο συγκρητισμός ξεκάθαρα εμφορείται από ένα φιλελεύθερο  φρόνημα, τουλάχιστον πατριωτικό και κατά προτίμηση καθο-λικά ανταποκρινόμενο στο ισχύον μοντέλο του συνταγματικού φιλελευθερι-σμού (ελευθερίες).

Συνεπώς, αποτελεί μέθοδο προαγωγής του πολιτισμού της κοινότητας, με βάση τις αξίες της ισότητας και της ελευθερίας, ενάντια στις συμβάσεις και στη βία, φαινομένων αντίθετων στο φυσικό και στο σύγχρονο θετικό δίκαιο, όπως, κατά ενδεικτική αναφορά τα εγκλήματα της θάλασσας κατά το διεθνές δίκαιο, η πειρατεία και η δουλεία – δουλεμπόριο.

Ο συγκρητισμός είναι ένας Λόγος (όπως ο Λόγος νοείται κατά την αρχή της αναλογίας) της  σύμπραξης των ίσων υποκειμένων μίας κοινότητας, για την ελευθερία!

 

7. Ο νομικός συγκρητισμός των Κρητικών πριν τη ρωμαιοκρατία. 

Αυτό που ξεπερνάει το στενό πλαίσιο της υπόθεσης εργασίας και προ-κύπτει από την παρούσα μελέτη είναι ότι ο συγκρητισμός είναι ένα φαινό-μενο πολύ ευρύτερο από τον ίδιο τον όρο. Υπερβαίνει τη χρήση του από τον Πλούταρχο για την περιγραφή της προσπάθειας των Κρητικών να αντιμετω-πίσουν τον επερχόμενο κίνδυνο της ρωμαϊκής κατάκτησης. Με άλλα λόγια, προϋπήρχε στην Κρήτη, κατά πολύ του ονόματός του!

Είναι λοιπόν σύμφυτος με την πολιτική και πολιτιστική, ιδιαίτερα τη θρησκευτική, ιστορία ενός νησιού το οποίο δέχθηκε σημαντικούς αποικι-σμούς και λειτούργησε συχνά ως «χωνευτήρι» πολιτισμών. Και βέβαια, είναι αξιοσημείωτο ότι η ιστορική επιστήμη ακόμη δεν έχει κατασταλάξει σε σημαντικά ζητήματα της αρχαίας ιστορίας,  της διεθνούς, όπως για την κατα-γωγή της γραφής, και της κρητικής, όπως για το πολιτισμικό επίπεδο της προμινωικής κοινωνίας και την καταγωγή των Μινωιτών και τον τρόπο καταστροφής του πολιτισμού τους από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας.

Ο ευρύτερος αρχαίος συγκρητισμός αναδεικνύει την Κρήτη ως «κιβωτό του χρόνου» και του προμινωικού πολιτισμού της ιερογλυφικής γραφής, η οποία λειτουργεί, έστω και ενδεχομένως σε περιορισμένες χρήσεις, παράλ-ληλα με άλλες μεταγενέστερές της γραφές για χιλιετίες, μέχρι που η απώλεια της κυριαρχίας των ντόπιων στο νησί, με τη ρωμαϊκή κατάκτηση, διακόπτει αυτή τη διαχρονία! Εφόσον αληθεύει ότι τα ιερογλυφικά λειτουργούσαν ως στερεότυπες ρήτρες στις οικονομικές συναλλαγές, μπορεί να παραβληθεί αυτή η χρήση τους με την εξαιρετικά εκτεταμένη κωδικοποίηση του κρητι-κού δικαίου στα αρχαία ελληνικά, με εμβληματικό παράδειγμα τη νομοθεσία της Γόρτυνας. Παράλληλες παρατηρήσεις αρμόζουν για την όσμωση Μινω-ιτών και Μυκηναίων με τον κοινό τους συγκρητισμό στο νησί,  αισθητό και στον τομέα της θρησκείας, με κορυφαία την περίπτωση της λατρευτικής συνένωσης του μυκηναϊκού Δία με το νεαρό θνήσκοντα βλαστικό θεό των Μινωιτών στο πρόσωπο του Δικταίου Δία, μαρτυρούμενου στις κνωσιακές πυραμίδες Γραμμικής Β.

Ωστόσο, το πρωτεύον για την έννοια του συγκρητισμού, με βάση την ετυμολογία της λέξης και την αρχαία ιστορία της Κρήτης, είναι ότι αυτός ανάγεται στη συλλογική ανατροφή και προστασία του Δία, δηλαδή του θεού της ζεύξης, από τους Κουρήτες και (μέσω της δράσης που θα ανέπτυσσε ο Ζευς) της ζεύξης (σύγκλισης). Οι ίδιοι οι Κουρήτες συμβολίζουν την ένοπλη προστασία, την άμυνα μέσα από τον πολιτισμό (ένοπλη όρχηση μετά μουσι-κής). Η έκφραση που χρησιμοποιείται συχνά στη σύγχρονη κρητική κοινω-νία «Λεβεντογέννα Κρήτη» προφανώς παραπέμπει, σε απώτατη αναγωγή, στους Κουρήτες.

 

8. Συμπεράσματα για το νομικό συγκρητισμό στην αρχαία Κρήτη.

Με βάση τα παραπάνω καταλήγουμε στα ακόλουθα συμπεράσματα για το νομικό συγκρητισμό στην αρχαία Κρήτη:

1. Ο συγκρητισμός άπτεται της πολιτικής κυριαρχίας, με σημαντικό όργανό του το δίκαιο. Το κρητικό δίκαιο υπήρξε, στην προ της ρωμαιο-κρατίας αρχαιότητα, σύμβολο συγκερασμού και ελευθερίας, με άλλα λόγια πολυπολιτισμικής κυριαρχίας των διαφόρων κατοίκων του νησιού, εμποτι-σμένο από την έντονη θρησκευτικότητά τους. Υπάρχει έντονη σχέση μεταξύ της νομοθεσίας και της επικρατούσας θρησκείας, κάτι που άλλωστε συνέ-βαινε και σε άλλες κοινωνίες, με ενδεικτικό τον τρέχοντα όρο της νομικής επιστήμης «καθιέρωση του δικαίου».

2. Ο νομικός και θρησκευτικός αυτός συγκρητισμός ευνοείται και διαχέ-εται με την τυπικότητα των συμβάσεων, με εμβληματικό το παράδειγμα των σφραγιδόλιθων, και την κωδικοποίηση της νομοθεσίας των κρητικών πόλεων κρατών, με γνωστότερη περίπτωση τη νομοθεσία της Γόρτυνας.

3. Η διαχρονική νομική χρήση, για χιλιετίες, της αυτοτελούς και αναλλοί-ωτης προμινωικής ιερογλυφικής γραφής των Κρητικών, ακόμη και πολύ μετά τη μινωική περίοδο, μπορεί να παραβληθεί με τις νεότερες και σύγ-χρονες τάσεις στο χώρο της νομικής θεωρίας και πράξης σε εθνική και διεθνή κλίμακα, όπως η χρήση της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας του νεοελληνικού κράτους μέχρι πρόσφατα καθώς και των λατινικών, η επικρά-τηση των οποίων άλλωστε στην κρητική κοινωνία με τη ρωμαιοκρατία φαίνεται σχεδόν να συνέπεσε με την εξαφάνιση της αυτόχθονος κουλτούρας των ιερογλυφικών.

 

9. Σχέση συγκρητισμού και εμφυλίων πολέμων.

Ο συγκρητισμός ως όρος, όπως έχει επισημανθεί, προέκυψε από το εγχεί-ρημα κατάπαυσης των εμφυλίων ερίδων μεταξύ των κρητικών πόλεων στην αρχαία Κρήτη, προκειμένου αυτές να αντιμετωπίσουν τον εξωτερικό κίνδυνο των Ρωμαίων. Συνεπώς, είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι είναι ένα κίνημα κατ’ αρχάς αντίθετο προς τον εμφύλιο πόλεμο.

Όταν το γένος των Ελλήνων ξεκίνησε την Επανάσταση κατά της Οθωμα-νικής Αυτοκρατορίας, οι Κρητικοί συμμετείχαν και αυτοί. Αποσιωπάται στη σχολική διδασκαλία της Ιστορίας ότι οι Κρητικοί έκαναν στο πλαίσιο αυτού του ξεσηκωμού τον πιο ωραίο αγώνα, χωρίς έριδες και εμφύλιους σπαραγ-μούς, πράγμα που ατυχώς έγινε με τους άλλους Έλληνες και στις πιο κρίσι-μες στιγμές της Επανάστασης[184]. Οι εμφύλιες έριδες έρχονται ή επανέρ-χονται με τον ελεύθερο πολιτειακό βίο των Κρητικών, πράγμα που έγινε και στην περίπτωση της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας. Για παράδειγμα, στην περίοδο αυτή, η Επανάσταση του Θερίσου ήταν συγκρητιστική με σύνθημα την Ένωση, πλην όμως δεν είναι δυνατό να παραβλεφθεί και ο αντικαθεστω-τικός χαρακτήρας αυτού του «σκηνοθετημένου κινήματος» απέναντι στον ελληνικής καταγωγής Ηγεμόνα. Οι χωροφύλακες που συνέδραμαν τα ξένα στρατιωτικά σώματα ήταν Κρητικοί και η αδελφική αιματοχυσία δεν απο-φεύχθηκε, παρά τις σχετικές οδηγίες προς τους αντάρτες και την αναίμακτη περίοδο των πρώτων 50 ημερών. Με άλλα λόγια, δεν αποκλείεται ένας εθνικός – πατριωτικός αγώνας (συγκρητισμός) να εμπεριέχει, ακόμη και αν αυτός δεν είναι ο άμεσος σκοπός του, και στοιχεία εμφύλιας σύγκρουσης. Πάντως, εκτιμάται ότι ένας από τους σημαντικότερους λόγους, που προκαλεί αντιδράσεις στην κρητική κοινωνία ο όρος «εμφύλιος πόλεμος», εντονό-τερες από ό,τι στην ευρύτερη Ελλάδα, είναι ότι ο εμφύλιος πόλεμος συσχετί-ζεται και με το έθιμο των οικογενειακών (βεντέτα). Επιπλέον, ο ελεύθερος πολιτειακός βίος έχει συνδυαστεί με περιπτώσεις όξυνσης του εντός της Κρήτης τοπικισμού, σε αντιδιαστολή προς το συνιστώμενο συγκρητισμό[185].

 

10. Περιθωριοποίηση του όρου «συγκρητισμός» στη σύγχρονη Κρήτη.

Από την έρευνα, ιδίως την εμπειρική έρευνα πεδίου, που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, προέκυψε ότι η Κρήτη σήμερα είναι ταυτόχρονα μακριά και κοντά από το συγκρητισμό, στην καθημερινότητά της. Είναι μακριά διότι οι Κρητικοί, ακόμη και οι μορφωμένοι, δεν είναι εξοικειωμένοι με την έννοα του συγκρητισμού, ακόμη και εφόσον δεν αγνοούν παντελώς την ύπαρξη του όρου. Προφανώς, μία ορολογία η οποία χρησιμοποιείται πολύ σπάνια - και κατά κανόνα μόνο στον πολιτικό λόγο, πέρα από τον επιστημονικό λόγο - παραξενεύει τους ανθρώπους, τους οποίους αυτός υποτίθεται ότι αφορά άμεσα. Πρόκειται για μία ύλη που δεν μεταδίδεται μέσω του επίσημου εκπαιδευτικού συστήματος, δείγμα της περιθωριοποίησης της κρητολογίας.

Παρ’ όλα αυτά, ο συγκρητισμός είναι κοντά στους Κρητικούς, ήδη σε γλωσσικό επίπεδο. Διαπιστώσαμε ότι η ετοιμόλογη και πολύ εκφραστική κοινωνία έχει καταφύγει υποσυνείδητα σε ένα είδος υποκατάστατου για τον επίμαχο όρο, χρησιμοποιώντας συχνά τον όρο «κοινότητα». Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται πιο συχνά από ό,τι στην ευρύτερη Ελλάδα και βέβαια έχει σαφέστατο ιστορικό υπόβαθρο στο «Κοινόν των Κρητών», γύρω από το οποίο περιστράφηκε ο αρχετυπικός συγκρητισμός της αρχαιότητας, κατά του κινδύνου της ρωμαϊκής κατάκτησης.

Η δεύτερη διαπίστωσή μας είναι ότι στο μέτρο που γίνεται μία εξήγηση του όρου «συγκρητισμός», με την προαναφερθείσα έννοια, υπάρχει επίγνω-ση ότι αυτή δεν είναι η πρώτη – ιστορικά – έκφανση του φαινομένου, όπως έχει ήδη επισημανθεί με το πολύ παλαιότερο παράδειγμα του μινωικο-μυκηναϊκού συγκρητισμού, ιδίως στο πρόσωπο του Δία. Οι Κρητικοί του σήμερα επαληθεύουν τη σύμμεικτη ταυτότητα του πολιτισμού τους, έχοντας καταγωγή και από τους Μινωίτες, επαλήθευση που έχει προκύψει και από την προαναφερθείσα πρόσφατη έρευνα του γενετικού υλικού!

Ο συγκρητισμός, όχι μόνο ο μη νομικός όπως λόγου χάρη εκφράζεται με τις μαντινάδες του κρητικού γλεντιού, αλλά και ο νομικός, όπως ενυπάρχει στις γνωμικές μαντινάδες, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζώσας πραγμα-τικότητας της κοινότητας των Κρητικών. Οι Κρητικοί συνθέτουν, άδουν και χορεύουν τη νομική θεωρία και τη νομική τους πράξη με τις γνωμικές μαντινάδες και με παραδοσιακούς χορούς! Προφανώς και δεν υπάρχει μονι-σμός αλλά πολλαπλότητα δικαίων στην Κρήτη καθώς οι Κρητικοί συγκερά-ζουν την επίσημη έννομη τάξη της Ελλάδας (θετικό δίκαιο) με τις άτυπες πηγές δικαίου της Κοινότητάς τους, χωρίς βέβαια να αποκλείονται και φαινόμενα αμφισβήτησης και ρήξης των «κοινοτικών» κανόνων με τους «κρατικούς»! Η απόκλιση από το θετικό δίκαιο φθάνει μέχρι και τη συλλο-γική, έστω και παθητική, αντίδραση κοινωνικών ομάδων σε αυτό, όπως η τάση συγκάλυψης των εγκληματικών πράξεων και των εμπλεκομένων σε αυτές, έναντι των διωκτικών αρχών, από την κοινότητα των κατοίκων στα Ζωνιανά.

 

11. Προς μία συγκρητιστική μέθοδο του δικαίου.

Αναφορικά με την υπόθεση εργασίας, σε τελευταία ανάλυση εκτιμάμε ότι ο συγκρητισμός δεν είναι απλώς ένα νομικό μέγεθος δυνάμενο να εκφραστεί με μαθηματικές πράξεις, σαν την πρόσθεση (ομαδική δράση) και με παρα-μέτρους, όπως το έννομο αγαθό της ανεξαρτησίας της πατρίδας και επιμέ-ρους στοιχεία πολιτισμού. Προτείνουμε να ιδωθεί και ως μία επιστημονική μέθοδος, για τη θεωρητική καλλιέργεια και την πρακτικής εφαρμογή του δικαίου.

Στο πλαίσιο αυτής της πρότασης, συγκρητίζω, όσον αφορά το δίκαιο, σημαίνει δημιουργώ και εφαρμόζω το δίκαιο, σε πλήρη ανταπόκριση προς την κατά το άρ. 25 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος αρχή του κράτους δικαίου. Πράγματι, η δικαιοκρατική αρχή, με την τυπική έννοια (συμμόρ-φωση με τους ισχύοντες κανόνες δικαίου) και με την ουσιαστική έννοια (το δίκαιο πρέπει επί της ουσίας να ανταποκρίνεται στο κοινό περί της δικαιο-σύνης αίσθημα των πολιτών), με κυριότερη έκφανσή της το δικαίωμα στην ελευθερία, είναι στενά συνδεδεμένη με την προτεινόμενη μέθοδο.

Ο συγκρητισμός σημαίνει κυρίως, όμως, «προστασία» (με τη λήψη θετι-κών μέτρων), ιδίως συλλογική προστασία, των έννομων αγαθών, όπως η ανθρώπινη ζωή (σαν του Κρηταγενούς Δία από τος Κουρήτες), η προσωπική ελευθερία και η ισότητα, κατά των κινδύνων που τα απειλούν. Αυτή η συλλογική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων συνδυάζεται με την ενδεχόμενη περαιτέρω έκφανση του νομικού συγκρητισμού, η οποία είναι η «σύζευξη» ετερόκλητων στοιχείων σε ένα ομοιογενές πολιτιστικό σύνολο, όπως δηλαδή ο Ζευς κάνει, όπως υποδηλώνεται από το όνομά του, ζεύξεις ομοιογένειας. Είναι και κάτι άλλο, εκτός από τη συμμαχία και την σε στενή έννοια σύζευξη. Είναι και η μεσότητα, η οποία μπορεί να έχει τις εξής δύο σημασίες:

1. Τήρηση του «μέσου όρου»,  αντί υπερβολών και ακροτήτων, πράγμα που σε μεγάλο βαθμό σημαίνει έκφανση της αρχής της αναλογίας (αναλο-γικότητας), χωρίς βέβαια σε παλαιότερες εποχές να αποφεύγεται η αναλογι-κότητα να καταλήγει και στη νομιμοποίηση - με τα κριτήρια του σύγχρονου νομικού πολιτισμού - ακροτήτων σαν το φόνο της βεντέτας («αντιπεπονθός» δίκαιο, με ρίζες στη μινωική νομοθεσία).

2. Αρχετυπικό κύρος για τον ευρύτερο περίγυρο. Αυτή η δεύτερη έκφανση της μεσότητας (πρότυπη κεντρικότητα) αναδεικνύει τη δυναμική του συγκρητισμού και τη σπουδαιότητά του, για τον ελληνικό και τον οικου-μενικό πολιτισμό. Σύμβολα αυτής της σημασίας μπορούν να θεωρηθούν, μεταξύ άλλων, τα τοπωνύμια  «Μεσόγειος Θάλασσα», «Ομφάλιον πεδίον» και συνεκδοχικά η Ωγυγία (το παρακείμενο προς την Κρήτη νησί της Γαύδου) ως ο ομηρικός «ομφαλός της θαλάσσης», για να μη γίνει λόγος για το τοπωνύμιο (και κύριο όνομα) Ευρώπη και το κύριο όνομα Δίας ή Ζευς. Ο Δίας ο Ύψιστος αποτελεί ένα σύμβολο διεθνές και κατά κάποιον τρόπο διαθρησκευτικό, όπως έχει επισημανθεί. Η μυθολογία της Ρώμης είναι μία αντιγραφή της ελληνικής Μυθολογίας. Όταν η Ρώμη νίκησε την Ελλάδα και την υπέταξε, οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν τους θεούς των Ελλήνων, αλλάζοντας τα ονόματα των περισσοτέρων από αυτούς και συνδυάζοντάς τους με τις δικές τους ιδέες. Τον Δία τον είπαν Γιούπιτερ κ.ο.κ. ενώ δύο από τους Ολύμπιους, ο Απόλλων και ο Πλούτων κράτησαν τα ελληνικά τους ονόματα, αλλά ποτέ τον Πλούτωνα δεν τον είπαν Άδη, όπως τον έλεγαν οι Έλληνες[186]. Παρόμοια, το δίκαιο της Κρήτης, έστω και έμμεσα, μέσα από το σπαρτιατικό δίκαιο του Λυκούργου, τροφοδοτεί αυτό που έμελλε να αποτελέσει το περίφημο ρωμαϊκό δίκαιο, όπως έχει επισημανθεί.


____________________________________________________________

 

ΣΧΗΜΑ 8.

ΚΟΡΥΦΑΙΕΣ ΕΚΦΑΝΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ

ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΟ ΡΩΜΑΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

 

Η Κρήτη επηρέασε αμέσως ή εμμέσως το ρωμαϊκό κράτος:

1. Στη Θρησκεία και στη μυθολογία (υιοθέτηση ελληνικών θεοτήτων με μετονομασία τους, με κορυφαία περίπτωση τον Κρηταγενή Δία – Jupiter),

2. Στο Δίκαιο, με επιρροή της νομοθεσίας από το δίκαιο της πόλης της Αθήνας και της πόλης της Σπάρτης (νομοθεσία του Λυκούργου) η οποία επηρεάστηκε από το κρητικό δίκαιο.

______________________________________________________________

 

Τέλος, επισημαίνεται ότι η μέθοδος του συγκρητισμού συνδυάζεται και συμπληρώνεται από τις δύο άλλες σημαντικές και επίκαιρες νομικές μεθόδους που έχουν ήδη αναδειχθεί στο πεδίο της κρητολογίας, κυρίως των κρησφύγετων αλλά και την ένοπλη μέθοδο.

______________________________________________________________

 

ΣΧΗΜΑ 9.

ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΤΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ

 

ΝΟΜΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ

(Ή ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΤΙΚΗ ΝΟΜΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ)

 

Α΄. Ορισμός.

Μέθοδος θέσπισης, ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου συνιστάμενη στη λογικά συνεκτική ΣΥΖΕΥΞΗ θεωριών, αρχών, κανόνων ή εμπειρικών δεδομένων σχετικών με το δίκαιο.

 

Β΄. Γνώμονας.

1. Η αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως η αρχή και το θεμελιώδες δικαί-ωμα της ελευθερίας (π.χ. η αρχή της ελευθερίας της ανοιχτής θάλασσας, η αρχή της κυριαρχίας του εκάστοτε κυρίαρχου κράτους), με έμφαση στα δικαιώματα ομαδικής ή συλλογικής δράσης (π.χ. απεργία).

2. Η αρχή της αναλογίας (αναλογικότητα), η οποία εντάσσεται στην ευρύτερη αρχή του κράτους δικαίου.

3. Η μεσότητα (αποφυγή των άκρων, τάση συγκερασμού αντιτιθέμενων στοιχείων) η οποία εντάσσεται στην ευρύτερη αρχή της αναλογίας (αναλογι-κότητα).

 

Γ΄. Βέλτιστες πρακτικές.

1. Κωδικοποίηση – δημοσίευση των κανόνων δικαίου.

2. Πρότυπη χρηστικότητα των κανόνων δικαίου και για άλλες έννομες τάξεις, πέρα από αυτή για την οποία είναι καθιερωμένοι («εξαγωγή» κανόνων δικαίου με τη συγκριτική νομική μέθοδο, π.χ. για την ευρωπαϊκή ενοποίηση)

 

Δ΄. Παράδειγμα.

Η αγωγή των Ελλήνων, στο εκπαιδευτικό σύστημα, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 του Συντάγματος ενδείκνυται να είναι συγκρητιστική, ιδίως δηλαδή φιλική στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην καινοτομία, η οποία προσεγγίζεται με τη σύζευξη διαφόρων στοιχείων πολιτισμού.

 

Ε΄. Βέλτιστες πρακτικές εφαρμοσμένες στο Παράδειγμα.

1. Κωδικοποίηση της ενσωμάτωσης του συγκρητισμού για την αγωγή των Ελλήνων στο εκπαιδευτικό σύστημα, στο άρθρο 16 του Συντάγματος (αναθεώρηση).

2. Ενσωμάτωση της συγκρητιστικής αγωγής των ανθρώπων και στα εκπαιδευτικά συστήματα άλλων κρατών, πέρα από το ελληνικό.

 

ΣΤ΄. Συγγενείς νομικές μέθοδοι της κρητολογίας.

1. Νομική μέθοδος των κρησφύγετων (π.χ. «Νόμοι Rolland» όπως ο νόμος για τη συνέχεια των δημοσίων υπηρεσιών).

2. Ένοπλη μέθοδος (π.χ. α) η μέθοδος της ανακριτικής επιστήμης modus operandi για τα εγκλήματα που διαπράττονται με όπλα, β) η προσέγγιση των κοινοβουλευτικών προτάσεων εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας με βάση την πολιτική σκοπιμότητα που εξυπηρετούν)    

______________________________________________________________

 

Συγκρητισμός είναι η συλλογική υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιω-μάτων και της πατρίδας…      

 


 

*** 

 

 

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

1. ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΔΥΣΚΟΛΩΝ ΟΡΩΝ

 

Ανοιχτή θάλασσα. Το τμήμα της θάλασσας το οποίο δεν περιλαμβάνεται στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), την αιγιαλίτιδα ζώνη και τα εσωτερικά ύδατα ενός κράτους, ή στα αρχιπελαγικά ύδατα ενός αρχιπελα-γικού κράτους (στο οποίο ισχύει η αρχή της ελευθερίας της ανοιχτής θάλασσας).

Εκπαιδευτικό έργο. (Με την έννοια χρήσης του όρου στην παρούσα μονογραφία) διδασκαλία ή το αποτέλεσμα της διδασκαλίας, με τη χρήση της μαθητείας, από τον Εκπαιδευτή (Μέντορα).

Εναλλακτικό contracting out. Συμβάσεις παραχώρησης και συμβάσεις Σύμπραξης Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). 

Κρησφύγετο. Κρυψώνα, τόπος καταφυγής δυνάμεων οι οποίες καταδιώ-κονται ή καταζητούνται.

Λημέρι. (Αρχικά) το καταφύγιο των αρματολών και των κλεφτών, (μετέ-πειτα) απόκρυφος τόπος ληστών.

Mentoree / Mentee. Μαθητευόμενος στο πλευρό του Μέντορα, εκπαι-δευόμενος σε έναν εκπαιδευτή (με τη μέθοδο της μαθητείας).    

Mentoring / Mentorship. Η λειτουργία ή η πράξη του Μέντορα, του επι-βλέποντος στην πρακτική άσκηση.

Modus operandi. (Όρος της ανακριτικής). Τρόπος ενεργείας των δραστών των εγκλημάτων, βάσει του οποίου μπορεί να γίνει η εξακρίβωση της ταυτότητάς τους.

Οικογενειακά. (Στο κρητικό ιδίωμα) αυτοδικία, βεντέτα, γδικιωμός, (στο κρητικό ιδίωμα) φονικά.

Πούλι. (Στο κρητικό ιδίωμα) Γραμματόσημο.

Συγκρητιστική νομική μέθοδος. Μέθοδος θέσπισης, ερμηνείας και εφαρ-μογής του δικαίου συνιστάμενη στη λογικά συνεκτική σύζευξη θεωριών, αρχών, κανόνων ή εμπειρικών δεδομένων σχετικών με το δίκαιο.

Συμβάσεις Σύμπραξης (ΣΔΙΤ). (Κατά το Ν. 3389/2005). Έγγραφες συμβάσεις συνεργασίας, από επαχθή αιτία, των δημόσιων φορέων με νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα είτε για την εκτέλεση έργων είτε για την παροχή υπηρεσιών.

Χάρακας. Οχύρωμα, χαράκωμα, (στο κρητικό ιδίωμα) μεγάλος, ασβεστο-λιθικός συνήθως, βράχος δυνάμενος να χρησιμεύσει ως φυσικό χαράκωμα.

 


2. ANTOINE MANIATIS,

 

APPROCHE SYNCRETISTE DU DROIT

 

INTRODUCTION: Le droit et le syncretisme.

Une des formules de la vie publique de Victor Hugo a ete: Pro jure contra legem, a savoir «Pour le droit, contre la loi». Sa conscience lui a impose, dans ses fonctions de legislateur, une confrontation permanente et perpetuelle de la loi que les hommes font avec le droit qui fait les hommes[187].

Le droit donc constitue un ensemble de regles a respecter obligatoirement, qui, du moins a la difference des lois, devrait satisfaire aux requises de la justice materielle.

En outre, le syncretisme resulte de la fusion de deux elements culturels differents du point de vue ethnologique ou bien il apparait comme une sorte d’?cumenisme religieux regroupant des elements d’Orient et d’Ouest a l’instar des temps hellenistiques et romains. Cependant, il a reside chez les Cretois des l’antiquite car ce terme, provenant du grec, litteralement traduit a la signification d’union ou bien de convergence des habitants de la Crete.

Il conviendrait d’experimenter une approche du droit a travers le phenomene historique du syncretisme archetype, qui eut lieu a cette ile qui des le 1er decembre 1913 fait officiellement partie de l’etat grec[188]. 

 

Α΄. La revolution cretoise en 1905 en tant que mouvement syncretiste.

Le point de depart de la presente analyse consiste en la revolution de Therisso en 1905.

A΄.I. La revolution cretoise en 1905.

La revolte d’une partie de l’opposition cretoise, qui eclata en mars 1905, constitue une revolution de caractere antigouvernemental. Elle visait a democratiser le regime du Haut Commissaire de quatre Puissances Protectrices, a savoir de l’Angleterre, de la France, de l’Italie et de la Russie. Comme l’ile de Crete etait pleinement autonome en vertu de sa Constitution  de 1899, bien que sous la suzerainete nominale du Sultan, elle etait gouvernee d’une maniere absolutoire par le Haut Commissaire, le prince Georges qui etait  fils du roi de Grece. Dans ce contexte d’un absolutisme exploitant la division du peuple a des fratries concurrentes, Venizelos, en tete de la partie liberale, ne voulut plus respecter le regime officiel. Ce regime avait d’ailleurs adopte des pratiques peu conformes a la Constitution du protectorat international, elle-meme autoritaire. Neanmoins, il ne faudrait pas perdre de vue que le politicien cretois avait commis l’erreur de contribuer activement a l’adoption des dispositions constitutionnelles qui favorisaient l’esprit autoritaire de gouvernance.

Le chef de l’«Opposition Unifiee » opta pour la lutte armee au lieu de la  participation aux elections qui pourraient emmener a la mise en marche de la procedure de revision de la Constitution. Il provoqua une revolte siegee au village de Therisso, une forteresse naturelle de montagne a 16 kilometres de la Cannee, alors la capitale du pays autonome. L’«Opposition Unifiee» revendiquait l’annexion de l’ile au royaume de Grece ou le rapprochement politique transitoire du royaume ou, du moins, la revision de la Constitution de maniere que le despotisme soit supprime.

Ce mouvement, malgre le fait que Venizelos ne fut que le chef du quatrieme parti politique d’apres les resultats des elections parlementaires de 1903, ne tarda pas a gagner le soutien politique et, le cas echeant, militaire, d’une ample partie des Orthodoxes de l’ile a cause de la situation insupportable de la gouvernance autoritaire et de l’inefficacite diplomatique, sinon du negativisme, du Haut Commissaire, charge de persuader les Puissances de permettre l’annexion de la Crete a l’etat maternel d’Athenes. Ce qui compte le plus, meme les trois partis parlementaires qui resterent fideles a l’ordre etabli personnifie par le prince de Grece, se persuaderent par l’etat majeur de Therisso sur le plan d’annexion. Aussi la Chambre des Cretois vota-t-elle la resolution du 7e avril 1905, par laquelle elle declara l’unification de la Crete avec la Grece. Cet acte patriotique du parlement officiel, a l’initiative du mouvement revolutionnaire hors la loi, ne trouva pas l’indispensable correspondance des Puissances europeennes sous pretexte de conjonctures internationales, surtout de celles liees a l’affaire d’Orient.

Le mouvement de Therisso continua sa lutte, cette fois-ci en promouvant le but subsidiaire d’une autonomie avancee de l’ile jusqu’au jour de l’annexion. Le prince et les Puissances, surtout la Russie, essayerent de vaincre le bloc revolutionnaire au champ de bataille, mais en vain. Enfin, les Puissances et le bloc revolutionnaire arriverent a un compromis en octobre 1905.

 

A΄.II. Le schema syncretiste.

La revolte de Therisso constitue une sorte de coalition de parties rivales de Cretois afin de bien pouvoir defendre leur lieu d’origine commune face a des forces externes. Les ennemis d’ordinaire investissent un vif interet pour leur patrie, d’autant plus que l’ile peut etre caracterisee comme la «Mediterranee de la Mediterranee» en vue de sa position geographique et de son importance geopolitique. Les revolutionnaires firent usage de la methode comparatiste pour arriver a une synthese d’elements deja acquis chez les diverses composantes de la nouvelle formation et voire pas rarement heteroclites.

Au plan operationnel, les Cretois font preuve d’une grande richesse, probable de s’averer propice a atteindre leur but national. A titre d’exemple, l’etat majeur de ce peuple dote d’une grande renommee militaire, peut former une strategie bien adaptee a la situation geopolitique a affronter. Dans ce contexte, il fait usage d’une large gamme de techniques et moyens, comme cela est le cas de la guerre de partisans. Les guerillas savent bien accomplir leur mission tout en evitant de subir un coup important, par exemple en faisant usage de techniques telles que:

-l’abandon de leur site strategique en se cachant dans le paysage de maniere que l’ennemi ait peur d’une attaque par la menace invisible,

-l’echappement dedaleen, a savoir d’une maniere pas du tout habituel qui ressemble a celle de Dedale, le constructeur legendaire du labyrinthe de la Crete,

- le recours a des cachettes.

Les cachettes naturelles ont une position particuliere sur l’anaglyphe de l’ile a tel point que le terme «cachette de fugue» en grec provient etymologiquement du nom de l’ile. Cela est indicatif du role que ces points   peuvent jouer pour des operations telles que la protection des troupes par les forces militaires de l’ennemi ou le reapprovisionnement des militants.

La contre-epreuve du mouvement syncretiste est fournie par l’ordre etabli a travers la diplomatie de l’epoque et en nom de la Constitution. La sou-verainete essentielle des Europeens et voire en combinaison avec la gouvernance de leur Haut Commissaire, visait a se proliferer, du moins  temporellement, par la non-satisfaction de la revendication d’annexion. Qui plus est, le prince de la Grece avait adopte une politique de division interne du peuple. Il exploita la tendance typique des Cretois a des concurrences  ou a  des rivalites de base personnelle, familiale ou geographique en combi-naison avec le deficit en m?urs d’une concurrence politique «civilisee». Les forces protectrices s’imposaient aussi par leurs corps militaires deja installes a la Crete, accompagnes par la police internationale.

Ce regime de protectorat multinational sous forme d’une Principaute deguisee, exercait une politique constante a contenu unique. Si la doctrine de monocratie constitutionnelle marquait la vie politique libre, exemptee du pouvoir ottoman, au plan operationnel il existait une methodologie plus ample. En effet, outre les quatre armees europeennes et la police inter-nationale correspondante, le Haut Commissaire disposait de la Gendarmerie, la seule force encadree par des autochtones mais reservee aux officiers Italiens quant aux rangs eleves de la hierarchie.

Comme les pays europeens, a la seule exception de la Russie, s’averaient plus ou moins velleitaires sur les moyens d’affrontement de la revolution, la Gendarmerie etait incapable de battre, elle seule, ses propres compatriotes revoltes tandis qu’elle ne tarda pas a se partager sur le bloc a defendre car le syncretisme revolutionnaire etait assez convaincant et la perspective d’une guerre civile repugnante. Les forces de souverainete etrangere se renforcerent par un mecanisme antirevolutionnaire, les gardes de peuple, creees vers la fin de l’affrontement militaire. Ces groupes autochtones se trouvaient au contre-pied du mouvement syncretiste car ils luttaient contre un mouvement authentique de ce type, au service d’un regime relativement autoritaire, soutenu par des forces militaires etrangeres.

 

B΄. Le syncretisme au sein de la science juridique.

Le syncretisme est amplement usite au sein de la science juridique.

 

B΄.I. Le syncretisme et le positivisme.

Le droit compare nait en France avec la creation au College de France, en 1831, d’une chaire de philosophie des legislations comparees. Si on dit qu’il y a autant de classifications que de comparatistes, cela demontre a suffisance l’extraordinaire variete du droit[189]. Cela est d’autant plus le cas du droit prive, qui permet de nombreuses combinaisons. Le comparatisme est marque d’une inherente logique d’ouverture vers les tendances externes tout en s’efforcant d’adopter la regle ou l’interpretation adequate. Cette fonction de la methode comparatiste necessite le syncretisme, qui sert d’outil de convergence de divers systemes juridiques vers un modele commun de qualite, bien uniforme.

Il conviendrait de signaler que le syncretisme archetype va au-dela de la simple logique de moyen de recherche. Il consiste en un systeme de principes fondamentaux ou du moins il implique ces principes, particulierement en matiere du droit public, avec lequel il a des relations privilegiees grace a sa thematique incluant la defense nationale en combinaison avec la securite publique. La crise de Therisso, suivie d’une revision de la Constitution en 1907 vers un modele plus participatif des representants du peuple, demontre son engagement a des principes tels que le constitutionnalisme, puisque l’ideal de liberte individuelle merite d’etre assure par la loi fondamentale, le liberalisme et avant tout la democratie.

En outre, il y a, d’une part, une theorie dite du positivisme qui ecarte le caractere divin ou naturel du droit pour ne s’attacher qu’au fait juridique, et, d’autre part, un terme de «droit positif» qui vise l’ensemble des regles de droit propres a une societe[190].

Une evolution actuelle vers le droit positif regarde le principe de proportionnalite[191]. Cette regle, on la retrouve dans tous les ordres juridiques qualifies (plutot qualifiables) comme des Etats de droit; on peut meme soutenir que c’en est l’une des caracteristiques fondamentales. Certes, ce n’est pas toujours de maniere explicite, ni meme sous le nom de «proportionnalite»; le principe n’a pas partout la meme ampleur ni la meme place dans la systematique dans laquelle chaque ordre juridique constitue son droit public[192]. Par exemple, le Conseil d’Etat exerce des controles equivalents, mais sans que le droit francais ait ressenti le besoin de les elaborer sous un concept unique[193]. Le manque d’une consecration explicite generale de ce principe dans le droit positif accentue la question si la proportionnalite existe en tant que principe general de droit public a part,  d’autant plus de vigueur constitutionnelle[194].

D’apres certains manuels, le progres (c'est-a-dire les seuls Droits de l’Homme) appartiendrait a la conception naturaliste du droit car il serait en butte avec la conception positiviste. Or certains esprits avant-gardistes cherchent au contraire a faire entrer dans l’etat du droit positif des notions qu’on cherche farouchement a lui opposer. C’est ainsi que la desobeissance civile repond au besoin imperieux de changer la loi, quand celle-ci s’erige, par exemple, contre les minorites ethniques, sexuelles, etc. Cela est pourquoi il existe l’opinion que le positivisme n’est pas plus reactionnaire que peuvent l’etre d’autres conceptions du droit[195].

Cette conception a raison de sous-entendre que le soutien des luttes sociales et politiques reside chez le droit positif; meme le droit a la resistance est explicitement consacre, comme cela est le cas de la disposition finale de l’article 120 de la Constitution grecque. Par contre, les partisans de Therisso, au detriment d’un droit positif vicieux, faisaient allusion de l’existence d’un droit dominant, dicte par la nature de l’homme, elle-meme. Dans cet ordre d’idees, ils tiraient profit du droit a la resistance contre le pouvoir etabli tandis que la Constitution de leur pays ne le consacrait guere. En tout cas, il serait opportun de signaler que le droit positif est outil de l’ordre etabli, eventuellement bien loin de la volonte de la majorite du peuple, du moins au cours de l’adoption de celui-ci. En effet, la juridicisation d’une regle telle que celle d’equilibre des finances publiques est censee etre souhaitable pour des raisons variees mais elle peut demeurer hautement symbolique, car toujours soumise a la volonte politique[196]. En plus, dans cet ordre d’idees, le syncretisme en principe se veut progressiste, oriente vers les regles de droit qui sont bien adaptees aux besoins de la societe en cause.   

 

B΄.II. Atteintes institutionnelles du syncretisme.

La culture de convergence des regles du droit positif constitue une pratique avancee. A titre d’exemple, la Cour de l’Union europeenne, quant a l’application de la doctrine du droit compare sous la denomination «droit commun europeen», opte pour la solution la plus adequate parmi les existantes dans les pays membres meme si celle-ci ne reside que chez un seul ordre juridique. En plus, les institutions europeennes de petitionnement parlementaire,   au Parlement et au mediateur, influencent essentiellement les structures correspondantes des Etats membres[197]. Il est souhaitable que celles-ci exercent elles - aussi une influence creative vers le centre de l’Union, qui reste considerablement loin de la tradition democratique et de souverainete de droit des Etats.

Sur l’appui de la jurisprudence de l’Union, qui est par excellence promotrice de l’integration europeenne, une commune comprehension a ete atteinte sur les principes de droit administratif, mentionnee comme un acquis europeen (auparavant denomme «communautaire») non-formalise. Cela suggere qu’il n’existe pas de convention formelle en question mais des exigences assez clairement comprises sur l’implementation de l’acquis europeen (auparavant «communautaire») formel avec des standards equivalents et credibilite. Les cercles theoriques ont recemment developpe une notion nouvelle, celle de l’«Espace Administratif Europeen», qui consiste en la convergence graduelle de structures administratives, de pro-cessus et de valeurs vers un modele commun, particulierement un commun Modele Europeen. Il est a noter que ce mouvement de syncretisme, en principe sous l’influence de l’Union europeenne, est neuf car la tradition fait preuve d’une diversite nationale dictee par les conditions sociales. Il s’agit d’un separatisme de systemes opposes, dont les systemes bases sur l’etat et ceux du droit commun anglo-saxon ainsi que les pays disposant de branche specifique de droit administratif et ceux qui en sont depourvus[198].

Le recours a des modeles institutionnels internationaux est frequent meme pour le renouvellement du pouvoir public. A titre d’exemple, l’etat inscrit son avenir de modernisation dans une large metamorphose qui le conduit a se doter lui-meme des organes de regulation, de controle et de sanction qui marquent les limites de son action. Cette nouvelle forme d’administration qui gagne du terrain dans des pays disposant de profils juridiques differents se realise a travers les autorites administratives independantes[199].       

 

C΄. Le syncretisme au sein de la sociologie juridique.

La sociologie juridique a la mission de comprendre le fonctionnement du droit dans les societes humaines et ses experts, a l’inverse des anthropologues du droit, etudient leurs propres societes[200]. Cette science fait usage du syncretisme en tant que methode mixte.

 

C΄.I. La methode historico – comparative.

La methode historico-comparative est la plus ancienne, en sociologie juridique aussi bien qu’en sociologie generale, celle dont Montesquieu s’est servi instinctivement, et qui a ete reprise de nos jours avec des ressources beaucoup plus amples. Quant a la fonction pedagogique de la loi, changer de conditions sociales a travers des lois lancant des nouveautes ideologiques constitue un attentat qui heurte souvent a une mefiance diffuse, comme au cours des premiers jours du pouvoir du Haut Commissaire dans la Cite cretoise autonome (la Crete ne faisant que formellement partie de l’empire ottoman). En janvier 1899, le programme des representations nocturnes en honneur du prince dans la ville de Rethymno excluait de l’auditoire les gens provenant de la province, si ceux-ci n’etaient pas «gantes» et «en noir». Les redacteurs du programme, a savoir les autorites locales qui semblent avoir collabore avec le secretariat du prince, se sentirent obliges a un recul en arriere devant les reactions du peuple, qui ne voulait guere denier son costume traditionnel. Il conviendrait de signaler que, malgre cet aspect autoritaire des reformes juridiques qui heurte parfois brutalement a la civilisation juridique de la societe touchee, la loi peut accomplir un role pedagogique dans le cadre de sa fonction ideologique, concept deja existant dans la pensee rousseauiste. En tout cas, le droit s’avere insuffisant dans la perspective de promouvoir un esprit de modernisation puisque les autres mecanismes ideologiques de l’Etat, dont le systeme d’education, ne cessent pas de materialiser les idees anachroniques.

Plus que cela, les normes ont du mal a bouleverser des pratiques basees sur la force de la tradition de siecles. Cela est le cas de la zone grise de possession d’armes par les Cretois d’aujourd’hui. Etant moyen de defense nationale et de lutte contre les ennemis externes, les armes constituaient un outil indispensable de la vie publique. Il est indicatif de leur importance qu’elles avaient ete expressement consacrees dans la Constitution cretoise de 1907. En effet, l’article 16 prevoyait le droit des Cretois qui beneficient le libre exercice de leurs droits politiques, d’avoir des armes en domicile pour leur propre defense mais il interdisait le fait de porter des armes, sans une autorisation selon les dispositions des lois en vigueur. La possession privee d’armes avait tres amplement disparu au debut de la Cite autonome par un desarmement generalise et voire la fin de la Revolution de Therisso (mouvement syncretiste visant notamment a presser pour la democratisation du regime cretois) avait abouti a un accord de depot de 800 armes des partisans. De nos jours, bien qu’il n’existe plus une disposition legale similaire, la possession d’armes, soit de chasse soit militaires, constitue un phenomene etendu. Cette transgression de la legislation peut sans doute etre interpretee sur la base de la tradition prolongee des relations des hommes avec leur armement.

Les Cretois, comme les hommes d’autres sites de la Grece ainsi que d’autres pays, placent la liberte de la possession d’armes meme pendant les periodes de paix dans le cadre de leur civilisation juridique, chose qui demontre que le comparatisme au champ de la sociologie juridique est  penetre de pratiques informelles et de traditions historiques. En outre, des particularites identiques de droit peuvent emaner pas seulement de la remarque comparatiste mais egalement de l’experience autochtone, dont le syncretisme archetype dans la cite de Crete.

En effet, si la convergence des reglementations legales s’effectue d’ordinaire par la voie du droit compare, la divergence, du moins celle justifiee, emane des facteurs sociaux autonomes d’une certaine epoque ou region. Cela est le cas des normes constitutionnelles consacrant une neutralite politique des corps militaires. L’article 4 de la Constitution cretoise de 1907 prevoyait que le personnel de la milice et de la gendarmerie n’avait pas le droit de vote et devait strictement observer neutralite politique. Cette disposition, dictee par la finalite de ne plus separer politiquement les gendarmes, pourrait etre associee a l’interdiction constitutionnelle courante des petitions collectives au sein de l’armee, a climax international[201].                     

 

C΄.II. La question de demythification des pouvoirs

«non politiques mythifies».

Il serait opportun de tirer profit de la methode historico-comparative tout en focalisant sur 1905. Cette annee ne s’avera pas revolutionnaire seulement pour la Crete mais aussi pour un de ses protecteurs, l’empire russe, et reserva des evolutions sociopolitiques et juridiques importantes pour la France.

La greve des ouvrieres des porcelaineries Haviland de Limoges reste l’exemple le plus marquant des affaires de harcelement sexuel qui ont emaille l’histoire sociale et judiciaire de l’Europe. L’entree dans le corps legislatif francais, en moins d’une decennie de votes parlementaires, de diverses dispositions specifiques au harcelement sexuel resulte en fait d’une double influence, nord-americaine d’une part et europeenne d’autre part[202].

Qui plus est, la France adopta la loi de separation des Eglises et de l’Etat quand une partie des Cretois prit les armes a Therisso, d’ailleurs sans l’approbation des autorites de l’Eglise orthodoxe cretoise. Depuis 1905, cette legislation impose de n’interdire aucune confession et, au surplus, de n’en encourager aucune. En outre, si l’on se penche sur l’histoire des costumes d’audience du systeme judiciaire, l’on decouvre que ceux-ci sont directement inspires des habits ecclesiastiques. A s’en vetir, l’auxiliaire de justice ou le magistrat se rend vite compte qu’il est deguise en cure que l’on n’a qu’a demi defroque. Le «divorce» de la Republique Francaise avec l’Eglise symbolise la tentative de demythifier le pouvoir qui doit etre fidele au concept democratique. En tout cas, le debat sur la laicite et le traitement de l’Islam en France a ete recemment reactive avec la question du voile integral islamique (niqab et burqa) porte par certaines femmes se reclamant de l’islam, et a l’origine de la loi du 11 octobre 2010 interdisant la dissimulation du visage dans l’espace public[203]. Comme le syncretisme conteste l’imperialisme et les politiques autoritaires, il pourrait etre associe a un fonctionnement de l’appareil etatique au service des citoyens et non pas d’ordres privilegies, d’ordinaire exemptes du controle politique du peuple.

Si l’Eglise a perdu une grande partie de sa force, les remarques susmentionnees maintiennent leur actualite a l’interieur de l’appareil etatique; le pouvoir judiciaire ne devrait pas  fonctionner d’une maniere auto-nome en reproduisant des prejuges, bien loin des evolutions sociopolitiques. D’ailleurs, la finalite courte de l’acte de juger est de trancher un conflit – c’est-a-dire de mettre fin a l’incertitude –, sa finalite longue est de contribuer a la paix sociale, c’est-a-dire finalement a la consolidation de la societe comme entreprise de cooperation, a la faveur d’epreuves d’acceptabilite qui excedent du tribunal et mettent en jeu l’auditoire universel[204].

En matiere de la mission des mecanismes ecclesiastiques et pretoriens, la recherche scientifique procure des donnees utiles, au sujet de l’evolution historique du droit familial[205]. Il est indicatif que le controle d’ordre legal sur le mariage passa des tribunaux ecclesiastiques aux tribunaux seculiers, un evenement qui intervint en Angleterre en 1857 et qui fut progressivement suivi d’un accroissement du taux des divorces jusqu’aux niveaux actuels.

Neanmoins, il serait opportun de tenir compte que le christianisme a historiquement exerce une influence en faveur de l’individu bien loin du totalitarisme familial. Cela est bien le cas des supporteurs du droit canonique qui egalisaient la position de la femme a celle de l’homme, contrairement a la hierarchie des societes qui consideraient reellement importante l’adultere des femmes. En France, il faudrait attendre jusqu’en 1884 et aux lois sur le divorce pour que cette doctrine canonique (deniee par le Code Napoleonien) prenne une forme de droit positif[206].   

 

C΄.III. L’evolution historique des privileges juridiques relatifs a la maternite.

Un autre changement significatif eut lieu au Royaume-Uni quand Caroline Norton quitta son mari en lui laissant les enfants. Son epoux lui refusa de les voir mais celle-ci, grace a l’aide d’amis, persuada le Parlement en 1837 d’amender la loi sur la garde et de lui donner le droit de visite. Ce fut reellement le commencement d’une importante evolution du droit et du sentiment en faveur d’une «maternite morale», par laquelle les femmes devenaient peu a peu les gardiennes naturelles de leurs enfants en cas de separation et de divorce, alors que les hommes avaient pu imposer un droit prioritaire. Aucun changement legislatif plus ample ne fut fait ensuite mais les decisions judiciaires allerent progressivement en faveur des femmes au cours du XIXe siecle. C’est ce changement qui tourmente un nombre croissant d’hommes touches par les ruptures familiales. Quand ceux-ci, ou bien leurs epouses, quittent le domicile conjugal, dans 90% des cas la garde revient aux femmes, quels que soient les droits et torts prononces lors du divorce. L’homme est responsable pour subvenir a l’entretien des enfants mais il peut demeurer sans reel pouvoir quant a leur education. Il en resulte que plusieurs divorces refusent de payer ou laissent a l’etat le soin de faire a leur place[207].

Neanmoins, il ne faudrait pas perdre de vue que de nos jours plusieurs etudes rappellent la persistance du «plafond de verre» qui est present en France aussi bien dans la sphere economique que dans la sphere politique et dans la fonction publique. Il s’agit de la rarete des femmes parmi les cadres dirigeants, qui est paradoxale au vu de leur reussite dans l’enseignement superieur et dans les grandes ecoles[208]. Pour pallier ce phenomene issu de la pratique sociale, il faut que les entreprises permettent aux femmes d’avoir un parcours operationnel des le debut de leur carriere, dans des domaines varies, aussi bien financier que commercial. Dans un autre registre, les projets concernant l’allongement du conge de paternite traduisent la necessite d’une evolution de la culture des entreprises: la question de la maternite doit cesser d’etre l’explication, trop facile, a tous les retards des carrieres des femmes, des retards qui ne seraient pas dus a l’entreprise mais a la «nature» ou a la «societe». Il faut mettre en evidence le fait que les peres sont aussi concernes par leurs roles familiaux – auxquels ils aspirent aussi, comme le montrent certaines recherches.

L’exemple examine de la maternite met en relief la notion des privileges, que la sociologie du droit a a designer quant a leur double sens. Il s’agit des droits qui en matiere de la maternite et la condition feminine en principe ne sont pas consacres en droit positif mais par d’autres facteurs tels que la jurisprudence. Les privileges en cause d’une part favorisent la femme divorcee quant a l’education de ses enfants - sens direct - et d’autre part ont recemment commence a favoriser les hommes - sens indirect.

Cette evolution est equivalente a une sorte de suppression juridique du privilege non pas par la voie «antisociale» d’abolition complete de la faculte mais par la voie democratique de sa substitution par un regime d’universalite du privilege qui est donc transforme en droit commun de tous les interesses. Les stereotypes de la femme en tant que travailleur antieconomique de par sa nature tendent a rendre la paternite un droit autonome et voire comple-mentaire a celui de la maternite. Donc, les regles non-ecrites ou bien «de verre», des pays developpes, repandues et durables a la fois, inspirent le legislateur meme au sens d’adoption de regles officielles ou «sur papier» en contrebalance, d’ou l’importance de sciences telles que la sociologie generale et la sociologie du droit. En plus, il n’est pas conjoncturel que la «sociologie legislative» fut activee en France a l’egard du droit de la famille, entre 1964 et 1975:

- reforme de la «tutelle» en 1964,

- celle des «regimes matrimoniaux» en 1965,

- celle des «incapables majeurs» en 1968,

- celle de «l’autorite parentale» en 1970,

- de la «filiation» en 1972 et, last but not least,

- du «divorce» en 1975[209].                

       

D΄. Le syncretisme au sein de l’anthropologie juridique.

 

D΄.I. Le droit coutumier.

L’Assemblee Revolutionnaire de la Revolution precitee de Therisso prit la decision de systematiser et de completer les extraits armes, en mettant en tete, dans la mesure du possible, des officiers Cretois de la Gendarmerie qui avaient adhere a la revolution. Pour l’accomplissement de ce projet, la solution la plus adequate serait l’observation des coutumes qui avaient ete en vigueur au cours de revolutions precedentes. A titre d’exemple, les habitants d’une municipalite elirent chef de la garde locale et definirent les ressources suivantes en faveur de celui-ci et de ses hommes:

a. la moitie des droits a l’arret des animaux qui provoquent des dommages,

b, les amendes que le chef de garde, en exercice de ses fonctions, impose pour ce qui est denomme comme «dommages agricoles»,

c. des amendes d’ordre egal a un cinquieme de la valeur des choses volees que le chef de garde decouvre, a imposer aux auteurs des vols.

Des regles historiques de nature coutumiere des revolutions qui avaient eu lieu auparavant a la Crete rentrerent en vigueur sans que cela signifie que des regles ecrites nouvelles, communes pour tout le territoire revolutionnaire, ne se produisaient au cours de la Revolution de Therisso.

Cette evolution, bien liee a la logique extraordinaire du regime ephemere dans une societe de campagne, est parfaitement interpretee par  l’ anthropo-logie du droit. Les theories du pluralisme juridique constituent un instrument d’analyse tres efficace pour juger des effets reels de l’acculturation. On peut definir la notion d’acculturation juridique comme la transformation globale que subit un systeme juridique au contact d’un autre, processus impliquant la mise en ?uvre de moyens de contrainte de nature et de degres divers et pouvant repondre a certains besoins de la societe qui la subit[210]. En employant les theories du pluralisme juridique on s’apercevra du fait que la vitalite des droits traditionnels et populaires depend d’une serie de distinctions a operer entre les couches sociales (les droits occidentaux ont plus penetre les classes dirigeantes que les couches populaires), les milieux urbains et ruraux (les droits traditionnels et populaires sont plus frequents a la campagne, mais on les constate aussi dans les milieux urbains defavorises), et les differents domaines de la vie sociale (le droit de la famille est celui qui resiste le plus aux droits modernes, car les relations familiales quotidiennes, dans toutes les societes, sont vecues largement a l’ecart des droits officiels). Ces exemples sont issus de la societe d’Afrique noire tandis qu’on ne doit pas pour autant oublier que le degre d’acculturation est fonction de circonstances historiques, qui peuvent varier. Dans l’Arctique, l’acculturation occidentale a si bien penetre qu’on semble devoir conclure a une veritable deculturation des droits traditionnels, de meme qu’en Amerique latine. Il n’est pas conjoncturel que l’Amerique du Sud, ou dans certains etats les Indiens constituent la majorite de la population, fait preuve d’une pratique etendue de nier les particularismes: en Bolivie, l’enseignement de l’ anthro-pologie n’est autorisee que depuis 1986…

Neanmoins, de nos jours la culture connait une veritable «inflation reglementaire» a climax international[211] et voire en vertu de la neuve Constitution bolivienne, qui entra en vigueur le 10 fevrier 2009, l’«etat plurinational de la Bolivie» attribue aux tribus autochtones tous leurs droits qui avaient ete soustraits pendant un grand espace de temps; la culture, les territoires, la langue. Cet etat hispanophone acquiert 37 langues officielles tandis que l’article 179 par. II egalise les droits coutumiers locaux au droit etatique. La ministre Indienne de Droit Coutumier, a declare que les principes de l’etat rene sont les suivants: «Ne vole pas, ne mens pas, ne sois pas incapable». Ce sont les principes que les juges, qui sont toujours deux, un homme et une femme, ont a appliquer. La regle rare de synthese paritaire des tribunaux, provoque des connotations relatives aux gens de robe dans des systemes de justice tels que le francais; certains se sentent, une fois drapes, investis d’un autre role. Ils ne sont plus femmes et hommes: ils sont juges, avoues et avocats, et peuvent dedoubler leur personnalite pour defendre l’indefendable, trancher sans etat d’ame[212]. La ministre a ajoute que la jurisprudence bolivienne est vieille, plus vieille que le systeme juridique apporte par les Espagnols.

Tandis que la Constitution precedente prohibait tout exercice de rendement de droit hors le cadre de juridiction etatique, dans des communautes agricoles depourvues de commissariats de police, la resolution des questions d’apres les coutumes des ancetres, selon le jugement de ceux qui avaient le pouvoir local, etait habituelle. On retrouve la la regle de distance sociale, qui constitue un principe quasiment universel et implique le reglement des conflits de facon pacifique (combats rituels, sacrifices, conciliation, etc.) parmi les membres d’une communaute tandis que la vengeance ou le recours aux tribunaux etatiques est justifie pour ceux qui ne partagent pas la meme communaute. Les donnees ethnographiques et historiques convergent pour montrer que vengeance, composition et peines publiques ne se succedent pas chronologiquement, mais existent simultane-ment dans nombre de societes traditionnelles: ces modes de reglement des conflits sont propres a certaines categories d’infractions (dont le contenu peut varier suivant les societes), echelonnees suivant leur degre de gravite[213].

Quant au cas bolivien, les emigres vers les villes y introduisaient le droit coutumier, meme s’il n’existait la des autorites de ce type. Aussi le droit des ancetres continua-t-il de jouer son role en province, tandis que dans les villes il fut altere et aboutit a la voie de fait. Le symbole de cette pratique consistait en des poupees pendues, fixees aux colonnes du courant electrique, pour que les malfaiteurs en soient decourages. La representation d’epouvantails est  assez indicative du niveau de l’affrontement de la criminalite. De part de l’etat, toutes ces formes de rendement du droit ont ete restees hors la loi, ayant la denomination devalorisante «justice communautaire». Neanmoins, des l’adoption de la constitution de l’etat plurinational, la situation a change.

L’avocat de la mere d’un jeune homme qui fut brule par la populace le 12 fevrier 2009 dans un pauvre quartier pres de l’aeroport de la capitale, declara que la Bolivie constitue desormais un etat sans lois. L’inconnu, apres son arret, fut transfere a une grande place voisine, qui avait le sens d’un lieu public ouvert, donc propice de la «justice communautaire». Un suffrage tres hatif, a cause de l’intervention attendue de l’action directe de la police, est cense avoir lieu avant le brulage du suspect. Neanmoins, ce processus est essentiellement presque equivalent a l’application de la loi de Lynch[214]. Cette pratique au detriment du citoyen innocent est indicative d’une longue liste des faits pareils, dont 83 cas font partie au cours de la periode 2006 - 2009. Un des suspects dans la meme affaire exprime l’opinion que la «justice communautaire» resout en peu de minutes les affaires qui restent pendantes pendant un grand espace de temps devant la justice ordinaire. Selon cette methode simpliste, tout le monde est concentre sur place et il existe confiance parmi les voisins de maniere que si un voisin accuse quelqu’un d’avoir commis un vol, l’accuse est voleur[215].

 

D΄.II. Le mythe et le droit positif.

Selon une approche, avant qu’il y eut des regles, coutumieres ou ecrites, il y avait un juge - plus ou moins matine de sorcier, mais ce point d’ethnologie n’importe guere -  pour arbitrer les litiges. La regle naquit, semble-t-il, des habitudes de ce juge et d’une certaine constance dans sa maniere de trancher[216].

Il conviendrait de signaler sur ce point que le couple «mythe – rituel», au niveau religieux, correspond au couple «loi – coutume», au niveau de droit. Quant a la correlation entre mythe et loi, le concept selon lequel l’homme peut par sa volonte creer des regles juridiques est oppose a la consideration du monde qui est revelee par les mythes; l’homme n’a pas le pouvoir de creer la loi mais de le dire, de rendre justice (ius dicere, ius facere). Le fait que la loi ne se situe pas au champ de competence de l’homme n’est pas du, d’apres une consideration faite auparavant, au fait que ces societes etaient  incapables de fonctionner d’une maniere abstraite qui generalise, et etaient incapables de prevoir l’avenir, mais au fait que la loi appartient a l’ordre des dieux ou, notamment, que le mythe tres souvent occupe une position de loi. En effet, la loi, qui emane de Dieu, du Prince ou du Peuple, des societes avancees constitue, du point de vue anthropologique, une notion homologue au mythe des societes archaiques. Le discours legal, sous forme soit imperative soit hypothetique, comme le discours mythique sous forme narrative, consiste en formulation des prepositions reglementaires. Il importe de signaler que le mythe frequemment sert d’outil de legitimation de l’ordre social present. Il accomplit cette fonction au plan politique parce que son caractere achroni-que, ou bien son propre caractere chronique, lui permet d’etre, d’une facon, toujours actuel[217].

Donc, il serait pertinent sur ce point de faire la correlation entre le modele des pouvoirs etatiques «non politiques» precites, qui sont «mythifies» du point de vue de sociologie juridique mais aussi de droit constitutionnel au fur et mesure que ceux-ci sont consacres comme des entites publiques echappant au controle politique, et le mythe comme une sorte de droit prealable a la loi, soit orale soit ecrite. A titre d’exemple, les proportions gardees, comme les hommes des societes archaiques ne legiferaient pas mais certains d’entre eux avaient la tache de trancher les litiges d’apres pas un droit humain mais les suggestions mythiques d’origine divine, les juges des societes modernes representent un pouvoir relativement exempte des controles politiques et, dans certains cas, meme interieurs (par la voie juridictionnelle des moyens judiciaires) quant a son contenu.

En tout cas, dans les societes traditionnelles, le droit est souvent indeter-mine et requiert l’action de l’homme pour se presenter sous une forme achevee. La periode de la Revolution francaise a vu l’apogee du desir pluriseculaire de l’Occident d’objectivation du droit. Or les XIXe et XXe siecles voient ce reve s’effacer, et se multiplier les emprunts a la logique des societes traditionnelles, pour lesquelles le droit a besoin, pour exister pleinement, du concours de la societe et de ses representants, tels que les juges, les praticiens et les administrateurs. La Revolution avait voulu la mort de la jurisprudence: celle-ci revient en force quelques decennies apres le Code civil. Dans cet ordre d’idees, il serait opportun d’ajouter l’evolution recente de l’usage croissant de l’«action concertee» par l’Administration, qui a la tendance a accomplir sa mission a travers la passation des contrats notamment avec des particuliers au lieu de l’emission d’actes administratifs (unilateraux)[218]. La loi pese infiniment moins qu’on ne le croit dans le droit positif: celui-ci depend largement de l’action des gens de justice et des administrateurs. Cette remarque exemplifie la constatation de l’anthropologie juridique sur l’heterogeneite du droit. On peut voir un autre signe de cette heterogeneite croissante (qui evoque celle des societes traditionnelles) dans la multiplication des disciplines juridiques, dont temoignent les intitules des manuels de droit. Ces divers droits constituent autant de zones de resistance correspondant a des groupes reticents aux modifications imposees de l’exterieur. Il en resulte que le fonctionnement reel des societes modernes emprunte largement a la pensee juridique traditionnelle[219].

Il est aussi a signaler que la «resistance» normative ne suit pas d’habitude la voie de lutte armee, donc les divers groupes sociaux ont la tendance a produire des regles de droit parallelement aux agents publics competents.

 

D΄.III. La question de la societe acephale.

Selon une approche, avant l’ONU et, d’une facon plus evidente, avant la Societe des Nations, la societe internationale etait acephale. Pour autant, elle n’etait pas depourvue d’un droit qui lui soit applicable. Au contraire, le droit international etait enseigne dans les universites et sa mission etait digne d’eloges et d’admiration[220].  A notre sens, cela n’est pas precis au fur et a mesure qu’il existait bien auparavant des mecanismes plus ou moins formels d’entente et de reglementation internationale. A titre d’exemple, a l’epoque de la Revolution de Therisso, les quatre Puissances Protectrices susmention-nees fonctionnaient comme une sorte de precurseur de l’ONU (ou bien de la Societe des Nations).

Selon la meme approche, le droit pour sa realisation pouvait compter sur l’obeissance spontanee et  volontaire de la part de ses membres et sur l’auto-protection. Les sujets fragiles avaient tendance a se confederer (pour mieux se defendre) ou a se placer sous le protectorat d’un sujet puissant. Tous les sujets avaient tendance a se coaliser contre ceux qui se montraient agressifs, enclins a enfreindre le droit ou simplement qui avaient tendance a se montrer trop puissants. Donc, il en resulte que le syncretisme, bien qu’informel,  constitue une regle de la societe internationale depuis longtemps, du moins au niveau des entites etatiques. Evidemment, cette regle est censee offrir une reponse a des besoins essentiels tels que la survie des etats menaces et le maintien d’une sorte d’equilibre politique entre les sujets des relations internationales.

Il conviendrait de signaler que la theorie de la societe acephale va bien au- dela du contexte diplomatique. A l’image de la communaute inter-nationale, toutes les communautes humaines s’organiserent, du moins jusqu’une a  certaine epoque, sans constituer en leur sein un pouvoir centra-lise. En 1940, deux anthropologues, Fortes et Evans, attirerent pour la premiere fois l’attention du public sur l’opposition entre la societe a pouvoir centralise (en premier lieu l’Etat) et la societe acephale. Auto-protection et pouvoir acephale vont de pair. Les conditions de l’auto-protection ne favorisent pas la presence d’un droit constitutionnel qui aille au-dela d’une reconnaissance des droits des membres particuliers; elles excluent tout droit administratif et fiscal, elles sont incompatibles avec tout droit penal qui ne serait pas prive. En d’autres termes, dans le regime de l’auto-protection, le droit tout entier est prive. Les anthropologues percoivent clairement que le droit dit «primitif» doive etre entendu comme un droit essentiellement prive. Par contre, la Revolution de Therisso designa un regime politique precaire comme substitut d’etat conventionnel, du point de vue de droit public international, qui produisit des regles constitutionnelles. Dans cet ordre d’idees, il serait pertinent de tracer le profil de certaines correspondances entre les pratiques d’une societe acephale et les droits issus du mouvement de Therisso. A titre d’exemple, la dynamique d’auto-protection evolue vers la revendication, sinon l’institutionnalisation, d’un droit fondamental a la resistance contre ceux qui transgressent l’ordre constitutionnel etabli et, au plan international, d’un mouvement collectif de defense nationale contre les puissances etrangeres qui ne satisfont pas aux revendications patriotiques du peuple en cause, selon une indication deja faite.

En tout cas, meme la theorie des societes acephales semble consciente de ses limites logiques tandis qu’elle localise l’institution de famille a la base de la vie juridique, dans le cadre de ce droit prive[221]. La famille etait impregnee des relations hierarchiques, comme cela est notamment le cas de l’homme en tant que chef de famille etant superieur pas seulement  a ses enfants mais aussi a son epouse; donc, sinon la societe dans son ensemble, les groupes sociaux tels que les clans et les familles avaient une structure centralisee, d’ou la production des regles de droit.                  

 

CONCLUSION: Bilan de l’approche multidisciplinaire

du syncretisme du droit.

Ce qui se degage de la presente analyse est que le mouvement syncretiste est du moins adaptable, sinon etroitement lie, a la triade des sciences relatives au droit, deja presentee.

D’abord, en ce qui concerne la science juridique, le syncretisme fait partie de la methodologie de droit compare afin de fournir des solutions identiques ou similaires a des besoins communs. Il n’est pas reduit  a la simple logique de moyen de recherche puisqu’il consiste, grace a son contexte historique, en un systeme de principes fondamentaux ou du moins il implique ces principes, particulierement en matiere du droit public.

Deuxiemement, au contre-pied de la branche de droit compare se trouve l’usage du syncretisme dans le cadre de la sociologie juridique qui tire profit d’une methode historico-comparative qui est consideree comme la plus ancienne meme au champ de la sociologie generale. Le syncretisme apparait souvent comme une expression spontanee et voire autonome des societes, contrairement a la technique des emprunts institutionnels par la voie legis-lative. Il est potentiellement combine avec des revendications sociopoliti-ques, inspirees par le principe democratique meme au sein d’une Republique.

Troisiemement, un mouvement etant parfois «hors la loi» conventionnelle ne saurait etre indifferent a la «science prohibee», l’anthropologie du droit. Comme la diversite des systemes juridiques est consideree comme une source d’enrichissement culturel, le syncretisme archetype, consistant en la revolution cretoise, pourrait attirer l’interet des experts pour les coutumes et le droit positif des revolutionnaires. Certes, cette particularite ne contraste pas tout simplement le mode d’agir des specialistes de la science juridique qui visent a l’unicite du contenu des droits nationaux mais rapproche les anthropologues du droit aux experts de la sociologie juridique. En tout cas, les premiers auraient l’avantage a l’egard des seconds, de tirer profit de la physionomie du phenomene de syncretisme puisque le syncretisme archetype est ethnocentrique, axe sur une seule ile correspondant en principe a une partie de la nation grecque, population autochtone pour laquelle le mot «barbare» serait inopportun, deja du point de vue etymologique. Certes, le syncretisme est ouvert a une elaboration academique ayant des implications a climax ?cumenique.

Enfin, le syncretisme est propice de servir de methode scientifique et inclut l’element de la resistance contre des forces externes qui est realisable selon le cas meme par des moyens paisibles. En tout cas, le droit a beaucoup a gagner par les contributions syncretistes de la triade de ses sciences specialisees. En outre, les correspondances entre ces sciences depassent  le simple cercle du courant en cause, comme cela est le cas des mythes archaiques et des pouvoirs modernes a profil mythifie.      


 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ[222]

 

Αθανασούλα – Ρέππα, Α., Εκπαιδευτική Διοίκηση και Οργανωσιακή Συμπερι-φορά. Η Παιδαγωγική της Διοίκησης της Εκπαίδευσης, Ίων εκδ. Έλλην 2008.

Αλεξίου, Ν., «Εγκλήματα χωρίς τιμωρία. Πώς οι λαθρομετανάστες ξεγελούν το σύστημα και δρουν ανενόχλητοι στην Ελλάδα», Παραπολιτικά Σάβ-βατο 8 Ιουνίου 2013, σ. 33.

Αλεξοπούλου Α., Φουρναράκη Ν., Διεθνείς Συμβάσεις Κανονισμοί Κώδικες, Ίδρυμα Ευγενίδου Αθήνα 2012.

Ανώνυμος, Κουρήτες, Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org.

Ανώνυμος, «Να εξουδετερωθούν οι υπονομευτές του Συγκρητισμού», Παρα-τηρητής, Παρασκευή 10 Ιουνίου 1977, σσ. 1, 4. 

Ανώνυμος, «Ο πόλεμος των χαρακωμάτων», Ιστορία του 20ού αιώνα TIME Από το Μεγάλο Πόλεμο στη Μεγάλη Ύφεση, Ημερησία Α.Ε.Ε. 2011, σσ. 34-35.

Ανώνυμος, Το Μεξικό είναι κοντά μας, εκδ. Α/συνέχεια, Δεκέμβρης 1996.

Βασιλακάκις, Γ., «Η αρχή της αναλογικότητας. Ο αναιρετικός έλεγχος της εφαρμογής της από τον Άρειο Πάγο επί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης», Νομικά Χρονικά, Ιούλιος – Αύγουστος 2008 – 50, σσ. 1-2.

Βασιλειάδης, Δ., Ο θεσμός του Μέντορα νεοδιοριζόμενου εκπαιδευτικού, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα Εκπαιδευτικής Διοίκησης και Πολι-τικής, Θεσσαλονίκη 2012 (Διπλωματική Εργασία).

Βλαχόπουλος, Α. (επιμ.), Αρχαιολογία. Νησιά του Αιγαίου, Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, Αθήνα 2005.

Verdier, R., Πρώτοι προσανατολισμοί για μια ανθρωπολογία του δικαίου, Εγχειρίδιο 02 (μετάφραση από τα γαλλικά), σσ. 18-29.

Gerard, A., Sh. Pickering, The crime and punishment of Somali women’s extra-legal arrival in Malta, Brit. J. Criminol. (2012) 52, σσ. 514-533.

Γέροντας, A., Δημόσιο Οικονομικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσα-λονίκη 2011.

Γιαρένη, Ευ., «Η διεθνής ποινική προστασία του νερού κατά τη διάρκεια των ενόπλων συγκρούσεων», ΠοινΧρ ΝΣΤ/2006.

Γρηγοριάδης, Κ., «Σκούπα της ΕΛ.ΑΣ. στους λαθρομετανάστες με σαφή προειδοποίηση στη μητρική τους γλώσσα. Επιχείρηση “Τελευταία ευκαιρία…”», Παραπολιτικά, Σάββατο 8 Ιουνίου 2013, σ. 17.

Δεβετζής, Δ., Αρχή της αναλογικότητας και κατάχρηση δικαιώματος στο πεδίο του Αστικού Δικονομικού Δικαίου, Δικογραφία 2010.

Δέδε, Δ., Ποινική Δικονομία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομο-τηνή 1990.

Δελλαπόρτα, Κ., «Υποβρύχια αρχαιολογική κληρονομιά στην Ελλάδα: νομική προστασία και διαχείριση», Νόμος + Φύση, Νοέμβριος 2005, www.nomosphysis.org.gr.

Δημηλά, Γ., Χανιώτικα Νέα, 4572/22-12-82, σσ. 1, 3.

Hughey, J.R., et al., A European population in Minoan Bronze Age Crete, Nat. Commun. 4: 1861 doi: 10.1038/ncomms2871, 2013 (άρθρο 7 αριθμημένων σελίδων).     

Καλαφάτης, Α., «Μάρτυρας της δράσης των Τούρκων στα ελληνικά νησιά ο υποστράτηγος Αν. Γκουρμπάτσης. “Από φουσκωτό σκάφος έριξαν φωτοβολίδα σε δάσος στη Χίο”», Ελεύθερος Τύπος, Τρίτη 27 Δεκεμ-βρίου 2011, σ. 12.

Καλεντερίδης, Σ., «Τα μυστικά κονδύλια και το πρωτοσέλιδο που έλεγε “Καταλάβατε τώρα;”», Δημοκρατία, Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011, σ. 05.

Καψωμένος, Ε. (Διεύθυνση σειράς και επιμ.), Αναζητώντας το χαμένο ευρω-παϊκό πολιτισμό. Νεοελληνική ποίηση και πολιτισμική παράδοση,  Πατά-κης,  Αθήνα 2002.

Καψωμένος, Ε., «Οι γνωμικές μαντινάδες της Κρήτης και η αυτοσυνειδησία της κουλτούρας», σσ. 41-57, in Κ. Μουτζούρης (επιμ.), Η μαντινάδα της Κρήτης Πρακτικά συνεδρίων (Σητεία 2006, Βαρβάροι 2009), Αρχάνες 2010.

Καψωμένος, Ε., Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης. Ερμηνευτικά ζητήματα, σσ. 124-136, in Γ. Παππάς (επιμ.), Περί Τεχνών, Πάτρα 2005.

Καψωμένος, Ε. (Διεύθυνση σειράς και επιμ.), Ποιητική ή Περί του πώς δει των ποιημάτων ακούειν. Θεωρία και μέθοδοι ανάλυσης των ποιητικών κειμένων, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2005.

Καψωμένος, Ε., «Πολιτισμικοί κώδικες στη λογοτεχνία του 19ου αιώνα», σσ. 207-227, in Π. Βουτουρής - Γ. Γεωργής (Επιμ.), Πρακτικά Επιστη-μονικού Συνεδρίου: Ο Ελληνισμός στο 19ον αιώνα: Ιδεολογικές και αισθητικές αναζητήσεις (Πανεπιστήμιο Κύπρου, 22-24 Νοεμβρίου 2002),  εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2006.

Καψωμένος, Ε., Πολιτισμικοί κώδικες στο δημοτικό τραγούδι, σσ. 178-189, in Γ. Χαριτίδου - Α. Στέφος (Επιμ.), Σεμινάριο 35: Το δημοτικό τραγούδι από την αρχαιότητα ως σήμερα (Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων, Χανιά, 8-10 Οκτωβρίου 2007), Ελληνοεκδοτική, Αθήνα 2008.

Καψωμένος, Ε., «Το δίκαιο και το νόμιμο στην ελληνική παράδοση: ένας πολιτισμικός κώδικας», σσ. 385-410, in Σημειωτικά   συστήματα  και  Επικοινωνία. Πρακτικά 6ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Σημειωτικής (Αρι-στοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 28 - 30. 9. 2001), Θεσσαλο-νίκη, Παρατηρητής, 2004.

Κούτουλας, Δ., Οι χαμένες γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων, Νέα θέσις, Αθήναι 1998.

Κουτσιαύτη, Χ., «Η γραφή των θεών», Ελεύθερος Τύπος, Φαινόμενα, τεύχος 140 – 3 Αυγούστου 2013, σσ. 12-17.

Κυριακόπουλος, Π., Αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο, Σύγχρονη Εκδοτική, Αθήνα.

Κωστίδης, Μ., «Οι αποκαλύψεις Γιλμάζ επιβεβαιώνουν ότι η Τουρκία επί χρόνια μας «χτυπούσε πισώπλατα». Την ίδια αποκάλυψη είχε κάνει το 1996 βουλευτής της Τσιλέρ αλλά… ξεχάστηκε. Μυστικός πόλεμος με εμπρησμούς κατά της Ελλάδας», Ελεύθερος Τύπος, Τρίτη 27 Δεκεμ-βρίου 2011, σσ. 10-11.

Λιάρος, Γ. & Μάρδας Κ., «Ακήρυχτος πόλεμος μυστικών υπηρεσιών με φόντο τα καμένα μαστιχόδεντρα της Χίου; Ποιοι έβαλαν τις φωτιές;», Χρήμα plus, Σάββατο 25 Αυγούστου 2012, σ. 3

Λεκάκης, Γ., «Περί του εν Ελευσινίοις «Ομ»», Φαινόμενα, τεύχος 173 - 12 Απριλίου 2014, σσ. 36-37.

Liddel, H. - Scott R., Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, 2 Ε - Κ, Εκδό-της Ιωάννης Σιδέρης, Αθήναι.

Liddel, H. - Scott R.,  Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, 4 Ρ- Ω, Εκδό-της Ιωάννης Σιδέρης, Αθήναι. 

Lichere, F., Martor B., Pedini G., Thouvenot S., Pratique des Partenariats Public - Prive. Choisir, evaluer, monter et suivre son PPP, LexisNexis Litec 2009.

Λούβαρις, N., συγκρητισμός, τόμ. ΚΒ΄ σ. 487 in Π. Δρανδάκη, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Εκδοτικός Οργανισμός Ο «Φοίνιξ» Ε.Π.Ε., εκδ. Δευτέρα.

Λουκάκη, Α., Μεσογειακή πολιτιστική γεωγραφία και αισθητική της ανάπτυ-ξης. Η περίπτωση του Ρεθύμνου, Ινστιτούτο του  Βιβλίου – Α. Καρδα-μίτσα, Αθήνα 2007.

Macdowell, D., Το σπαρτιατικό δίκαιο, Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 1988 (μτφρ. Ν. Κονομή).

Μανιάτης, A., Δίκαιο Δημοσίων Έργων, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2005.

Μανιάτης, A., «Διοικητικός καταναγκασμός για αχρήστευση γεώτρησης με αστυνομική συνδρομή», Ποινική Δικαιοσύνη, Έτος 2007/Τεύχος 3, σσ. 321-325.

Μανιάτης, A., Ειδικά Θέματα Δικαίου Επιχειρήσεων Διδακτικές Σημειώσεις «Ανοικτού Ακαδημαϊκού Μαθήματος ΤΕΙ Ιονίων Νήσων», Λευκάδα Μάιος 2014, eclass.teiion.gr. 

Μανιάτης, A., «Εμβάθυνση στο Πειρατικό Δίκαιο», Ποινική Δικαιοσύνη 3-4/2014, σσ. 326-332.

Μανιάτης, A., «Επανάσταση Θερίσου 1905», Τάλως, Χανιά Κρήτης, Περιοδική Έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, τόμ. ΙΣΤ΄ (2008), σσ. 9-286.

Μανιάτης, Α., «Η δημοκρατική μέθοδος της συνταγματικής ιστορίας», Αρ-μενόπουλος Επιστημονική Επετηρίδα Δ.Σ.Θ. 26, 2006, σσ. 105-111.

Μανιάτης, Α., «Η ένοπλη μέθοδος της νομικής επιστήμης», Αρμενόπουλος Επιστημονική Επετηρίδα 28, 2007, σσ. 25-31.

Μανιάτης, Α., Η ήπια δικαιοσύνη, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομο-τηνή 2001.

Μανιάτης, Α., «Η κοινοβουλευτική νομιμοποίηση της Κυβερνήσεως», ΕΕΝ 1996-2, σσ. 181-189.

Μανιάτης, Α., «Η νομική μέθοδος των κρησφύγετων», ΕΕΝ 2007 (74), σσ. 3-8.

Μανιάτης, Α., Η νομοφυλακία, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1999/2000.

Μανιάτης, Α., Θεμελιώδη Δικαιώματα και Αρχιτεκτονική Κληρονομιά. Συμ-βολή στο Διοικητικό Δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2010.

Μανιάτης, Α., Μπάτρα Π., «My name is Nestor, Mentor Nestor», Πρακτικά 7ου Συνεδρίου για την Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση «Μεθοδο-λογίες Μάθησης», Τόμος 1, Μέρος Α (Επιμέλεια Αντώνης Λιοναράκης, εκδ. Ελληνικού Δικτύου Ανοικτής και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης), σσ. 161-178 (αναρτημένα στο Διαδίκτυο, η συνεδριακή εργασία που υποστηρίχθηκε προφορικά στις 10.11.2013 από τον Α. Μανιάτη υπάρχει επίσης στις ιστοσελίδες https://www.academia.edu, http:// www.researchgate.net).

Μανιάτης, Α., Ο εκσυγχρονισμός του Δημοσίου Λογιστικού. Συμβολή στο Διοικητικό Δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 2011.

Μανιάτης, Α., (Παρεμβάσεις)  in Σ. Παπαμανουσάκης, «Πεπραγμένα Συνε-δρίου Συνάντηση για το Κρητικό Δίκαιο», Τάλως, Χανιά Κρήτης, Περιοδική Έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, τόμ. ΙΕ΄ (2007), σ.  474, 475-476, 476, 477.

Maniatis, Α., «Approche syncretiste du droit» (στο Παράρτημα της παρού-σας Μονογραφίας).

Maniatis, A., La modernisation digitale de lAdministration publique, σσ. 75-89, in G. Petroni and F. Cloete (Εκδότες), New Technologies in Public Administration, IOS Press The Netherlands 2005.

Maniatis, A., «L’affrontement de la violence dans le milieu familial en droit compare », Revue de la Recherche Juridique Droit Prospectif, 3, 2012, σσ. 1341-1356.

Maniatis, A., Le recours parlementaire dans l’Union europeenne, Editions Ant. N. Sakkoulas 2000.

Μαρκαντωνάτου – Σκαλτσά, Α., Η Προστασία του Διοικουμένου. Βασική αρχή της διοικητικής δράσεως, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομο-τηνή 1999.

Μαρκάτος, Δ., Κούτσης, Κ., «Καταδυτικά Πάρκα: Το νέο εργαλείο για την αειφόρο προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος», 2008, http:// lawdb.intrasoftnet.com/nomos/3_nomologia_rs_sub_prs.php, / Περιβάλ-λον & Δίκαιο, 2/2008, 44, σσ. 237-244.

Μεταξά, Α., Κροντηρά, Κ., Το Μικρό μου Μυθολογικό Λεξικό, εκδ. Μ. Πεχλιβανίδης και Σία  Α.Ε., Αθήναι.

Moor, P., «Systematique et illustration du principe de proportionnalite», Volume Hors Serie, RHDH IV/2006.

Μπέλλος, Ν., «Μειώθηκαν εντυπωσιακά οι λαθρομετανάστες που πέρασαν τα χερσαία σύνορά μας. Απροσπέλαστος ο Έβρος», Ελεύθερος Τύπος, Τρίτη 4 Ιουνίου 2013, σ. 13.

Μπελόκα, Α., «Ship Security Alert System: Βάρος ή όφελος», Ναυτικά Χρο-νικά 2012, σ. 50.

Μπεχλιβάνη, Ν., «Τα Κρητικά Νομικά Έθιμα», Τάλως, Χανιά Κρήτης, Περιοδική Έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, τόμ. Η΄ (2010) (επιμ. Σ.  Παπαμανουσάκης).

Μπρεδήμα, Α., Η αναβίωση του φαινομένου της πειρατείας στις ακτές της Σομαλίας και το Διεθνές Δίκαιο, Αρμενόπουλος 2010 12.

Νικολακάκη, Δ., Χανιώτικη μουσική παράδοση ‘Οργανα και Καλλιτέχνες, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων, Χανιά 2007.

Ξυριτάκης, Δ., Λόγω Τιμής. Ιστορίες Κρητικής Βεντέτας, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2011.

Overbye, S., «Το φάντασμα του Μαυρογένη», Science Illustrated 89, Ιούνιος 2013, σσ. 69-72.

Παλαμιώτου, Κ., Ανθρώπινες Σχέσεις, Ίδρυμα Ευγενίδου, Αθήνα 2011.

Παναγιωτάκη, Γ., Ο Βενιζέλος στην επανάσταση και την πολιτική, 2007.

Παπαγεωργίου, Κ., «Τα όπλα στο κρητικό δίκαιο», Τάλως, Χανιά Κρήτης, Περιοδική Έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, τόμ. ΙΓ΄ (2005).

Παπαδάκης, Κ., «Τοπωνύμια της επαρχίας Αγίου Βασιλείου», in «Τα Κρητι-κά Τοπωνύμια», Διήμερο Επιστημονικό Συνέδριο Ρέθυμνο, 6-7 Νοεμ-βρίου 1998, Πρακτικά τόμ. Β΄,  Ρέθυμνο 2000.

Παπακωνσταντής, Γ., Από την παράδοση στην παράβαση. Εγκληματικότητα και αντεγκληματικές πολιτικές στη σύγχρονη Κρήτη, Ρέθυμνο 2008.

Παπαμανουσάκης, Σ., «Ο συγκρητισμός ελευθερίας και νόμου. Ένας λόγος για τη Δικαιοσύνη», Τάλως, Χανιά Κρήτης, Περιοδική Έκδοση Ινστι-τούτου Κρητικού Δικαίου, τόμ. ΙΖ΄ (2009).

Παπαμανουσάκης, Σ., «Πρόλογος», Τάλως, Χανιά Κρήτης, Περιοδική Έκδο-ση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, τόμ. ΚΑ΄ (2013).

Παπαμανουσάκης, Σ., «Προς ένα νέο ορισμό του Κρητικού Δικαίου», Τάλως, Περιοδική Έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, Χανιά Κρήτης, τόμ. ΙΗ΄ (2010).

Πιτσιλίδης, Μ., Δάση: Είναι τα λάθη που τα καταστρέφουν, MPQ θεσμοί. 

Ραγιές, Ι., Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ασφάλεια. Στρατιωτικές παράμετροι,  Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων [ΣΣΕ] Τομέας Θεωρητικών Επιστημών Ακαδημαϊκό Έτος 2012-2013 (Διδακτικές Σημειώσεις).

Ροββά, Κ., «Κύθηρα – Κρήτη με μια σχεδία», Έθνος, Τρίτη 15 Ιουλίου 2014, σ. 17.

Ροδίτης, Γ., «Θερμά σενάρια στο Αιγαίο. Κόκκινος συναγερμός στο Πεντά-γωνο, που φοβάται αντιπερισπασμό από την Τουρκία», Παραπολιτικά, Σάββατο 8 Ιουνίου 2013, σ. 41.

Salomon. Ι., «Αρχιτέκτονες κατακτούν τη θάλασσα», Science illustrated, 89, Ιούνιος 2013.

Σιούσουρα, Π., «Το έγκλημα της πειρατείας υπό το φως του Διεθνούς Δικαίου», Ε.Ν.Δ. – Τόμος 39, Ιανουάριος Φεβρουάριος Μάρτιος 2011, τεύχ. 1, σσ. 5-24.

Τζαμτζής, Ι., «Creta Romana», Τάλως, Χανιά Κρήτης, Τόμος ΚΑ΄ (2013), Περιοδική Έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου.

Τζίκα – Χατζοπούλου, Α., Κατασκευή Δημοσίων ‘Εργων. Εθνική και Κοινο-τική Νομοθεσία. Νομολογία - Σχόλια, Έκδοση Παπασωτηρίου, Αθήνα 1994.

Gathii, T. Thuo, «Kenya’s piracy prosecutions», The American Journal of International Law, 104, No. 3 (July 2010), http://www.jstor.org/stable/ 10.5305/amerjintelaw.104.3.0416.

Τοκατλίδη, Κ., «Οι συμβασιούχοι μετά τις αποφάσεις ΔΕΚ και Α.Π.», Έθνος της Κυριακής, 13 Αυγούστου 2006, σ. 13.

Τριανταφυλλοπούλου, Ι., Ελληνικά Δίκαια 1, Εκδοτικός Οίκος Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήναι 1978.

Τσιρίδη, Π., Ποινική «Δικαιοδοσία στον θαλάσσιο χώρο και εγκλήματα τελούμενα επί πλοίου», Δίκαιο και Οικονομία, Π. Ν. Σάκκουλας.

Τσούλου, Β., «Η αυτοδικία εις την Μάνην (Μελέτη λαογραφική και ψυχο-λογική)», Μεσσηνιακά Γράμματα, τόμ. Γ΄, Καλαμάτα 1981.

Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής Διεύθυνση Ασφάλειας Τμήμα 1ο / ΓΓΑ, Συνοπτική παρουσίαση του φαινομένου, http://www.yen.gr/wide/yen.chtm?prnbr=32021.

Φραγκούλη, Δ., Νησιώτες Νοτίου Αιγαίου, Πήγασος Εκδοτική Α.Ε.

Φυρνώ - Τζόρνταν, Ρ., Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, Εκδόσεις Υποδομή, Αθήνα 1981.

Χαρωνίτης, Β., «Η ανωγειανή μαντινάδα», σσ. 306-307, in Κ. Μουτζούρης (επιμ.), Η μαντινάδα της Κρήτης Πρακτικά συνεδρίων (Σητεία 2006, Βαρβάροι 2009), Αρχάνες 2010. 

Wortley B.A., «Pirata non mutat dominium», British Year Book of Interna-tional Law, 1947 (24), σ. 258 επ.

 

 


***

 

ΣΥΝΟΨΗ

Ο συγκρητισμός ως όρος δημιουργήθηκε στην αρχαιότητα για να δηλώ-σει την  υπέρβαση των αντιθέσεων των κρητικών πόλεων - κρατών και τη συνένωσή τους προς αντιμετώπιση του κινδύνου της κατάκτησης της Κρήτης από τους Ρωμαίους. Το φαινόμενο της αναλογίας καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά στο Αιγαίο Πέλαγος, ως ένας λόγος α/β. Σήμερα αποτελεί μία νομική αρχή σχετική με το όριο στους περιορισμούς στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Ο συγκρητισμός συνδέεται με τη δράση των Κουρητών, από τους οποίους πήρε το όνομά τους η Κρήτη. Αυτά τα αγαθά μυθικά πλάσματα αβέβαιης καταγωγής ήταν οι ταγοί του πολιτισμού στην Κρήτη αλλά και φύλακες του Δία στη βρεφική του ηλικία και χόρευαν τον τελετουργικό τους χορό, την πυρρίχη.

Οι γνωμικές μαντινάδες δεν έχουν απλώς διδακτικό τόνο, αλλά συνιστούν κανόνες δικαίου, ενός άτυπου, υπό το πρίσμα της ανθρωπολογίας του δικαίου, κανονιστικού  συστήματος.  Η συνέχιση της παραγωγής μαντινάδων συνδέεται αιτιωδώς με το συγκρητισμό, καθώς οφείλεται στο αγωνιστικό φρόνημα της αυτοτελούς κοινότητας των Κρητικών, οι οποίοι αμφισβητούν και αντιστέκονται μέσα από τα έργα της δημώδους τέχνης. Ο συγκρητισμός ενυπάρχει και στην ιδιωτική ζωή των Κρητικών, με χαρακτηριστικό παρά-δειγμα την αδελφοποιΐα.

Συγγενείς με το συγκρητισμό μέθοδοι των νομικών επιστημών είναι η μέθοδος των κρησφύγετων, όταν δεν είναι ευχερώς ευδιάκριτη η νομική βάση για την υποστήριξη ενός νομικού ισχυρισμού,  και η ένοπλη μέθοδος, η σχετική με τα όπλα, με την κυριολεκτική και τη μεταφορική σημασία του όρου.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πρόσφατα προβεί σε ένα διττό συγκρητισμό,  κατά της πειρατείας, με τη δημιουργία στόλου υπό τη διοίκησή της, καθώς και για την αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης από την Τουρκία.

Για τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης, προτείνεται η ενσωμάτωση νέων φιγουρών όπως η ιέρεια του Δία Διοτίμα - σύμβολο της ισότητας και του συγκρητισμού. Η Διοτίμα θα μπορούσε να συμμετέχει και στο συμ-βούλιο της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων. Συνιστάται αυτή η νέα Αρχή να αποκτήσει ενεργό ρόλο στις συμβάσεις Σύμπραξης Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), ιδίως στην αρχική φάση της σύλλη-ψης και πρότασης, οι οποίες θα μπορούσαν να μετονομαστούν σε συμβάσεις Συγκρητισμού Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ).

Τελικά, προτείνεται η καθιέρωση του συγκρητισμού ως μίας νομικής μεθόδου, συνδεδεμένης με την αρχή του κράτους δικαίου, την αναλογία (αναλογικότητα) και τη μεσότητα. Πρόκειται για τη μέθοδο θέσπισης, ερμη-νείας και εφαρμογής του δικαίου, συνιστάμενη στη λογικά συνεκτική σύζευξη θεωριών, αρχών, κανόνων ή εμπειρικών δεδομένων, σχετικών με το δίκαιο.

     

 

 

***

 

  

 

 

RESUME

Le syncretisme en tant que terme a ete cree au cours de l’antiquite pour declarer le depassement des contrastes des cites - etats de la Crete et la reunion de celles-ci pour qu’elles puissent affronter le danger de la conquete de la Crete par les Romains. Le phenomene d’analogie fut elabore pour la premiere fois a la Mer Egee, en tant que fraction a/b, de nos jours il consiste en un principe fondamental juridique, relatif a la limite aux restrictions imposees aux droits de l’homme.

Le syncretisme est lie a l’action des Curetes, aussi appeles Curetes ou Kouretes. Ces bons etres mythiques d’origine incertaine etaient les fondateurs de la civilisation a la Crete mais aussi les gardiens de Zeus lorsqu’il etait encore bebe et ils executaient leur danse rituelle, la Pyrrhique.

Les mantinades d’opinion ne font pas preuve seulement d’un ton didactique mais aussi de regles de droit, issues d’un systeme reglementaire informel, sous le prisme de l’anthropologie du droit. La continuation de la production des mantinades est causalement liee au syncretisme puisqu’elle est due a la mentalite de lutte, de la communaute autonome des Cretois, qui contestent et font resistance a travers les ouvrages de l’art folklorique. Le syncretisme, exemplifie par le jumelage, est aussi present dans la vie privee des Cretois.

Il existe deux methodes des sciences juridiques, qui sont proches du syncretisme. La premiere consiste en la methode des cachettes, lorsque le fondement legal d’un argument legal n’est pas aisement discernable, et la seconde consiste en la methode relative aux armes au sens propre et au sens metaphorique.

L’Union Europeenne a recemment procede a un syncretisme double, contre la piratie par la creation d’une flotte sous son propre commandement ainsi que pour l’affrontement de l’immigration clandestine, issue de la Turquie.

Afin de moderniser l’education, l’incorporation de neuves figures, telles que la pretresse de Zeus Diotime – symbole de l’egalite et du syncretisme, au systeme educatif est proposee. Diotime pourrait aussi faire partie du conseil de l’Autorite Independante Unique de Marches Publics. Il serait recommand-able que cette neuve autorite joue un role actif, surtout en matiere de la phase initiale de la conception et de  proposition,  quant aux contrats de Partenariat Public – Prive (PPP), qui pourraient etre denommes contrats de Syncretisme Public – Prive  (SPP).

Enfin, la consecration d’une methode syncretiste du droit, liee au principe de l’etat de droit, de l’analogie (proportionnalite) et du statut, selon le cas, median ou exemplaire, est proposee. Il s’agit d’une methode d’adoption, d’interpretation et d’application du droit, qui consiste en une logiquement coherente reunion de theories, de principes, de regles ou de donnees empiriques en matiere du droit. 



[1] Σ. Παπαμανουσάκης, Πρόλογος, in Ιωάννης Τζαμτζής, Creta Romana, Τάλως, Περιοδική Έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, Χανιά Κρήτης, τόμ. ΚΑ΄ (2013), σ. 10, με την εξής παραπομπή: Πλούτ., Π. Φιλαδ. 2.490b 5, Σουίδ. L. Συγκρητίσαι, Μ. Ετυμ. 732-754. 

[2] Ν. Λούβαρις, Συγκρητισμός, in Π. Δρανδάκη, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. ΚΒ΄ σ. 487, Εκδοτικός Οργανισμός Ο «Φοίνιξ» Ε.Π.Ε., έκδ. Δευτέρα.

 

[3] Σ. Παπαμανουσάκης,  Ο συγκρητισμός ελευθερίας και νόμου. Ένας λόγος για τη Δικαιοσύνη, Τάλως, Περιοδική Έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, Χανιά Κρήτης, τόμ. ΙΖ΄ (2009), Χανιά Κρήτης, σ. 28.

[4] Α. Μανιάτης, «Επανάσταση Θερίσου 1905», Τάλως, Περιοδική Έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, Χανιά Κρήτης, τόμ. ΙΣΤ΄ (2008), σσ. 9-286.

[5] Παπαμανουσάκης, ό.π., σ. 19.

[6] Για μία πρωτότυπη νομική ανάλυση της αρχής της αναλογικότητας στην ελληνική έννομη τάξη βλ. Α. Μανιάτης, Ο εκσυγχρονισμός του Δημοσίου Λογιστικού. Συμβολή στο Διοικητικό Δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα - Κομοτηνή 2011, σ. 223 επ.  

[7] H. Liddel - R. Scott,  Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, τόμ. 4 Ρ- Ω, Εκδότης Ιωάννης Σιδέρης Αθήναι, σσ. 176-177.  

[8] Μανιάτης, ό.π., σ. 229 επ. 

[9] Βλ. Δ. Δεβετζής, «Αρχή της αναλογικότητας και κατάχρηση δικαιώματος στο πεδίο του Αστικού Δικονομικού Δικαίου», Δικογραφία 2010, σ. 222.

[10] Π. Κυριακόπουλος, Αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο, Σύγχρονη Εκδοτική, Αθήνα, σ. 655.    

[11] P. Moor, «Systematique et illustration du principe de proportionnalite», Volume Hors Serie RHDH IV/2006, υποσ. 1.

[12] Βλ. Γ. Βασιλακάκις, «Η αρχή της αναλογικότητας. Ο αναιρετικός έλεγχος της εφαρμογής της από τον Άρειο Πάγο επί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης», Νομικά Χρονικά, Ιούλιος - Αύγουστος 2008 - 50, σσ. 1-2.

[13] Βλ. Α. Μαρκαντωνάτου - Σκαλτσά, Η Προστασία του Διοικουμένου. Βασική αρχή της διοικητικής δράσεως, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 1999, σ. 91 επ., ιδίως σ. 91. 

[14] Χ. Δέδε, Ποινική Δικονομία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 1990, σσ. 64-65.  

[15] Liddel - Scott, ό.π., τόμ. 2 ΕΚ, σ. 776.  

[16] Κ. Ροββά, «Κύθηρα – Κρήτη με μια σχεδία», Έθνος, Τρίτη 15 Ιουλίου 2014, σ. 17.

[17] Βλ. Χ. Κουτσιαύτη, «Η γραφή των θεών», Ελεύθερος Τύπος, Φαινόμενα, τεύχος 140 - 3 Αυγούστου 2013, σσ. 12-17.

[18] J. R. Hughey, et al., A European population in Minoan Bronze Age Crete, Nat. Commun. 4: 1861 doi: 10.1038/ncomms 871, 2013 (άρθρο 7 αριθμημένων σελίδων).     

[19] Δ. Φραγκούλη, Νησιώτες Νοτίου Αιγαίου, Πήγασος Εκδοτική Α.Ε., σ. 46.

[20] Φραγκούλη, ό.π., σσ. 33-34.

[21] Α. Βλαχόπουλος (επιμ.), Αρχαιολογία. Νησιά του Αιγαίου, Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, Αθήνα 2005, σ. 44.  

[22] Παπαμανουσάκης,  ό.π., σσ. 125-127.

 

[23] Παπαμανουσάκης, ό.π., σ. 160.

[24] Βλαχόπουλος (επιμ.), ό.π., σ. 46.  

[25] Α. Μεταξά, Κ. Κροντηρά, Το Μικρό μου Μυθολογικό Λεξικό, Εκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδης και Σία  Α.Ε., Αθήναι, σ. 144, Ανώνυμος, Κουρήτες, Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org.

[26] Ι. Τριανταφυλλοπούλου, Ελληνικά Δίκαια 1, εκδ. Οίκος Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήναι 1978, σ. 16.  

[27] Βλαχόπουλος , ό.π., σ. 408.  

[28] Βλαχόπουλος, ό.π., σσ. 406-407.  

[29] Δ. Φραγκούλη, Νησιώτες Νοτίου Αιγαίου, Πήγασος Εκδοτική Α.Ε., σ. 16.

[30] Α. Μανιάτης, Η νομοφυλακία, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1999/ 2000, σσ. 40-41.

[31] Π. Κυριακόπουλος, Αρχαίο ελληνικό δίκαιο, Σύγχρονη Εκδοτική Αθήνα, σ. 75.

[32] Παπαμανουσάκης, ό.π., σ. 160.

[33] Σ. Παπαμανουσάκης,  Ο συγκρητισμός ελευθερίας και νόμου. Ένας λόγος για τη Δικαιοσύνη, Τάλως, Περιοδική Έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, Χανιά Κρήτης, τόμ. ΙΖ΄ (2009), Χανιά Κρήτης, σ. 130, με περαιτέρω παραπομπές.

[34] Βλαχόπουλος, ό.π., σ. 414.  

[35] Τριανταφυλλοπούλο, ό.π., σ. 10.

[36] Βλαχόπουλος, ό.π., σ. 421.  

[37] Παπαμανουσάκης, ό.π., σσ. 214-215.

[38] Παπαμανουσάκης, ό.π., σσ. 131-132.

[39] Βλαχόπουλος, ό.π., σσ. 425-426.   

[40] Βλαχόπουλος, ό.π., σ. 428.  

[41] Βλαχόπουλος, ό.π., σ. 445.  

[42] Παπαμανουσάκης, ό.π., σ. 134, με περαιτέρω παραπομπές.

[43] Παπαμανουσάκης, ό.π., σ. 26.

[44] Πλάτ. Πρωτ. 342a-c.

[45] Σχόλ. Εις Πλάτ. 599d 9-11, Πλάτ. Μίν. 318c, Αριστ. Πολ. 1271b, Ηρόδ. Ι. 66.

[46] Κυριακόπουλος, ό.π., σσ. 78-79. 

[47] D. Macdowell, Το σπαρτιατικό δίκαιο, εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 1988 (μετάφραση Ν. Κονομή), σ. 19.

[48] Αριστ. Πολ. 1272α.

[49] Παπαμανουσάκης, ό.π., σσ. 27-28.

[50] Πλάτ. Πολιτ. 564a.

[51] Πλάτ. Πρωτ. 5337d.

[52] Παπαμανουσάκης,  ό.π., σ. 344.

[53] Αριστ. Πολ. 1295b.

[54] Δημ. Fragm. 191, D. K. Β’ 362.

[55] Πλάτ. Νόμ.  634d.

[56] Στράβ. X.4.16.

[57] Διόδ. Σικ. XL.1.4.

[58] Παπαμανουσάκης, ό.π., σσ. 344-345.

[59] Βλαχόπουλος, ό.π., σ. 428.  

[60] Παπαμανουσάκης, ό.π., σ. 135.

[61] Κυριακόπουλος, ό.π., σσ. 688-689.

[62] Κυριακόπουλος, ό.π., σ. 723.

[63] Παπαμανουσάκης, ό.π., σ. 10.

[64] Κυριακόπουλος, ό.π., σσ. 677-678.

[65] Α. Μανιάτης, Επανάσταση Θερίσου 1905, Τάλως, Περιοδική Έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, Χανιά Κρήτης, τόμ. ΙΣΤ΄ (2008), σσ. 285-286.  

[66] Βλ. Γ. Παναγιωτάκη, Ο Βενιζέλος στην επανάσταση και την πολιτική, 2007, σ. 295, όπου και η απεικόνιση όλων των τύπων των γραμματοσήμων.

[67] Μανιάτης, ό.π., σ. 245 επ.  

[68] Ν. Μπεχλιβάνη, Τα Κρητικά Νομικά Έθιμα, Τάλως, Περιοδική Έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, Χανιά Κρήτης, τόμ. Η΄ (2010), σσ. 255-257.

[69] Μπεχλιβάνη, ό.π., σσ. 257 – 275. 

[70] Ε. Καψωμένος, «Οι γνωμικές μαντινάδες της Κρήτης και η αυτοσυνειδησία της κουλ-τούρας», σ. 41 επ., ιδίως σσ. 41-42, 44-45, 56-57, in Κ. Μουτζούρης (επιμ.), Η μαντινάδα της Κρήτης Πρακτικά συνεδρίων (Σητεία 2006, Βαρβάροι 2009), Αρχάνες 2010. 

 

[71] R. Verdier, Πρώτοι προσανατολισμοί για μια ανθρωπολογία του δικαίου, Εγχειρίδιο 02 (μετάφραση από τα γαλλικά), σσ. 18-29, ιδίως σσ. 21 και 23.

[72] Δ. Ξυριτάκης, Λόγω Τιμής. Ιστορίες Κρητικής Βεντέτας, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2011, σ. 13.

[73] Βλ. το Παράρτημα της παρούσας μελέτης, στο οποίο υπάρχει η πρωτότυπη μελέτη A. Maniatis, Approche syncretiste du droit.

[74] Μπεχλιβάνη, ό.π., σσ. 256-257.

[75] Β. Χαρωνίτης, «Η ανωγειανή μαντινάδα», σσ. 306-307, in Κ. Μουτζούρης (επιμ.), Η μαντινάδα της Κρήτης, Πρακτικά συνεδρίων (Σητεία 2006, Βαρβάροι 2009), Αρχάνες 2010. 

[76] Μπεχλιβάνη, ό.π., σ. 275.

[77] Μπεχλιβάνη, ό.π., σ. 37.

[78] Παπαμανουσάκης, Προς ένα νέο ορισμό του Κρητικού Δικαίου, Τάλως, Περιοδική Έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, Χανιά Κρήτης, τόμ. Η΄ (2010), σ. 19.

[79] Βλ. Α. Μανιάτης, «Η νομική μέθοδος των κρησφύγετων», ΕΕΝ 2007 (74), σσ. 3-8.

[80] Α. Λουκάκη, Μεσογειακή πολιτιστική γεωγραφία και αισθητική της ανάπτυξης. Η περίπτωση του Ρεθύμνου, Ινστιτούτο του  Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2007, σ. 203.

[81] Λουκάκης, ό.π., σ. 203.

[82] Λουκάκης, ό.π., σ. 203.

 

[83] A. Maniatis, «La modernisation digitale de lAdministration publique», σ. 87 in G. Petroni and F. Cloete (Εκδότες), New Technologies in Public Administration, IOS Press, The Netherlands 2005.

[84] Κ. Παπαδάκης, «Τοπωνύμια της επαρχίας Αγίου Βασιλείου», in Τα Κρητικά Τοπωνύμια Διήμερο Επιστημονικό Συνέδριο Ρέθυμνο, 6-7 Νοεμβρίου 1998, Πρακτικά, τόμ. Β΄,  Ρέθυμνο 2000, σ. 35.   

[85] Ανώνυμος, «Ο πόλεμος των χαρακωμάτων», Ιστορία του 20ού αιώνα TIME, Από το Μεγάλο Πόλεμο στη Μεγάλη Ύφεση, Ημερησία Α.Ε.Ε. 2011, σσ. 34-35.

[86] Παπαδάκης, ό.π., σ. 35, με παραπομπή σε: Γ. Ν. Χατζηδάκι, «Σημασιολογικαί μεταβολαί», Αθηνά 3 (1891), 176.    

[87] Κ. Τοκατλίδη, «Οι συμβασιούχοι μετά τις αποφάσεις ΔΕΚ και Α.Π.», Έθνος της Κυριακής, 13 Αυγούστου 2006, σ. 13.

[88] Βλ. A. Maniatis, Le recours parlementaire dans l’Union europeenne, edit. Ant. N. Sakkoulas 2000, σ. 163 επ.

[89] Α. Μανιάτης, Η ήπια δικαιοσύνη, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2001, σσ. 302-303.

[90] Α. Γέροντας, Δημόσιο Οικονομικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2011, σσ. 564-566.

[91] Βλ. Α. Μανιάτης, Ειδικά Θέματα Δικαίου Επιχειρήσεων, Διδακτικές Σημειώσεις «Ανοικτού Ακαδημαϊκού Μαθήματος ΤΕΙ Ιονίων Νήσων», Λευκάδα Μάιος 2014, σ. 4 επ., eclass.teiion.gr. 

[92] Βλ. Α. Μανιάτης, «Η ένοπλη μέθοδος της νομικής επιστήμης», Αρμενόπουλος Επιστη-μονική Επετηρίδα 28, 2007, σσ. 25-31.

[93] Ν. υπ’ αριθ. 3944 (ΦΕΚ Α 67 5.4.2011) Τροποποίηση του ν. 2168/1993, εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 2008/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 «για την τροποποίηση της Οδηγίας 91/447/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής όπλων» και άλλες διατάξεις.  

[94] Πλημ/κείο Ηρακλείου, αριθμ. 36/2004, ΠοινΧρ ΝΣΤ/2006, σ. 319.

[95] Κ. Παπαγεωργίου, «Τα όπλα στο κρητικό δίκαιο», Τάλως, τόμ. ΙΓ΄ (2005), σσ. 223-227.

[96] Β. Τσούλου, «Η αυτοδικία εις την Μάνην (Μελέτη λαογραφική και ψυχολογική)», Μεσσηνιακά Γράμματα, τόμ. Γ΄, Καλαμάτα 1981, σσ. 191-197.

[97] Παπαγεωργίου, ό.π., σ. 350.

[98] Δ. Ξυριτάκης, Λόγω Τιμής. Ιστορίες Κρητικής Βεντέτας, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2011, σσ. 11-15.

[99] Ξυριτάκης, ό.π., σσ. 161-168.  

[100] Α. Μανιάτης (Παρεμβάσεις) in Σ. Παπαμανουσάκης (επιμ.), Πεπραγμένα Συνεδρίου Συνάντηση για το Κρητικό Δίκαιο, Τάλως, Περιοδική Έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, Χανιά Κρήτης, τόμ. ΙΕ΄ (2007), σ.  474, 475-476, 476, 477.     

[101] Άρθρ. Δύο, επιπροσθέτως προς και σε αναθεώρηση του Συντάγματος των Η.Π.Α.

[102] Ιδιαίτεραι διατάξεις, «β΄. Θέλει επιτραπή εις τους κατοίκους της Νήσου να έχωσι τα όπλα των, απαγορεύεται όμως αυτοίς να περιφέρωνται μετ’ αυτών άνευ αδείας της Αρχής».

[103] Γ. Παπακωνσταντής, Από την παράδοση στην παράβαση. Εγκληματικότητα και αντεγκληματικές πολιτικές στη σύγχρονη Κρήτη, Ρέθυμνο 2008, σσ. 112-132, ιδίως σσ. 131-132.

[104] Α. Μανιάτης, «Η κοινοβουλευτική νομιμοποίηση της Κυβερνήσεως», ΕΕΝ 1996-2, σσ. 181-189.

[105] Μανιάτης, Η ήπια δικαιοσύνη, ό.π., σ. 309.

[106] Ανώνυμος, Το Μεξικό είναι κοντά μας, Εκδόσεις Α/συνέχεια, Δεκέμβρης 1996, σ. 172.

[107] Βλ. Ευ. Γιαρένη, «Η διεθνής ποινική προστασία του νερού κατά τη διάρκεια των ενόπλων συγκρούσεων», ΠοινΧρ ΝΣΤ/2006, σ. 401.

[108] Α. Μανιάτης, «Διοικητικός καταναγκασμός για αχρήστευση γεώτρησης με αστυνομική συνδρομή», Ποινική Δικαιοσύνη 2007/Τεύχος 3, σ. 324.

[109] Α. Μανιάτης, Δίκαιο Δημοσίων Έργων, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 2005, σ. 150 και υποσ. 213. 

[110] Ι. Τζαμτζής, Creta Romana, Τάλως, Περιοδική Έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, Χανιά Κρήτης, τόμ. ΚΑ΄ (2013), σσ. 62-64. 

[111] Λουκάκης, ό.π., σσ. 201-202.

 

[112] Παπαμανουσάκης, ό.π., σσ. 136-137.

[113] Δ. Νικολακάκη, Χανιώτικη μουσική παράδοση ‘Οργανα και Καλλιτέχνες, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων, Χανιά 2007. 

[114] Λουκάκης, ό.π., σ. 202.

[115] Βλ. γενικότερα Α. Μανιάτης, «Εμβάθυνση στο Πειρατικό Δίκαιο», Ποινική Δικαιοσύνη 3-4/2014, σσ. 326-332.

[116] Α. Μπρεδήμα, «Η αναβίωση του φαινομένου της πειρατείας στις ακτές της Σομαλίας και το Διεθνές Δίκαιο», Αρμενόπουλος 2010, 12, υποσ. 30.   

[117] Μπρεδήμας, ό.π., σ. 1799.    

[118] Μπρεδήμας, ό.π., σσ. 1793-1808, ιδίως σ. 1793.  

[119] S. Overbye, «Το φάντασμα του Μαυρογένη», Science Illustrated 89, Ιούνιος 2013, σσ. 71-72.

[120] E. Benjamin Skinner, «A Crime So Monstrous: Face-to-Face with Modern-Day Slavery», Free Press NY, 2008.

[121] Overbye, ό.π., σ. 69.

[122] Μπρεδήμας, ό.π., υποσ. 58 όπου παραπομπή σε T. Trenves, Piracy, law of the sea and use of force: developments of the coast of Somalia, European Journal on International Law 2009. 401.

[123] Π. Σιούσουρα, «Το έγκλημα της πειρατείας υπό το φως του Διεθνούς Δικαίου», Ε.Ν.Δ. – Τόμος 39 Ιανουάριος  Φεβρουάριος Μάρτιος 2011, Τεύχος 1, σσ. 5-24, ιδίως σσ. 6-7. 

[124] Ν.Σ.Κ. (β΄ Τμήμα) 398/2011 ως προς το υπ’ αριθμ. Πρωτ. 25234.2443/15-9-2011 έγγραφο του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας (ΥπΑΑΝ). 

[125] J. Thuo Gathii, «Kenya’s piracy prosecutions», The American Journal of International Law 104 No. 3 (July 2010), http://www.jstor.org/stable/10.5305/amerjintelaw.104.3.0416, σ. 435.

[126] Ι. Ραγιές, Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ασφάλεια. Στρατιωτικές παράμετροι,  Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων [ΣΣΕ] Τομέας Θεωρητικών Επιστημών Ακαδημαϊκό ‘Ετος 2012-2013 (Διδακτικές Σημειώσεις).

[127] Βλ. Α. Αλεξοπούλου, Ν. Φουρναράκη, Διεθνείς Συμβάσεις Κανονισμοί Κώδικες, Ίδρυμα Ευγενίδου, Αθήνα 2012, σσ. 79-81.

 

[128] Α. Μπελόκα, «Ship Security Alert System: Βάρος ή όφελος», Ναυτικά Χρονικά 2012, σ. 50.

[129] Π. Τσιρίδη, Ποινική Δικαιοδοσία στον θαλάσσιο χώρο και εγκλήματα τελούμενα επί πλοίου, Δίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, σ. 251, όπου παραπομπή σε Ιωάννου - Στρατή.   

[130] Μπρεδήμας, ό.π., σ. 1802 σε συνδυασμό με σ. 1801.     

[131] Π. Τσιρίδη, Ποινική Δικαιοδοσία στον θαλάσσιο χώρο και εγκλήματα τελούμενα επί πλοίου, Δίκαιο και Οικονομία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, σ. 248.  

[132] Thuo Gathii, ό.π., σ. 422.

[133] Βλ. Κ. Παλαμιώτου, Ανθρώπινες Σχέσεις, Ίδρυμα Ευγενίδου, Αθήνα 2011, σ. 43.

[134] Τσιρίδης, ό.π., σ. 247.  

[135] Τσιρίδης, ό.π., σ. 251, με παραπομπή σε Ιωάννου - Στρατή.   

[136] Α. Μανιάτης, Θεμελιώδη Δικαιώματα και Αρχιτεκτονική Κληρονομιά. Συμβολή στο Διοικητικό Δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή 2010, σ. 84.

[137] B. A. Wortley, «Pirata non mutat dominium», British Year Book of International Law, 1947 (24), σ. 258 επ.

[138] Μπρεδήμας, ό.π., σ. 1801.

[139] A. Gerard, Sh. Pickering, «The crime and punishment of Somali women’s extra-legal arrival in Malta», Brit. J. Criminol. (2012) 52, σσ. 514-533.

[140] Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής Διεύθυνση Ασφάλειας Τμήμα 1ο / ΓΓΑ, Συνοπτική παρουσίαση του φαινομένου, http://www.yen.gr/wide/ yen.chtm?prnbr=32021.

[141] Μ. Κωστίδης, «Οι αποκαλύψεις Γιλμάζ επιβεβαιώνουν ότι η Τουρκία επί χρόνια μας «χτυπούσε πισώπλατα». Την ίδια αποκάλυψη είχε κάνει το 1996 βουλευτής της Τσιλέρ αλλά… ξεχάστηκε. Μυστικός πόλεμος με εμπρησμούς κατά της Ελλάδας», Ελεύθερος Τύπος, Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011, σσ. 10-11.   

[142] Α. Καλαφάτης, «Μάρτυρας της δράσης των Τούρκων στα ελληνικά νησιά ο υποστράτηγος Αν. Γκουρμπάτσης. «Από φουσκωτό σκάφος έριξαν φωτοβολίδα σε δάσος στη Χίο»», Ελεύθερος Τύπος, Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011, σ. 12.

[143] Σ. Καλεντερίδης, «Τα μυστικά κονδύλια και το πρωτοσέλιδο που έλεγε «Καταλάβατε τώρα;»», Δημοκρατία, Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011, σ. 05.

[144] Πιτσιλίδης, Δάση: Είναι τα λάθη που τα καταστρέφουν, MPQ, θεσμοί, σ. 15. 

[145] Γ. Λιάρος & Κ. Μάρδας, «Ακήρυχτος πόλεμος μυστικών υπηρεσιών με φόντο τα καμένα μαστιχόδεντρα της Χίου; Ποιοι έβαλαν τις φωτιές;», Χρήμα plus, Σάββατο 25 Αυγούστου 2012, σ. 3.

[146] Σύμφωνα με τους Ν. 1650/1986, 3044/2002 και την Κ.Υ.Α. 33318/3028/1998.

[147] Δ. Μαρκάτος, Κ. Κούτσης, «Καταδυτικά Πάρκα: Το νέο εργαλείο για την αειφόρο προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος», 2008, http://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/ 3_nomologia_rs_sub_prs.php, Περιβάλλον & Δίκαιο, 2/2008, 44, σσ. 237-244.

[148] Κ. Δελλαπόρτα, «Υποβρύχια αρχαιολογική κληρονομιά στην Ελλάδα: νομική προστασία και διαχείριση», Νόμος + Φύση, Νοέμβριος 2005, www.nomosphysis.org.gr, υποσ. 81 σε συνδυασμό με υποσ. 86, και υποσ. 68.     

[149] Βλ. Α. Μανιάτης, Θεμελιώδη Δικαιώματα και Αρχιτεκτονική Κληρονομιά. Συμβολή στο Διοικητικό Δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή 2010, σ. 143. 

[150] I. Salomon., «Αρχιτέκτονες κατακτούν τη θάλασσα», Science illustrated, 89, Ιούνιος 2013, σ. 49.

[151] Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 398/2011, www.nsk.gr.

[152] Όπως με το Ν. 3536/2007 «Ειδικές ρυθμίσεις μεταναστευτικής πολιτικής και λοιπών ζητημάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέν-τρωσης».

[153] Κ. Γρηγοριάδης, «Σκούπα της ΕΛ.ΑΣ. στους λαθρομετανάστες με σαφή προειδοποίηση στη μητρική τους γλώσσα. Επιχείρηση «Τελευταία ευκαιρία…»», Παραπολιτικά, Σάββατο 8 Ιουνίου 2013, σ. 17.

[154] Ν. Αλεξίου, «Εγκλήματα χωρίς τιμωρία. Πώς οι λαθρομετανάστες ξεγελούν το σύστημα και δρουν ανενόχλητοι στην Ελλάδα», Παραπολιτικά, Σάββατο 8 Ιουνίου 2013, σ. 33.

[155] Ν. Μπέλλος, «Μειώθηκαν εντυπωσιακά οι λαθρομετανάστες που πέρασαν τα χερσαία σύνορά μας. Απροσπέλαστος ο Έβρος», Ελεύθερος Τύπος, Τρίτη 4 Ιουνίου 2013, σ. 13.

[156] Γ. Ροδίτης, «Θερμά σενάρια στο Αιγαίο. Κόκκινος συναγερμός στο Πεντάγωνο, που φοβάται αντιπερισπασμό από την Τουρκία», Παραπολιτικά, Σάββατο 8 Ιουνίου 2013, σ. 41.

[157] Ανακοίν. Υπ. Εξωτ. Φ.0544/11/ΑΣ 31/Μ. 5084, ΦΕΚ Α 16/4.2.2002.

[158] Βλ. Α. Μανιάτης, Π. Μπάτρα, «My name is Nestor, Mentor Nestor», Πρακτικά 7ου Συνε-δρίου για την Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση «Μεθοδολογίες Μάθησης, τόμ. 1, Μέρος Α (Επιμέλεια Αντώνης Λιοναράκης, Εκδόσεις Ελληνικού Δικτύου Ανοικτής και εξ Αποστά-σεως Εκπαίδευσης), σσ. 161-178. (Αναρτημένα στο Διαδίκτυο, η συνεδριακή εργασία που υποστηρίχθηκε προφορικά στις 10.11.2013 από τον Α. Μανιάτη υπάρχει επίσης στις ιστοσελί-δες https://www.academia.edu, http://www.researchgate.net).

[159] A. Maniatis, «L’affrontement de la violence dans le milieu familial en droit compare», Revue de la Recherche Juridique Droit Prospectif, 3, 2012, σσ. 1341-1356.

[160] Α. Αθανασούλα – Ρέππα, Εκπαιδευτική Διοίκηση και Οργανωσιακή Συμπεριφορά. Η Παιδαγωγική της Διοίκησης της Εκπαίδευσης, Ίων εκδ. Έλλην, 2008, σ. 353, όπου παραπομπή σε: Day, 2003: 225-229.

[161] Αθανασούλας – Ρέππας, ό.π., σ. 353, όπου παραπομπή σε: Bush & Mildewood 2005: 157-171.

 

[162] Contra Δ. Βασιλειάδης, Ο θεσμός του Μέντορα νεοδιοριζόμενου εκπαιδευτικού, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα Εκπαιδευτικής Διοίκησης και Πολιτικής, Θεσσαλονίκη 2012 (Διπλωματική Εργασία), σ. 90 επ., ιδίως σ. 90. 

[163] F. Lichere, B. Martor, G. Pedini, S. Thouvenot, «Pratique des Partenariats Public – Prive. Choisir, evaluer, monter et suivre son PPP», LexisNexis Litec 2009, σ. 3.  

[164] Α. Τζίκα – Χατζοπούλου, Κατασκευή Δημοσίων ‘Εργων. Εθνική και Κοινοτική Νομοθεσία. Νομολογία – Σχόλια, ‘Εκδοση Παπασωτηρίου, Αθήνα 1994, σ. 511.

[165] Π. Κυριακόπουλος, Τεχνική Νομοθεσία, Σύγχρονη Εκδοτική, Αθήνα 2001, σσ. 3-4.

[166] Π. Κυριακόπουλος, Αρχαίο ελληνικό δίκαιο, Σύγχρονη Εκδοτική, Αθήνα 2003, σ. 418.

[167] Contra Ρ. Φυρνώ – Τζόρνταν, Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, Εκδόσεις Υποδομή, Αθήνα 1981, σ. 36. 

[168] Δ. Κούτουλας, Οι χαμένες γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων, Νέα θέσις, Αθήναι 1998, σ. 102.

[169] Κούτουλας, ό.π., σσ. 111-113.

[170] Contra Ρ. Φυρνώ – Τζόρνταν, ό.π., σ. 36. 

[171] ΦΕΚ Α΄ 232/22-9-2005 «Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα».

[172] Άρθρ. 1.

[173] Η πρόβλεψη για τις τοπικές ενώσεις δήμων και κοινοτήτων προστέθηκε με το άρ. 25 του Ν. 3775/2009. 

[174] Άρθρ. 2 παρ. 3.

[175] Άρθρ. 2 παρ. 1.

[176] Άρθρ. 2 παρ. 2.

[177] «Ε.Γ.Σ.Δ.Ι.Τ.». Με την παρ. 1 του άρ. 73 Ν. 3982/2011 ορίζεται ότι: «’Οπου στις διατάξεις του ν. 3389/2005 (Α΄ 232), όπως ισχύει, αναφέρονται το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονο-μικών και ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, νοούνται το Υπουργείο Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και ο Υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτι-λίας, αντίστοιχα».

[178] Άρθρ. 3.

[179] Άρθρ. 4 παρ. 3.

[180] Άρθρ. 4 παρ. 2 στοιχείο (δ).

[181] Γ. Λεκάκης, «Περί του εν Ελευσινίοις «Ομ»», Φαινόμενα, τεύχος 173 – 12 Απριλίου 2014, σσ. 36-37.

[182] Ομήρ., Οδύσ., α 50.

[183] Λεκάκης, ό.π., σ. 37.

[184] Γ. Δημηλά, Χανιώτικα Νέα, 4572/22-12-82, σσ. 1, 3 ιδίως σ. 3.

[185] Ανώνυμος, «Να εξουδετερωθούν οι υπονομευτές του Συγκρητισμού», Παρατηρητής, Παρασκευή 10 Ιουνίου 1977, σσ. 1, 4. 

[186] Α. Μεταξά, Κ. Κροντηρά, Το Μικρό μου Μυθολογικό Λεξικό, εκδ. Μ. Πεχλιβανίδης και Σία  Α.Ε., Αθήναι, σ. 10.

[187] V. Hugo, Le droit et la loi, 1875, in Le Droit et la loi et autres textes citoyens, 10/18, Departement d’Univers Poche, 2002.

[188] Voir A. Maniatis, «Le syncretisme juridique », pp. 275-284 (en francais), in A. Maniatis, «Revolution de Therisso 1905», Talos Edition periodique d’Institut de Droit Cretois, La Canee de Crete 2008 (monographie en grec).  

[189] Ph. Jestaz, Le droit, Editions Dalloz 1996, p. 66 et ss..

[190] E. Pierrat, Antimanuel de Droit, Breal 2007, pp. 56-57.

[191] Voir A. Maniatis, Principe d’egalite administrative, Revue de decentralisation, d’ administration locale et de developpement regional, 2011-65, pp. 64-73.

[192] P. Moor, «Systematique et illustration du principe de la proportionnalite», RHDH Volume Hors Serie IV/2006, p. 96. 

[193] G. Xynopoulos, Le controle de la proportionnalite dans le contentieux de la constitutionnalite et la legalite en France, Allemagne et Angleterre, Paris, L.G.D.J., 1995 (these), p. 62 et ss..

[194] X. Philippe, Le controle de proportionnalite dans les jurisprudences constitutionnelle et administrative francaise, Economica, Paris 1990, p. 88.

[195] E. Pierrat, Antimanuel de Droit, Breal 2007, pp. 60-61.

[196] Voir M. Bouvier, «La regle d’or»: une revolution des finances publiques?, Regards sur l’actualite 373 Aout-Septembre 2011, notamment p. 86.

[197] A. Maniatis, Le Recours Parlementaire dans l’Union Europeenne, Edition Ant. N. Sakkoulas 2000, p. 322. 

[198] A. Maniatis, «L’europeanisation administrative», Revue de decentralisation, d’ administration locale et de developpement regional, N. 48, 2007, pp. 78-83. 

[199] Y. Gaudemet, «Limite ou metamorphose de l’Etat en France. Les autorites administratives independantes», RHDH 13-2002, pp. 29-43, notamment p. 43.

[200] Voir A. Maniatis, «Equite et proportionnalite sous la lumiere de l’egalite», RHDI 2012 (a paraitre). 

[201] Voir Y. Rodriguez, «“Le Defenseur du Peuple ou l’Ombudsman espagnol», RIDC 1982, note 87. 

[202] E. Pierrat, Antimanuel de Droit, Breal 2007, p. 212.

[203] M. Wieviorka, Laicite et multiculturalisme, Regards sur l’actualite 373 Aout-Septembre 2011, notamment pp. 72-73.

[204] P. Ric?ur, Le Juste, Editions Esprit, Paris 1995, p. 10. 

[205] A. Maniatis, La violence familiale, Ant. N. Sakkoulas, Bruylant (co-edition) 2007, pp. 34-35. 

[206] G. Courtois, L’epoque des droits de l’homme, Manuel n° 02 (traduction du francais en grec), pp. 34-35. 

[207] J. Goody, Transformation du droit de la famille en Europe, Cambridge, 25 decembre 1995 (texte de 14 pp. non publie), pp. 12-13.

[208] «Deux questions a Jacqueline Laufer», Regards sur l’actualite 373, Aout-Septembre 2011, notamment p. 5.

[209] Voir J.-F. Perrin, «Jean Carbonnier et la sociologie legislative»,  L’Annee sociologique, Volume 57/2007 – N° 2, notamment pp. 403-404.

[210] N. Rouland, L’anthropologie juridique, Que sais-je?, PUF 1995, p. 88.

[211] Voir C. Balle, «Le patrimoine: debat, projet et enjeu», Questions internationales N° 42, mars-avril 2010, p. 16. 

[212] Voir E. Pierrat, Antimanuel de Droit, Breal 2007, p. 89.

[213] N. Rouland, L’anthropologie juridique, Que sais-je?, PUF 1995, pp. 28, 71-72.

[214] Voir E. Pierrat, Antimanuel de Droit, Breal 2007, p. 72.

[215] GEO avril/mai/juin 2011, La chronique d’une mort annoncee d’avance, pp. 94-101 (edition grecque).

[216] Ph. Jestaz, Le droit, Editions Dalloz 1996, p. 1.

[217] R. Verdier, Premieres orientations sur une anthropologie du droit, Manuel n° 02 (traduction du   francais en grec), pp. 18-29, notamment pp. 21 et 23.     

[218] A. Maniatis, «La regle de droit et les administrations publiques dans un contexte mondial. Nouvelles bases pour l’Etat de droit et les droits de l’homme», RHDH n° 19/2003, pp.  772-773.

[219] N. Rouland, L’anthropologie juridique, Que sais-je?, PUF 1995, pp. 68-71.

[220] R. Sacco, Anthropologie juridique. Apport a une macro-histoire du droit, Dalloz 2008. 

[221] Voir R. Sacco, Anthropologie juridique. Apport a une macro-histoire du droit, Dalloz 2008. 

[222] Δεν περιλαμβάνονται τα έργα στα οποία γίνεται παραπομπή μόνο στη μελέτη που παρατίθεται στο  Παράρτημα: A. Maniatis, Approche syncretiste du droit.